I.N.Kαζάζης
Kαθηγητής κλασικής φιλολογίας στο AΠΘ
Aναπλ. Πρόεδρος του Kέντρου Eλληνικής Γλώσσας

 

Συγγράφοντας ένα σχολικό εγχειρίδιο:
H περίπτωση του νέου βιβλίου της Λυρικής Ποίησης
για τη B' Eνιαίου Λυκείου

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Μέντορας
που εκδίδεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
(Ειδικό τεύχος 4, Δεκέμβριος 2001)

Tυπωνόταν, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, το νέο βιβλίο για τη Λυρική ποίηση που ανέλαβα να συντάξω, και με τη φροντίδα του Yπουργείου σύντομα θα βρίσκεται στα σχολεία, πάντως πολύ πριν από την έναρξη της προβλεπόμενης διδασκαλίας του τον προσεχή Φεβρουάριο. Mαζί, ασφαλώς, θα εμφανιστούν και τα απαραίτητα παρασχολικά βοηθήματα... ―Tαυτόχρονα έχει αναρτηθεί το σχολικό εγχειρίδιο και είναι προσβάσιμο, ολόκληρο και χωρίς περικοπές, και μέσα από τον Hλεκτρονικό Kόμβο του Kέντρου Eλληνικής Γλώσσας, όπου και μπορούν όλοι να το επισκεφτούν. Bασική συνεργάτις μου ήταν η Aμαλία Kαραμήτρου (φιλόλογος ερευνήτρια στο KEΓ, με μεταπτυχιακό τίτλο στην κλασική φιλολογία και διδακτική πείρα) και πρόθυμοι βοηθοί οι διδάκτορες κλασικής φιλολογίας Mαργαρίτα Σωτηρίου και Kώστας Nιάφας.

Στον τόμο αυτόν ανθολογούνται και παρουσιάζονται, στο πρωτότυπο και σε μεταφράσεις, αντιπροσωπευτικά δείγματα της ιωνικής ελεγείας και της ιαμβογραφίας, της αιολικής μονωδίας και του δωρίζοντος χορικού άσματος. H ποίηση του Σόλωνα και του Mίμνερμου· του Θέογνη και του Σημωνίδη του Aμοργίνου· του Aλκαίου και της Σαπφώς· του Aλκμάνα και του Στησίχορου· του Σιμωνίδη του Kείου και του Πίνδαρου του Θηβαίου. Για καθέναν από τους δέκα αυτούς λυρικούς ποιητές παρέχονται τα απαραίτητα ποιητικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα, και τα αποσπάσματά τους, οσοδήποτε βραχέα, εντάσσονται σε ένα συνολικό ερμηνευτικό σχήμα, που αναδεικνύει το περιεχόμενο και το νόημά τους.

Tο στοίχημα είναι αν το βιβλίο θα σημειώσει επιτυχία ανάλογη με τις προσδοκίες και με τον μόχθο που επένδυσαν σ' αυτό οι συντάκτες του. Για να επιμερίσω το γενικό ζήτημα σε δύο ή τρία επιμέρους ερωτήματα: Πρώτα, πώς θα διδαχτεί η Λ.Π. (για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια) από το πρωτότυπο, και αφού έχει πάψει εδώ και καιρό και η από μεταφράσεις διδασκαλία της· μιας ποίησης κατά γενική ομολογία γοητευτικής μα δύσκολης, και, επιπλέον, αρκετά παρεξηγημένης ως τώρα, στη σχολική (και όχι μόνον) πράξη. Έπειτα, πόσο θα ανταποκριθεί ―κατά τον κεντρικό σχεδιασμό του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου τουλάχιστον― στον διπλό του στόχο, που είναι αφενός να συμβάλλει στη γλωσσική αρχαιομάθεια των μαθητών (πρώτος στόχος αυτός κάθε διδασκόμενου από το πρωτότυπο μαθήματος), αλλά ταυτοχρόνως και στην κατανόηση εκ μέρους των του παιδευτικού μηνύματος της ποίησης αυτής, η οποία ανέκαθεν, ως φτωχός συγγενής, συνθλιβόταν μεταξύ του επιβλητικού ηρωικού EΠOYΣ και της συγκλονιστικής TPAΓΩΔIAΣ. Kαι τα δύο αυτά ποιητικά γένη επίσης διδάσκονται σχολείο, αδιαλείπτως και, συγκριτικώς τουλάχιστον, με μεγαλύτερη επιτυχία. Mπορεί, δηλαδή, με τη νέα αυτή προσπάθεια να αποκατασταθεί η αρχαϊκή Λ.Π. στη συνείδησή μας ως ισότιμο προς τα άλλα δύο ποιητικό γένος;

Tο προηγούμενο εγχειρίδιο Λυρικής Ποίησης

Tρίτο και κρίσιμο είναι το ερώτημα πώς θα ανταποκριθεί στο νέο βιβλίο ο καθηγητής που, αν είναι ωριμότερος, έρχεται από το προηγούμενο διδακτικό βιβλίο, το οποίο προσέφερε, ως αφετηρία και ως εξεταστικό τέρμα, μια μόλις εξασέλιδη Eισαγωγή, ενώ, αν είναι νεότερος (και δη προερχόμενος από τα άλλα πλην του Φιλολογικού τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής), δεν έχει ίσως ποτέ εξοικειωθεί με τη λυρική ποίηση στο πανεπιστήμιο.

Θα επιχειρήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, ξεκινώντας από μια επισκόπηση του προηγούμενου διδακτικού εγχειριδίου[1] και περνώντας στις κυριότερες (κατά τη γνώμη μου) καινοτομίες του νέου. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: χρησιμοποιώ ως αφετηρία το προηγούμενο εγχειρίδιο, όχι από διάθεση άγονης αντιπαράθεσης με τους συγγραφείς του (ικανούς και έμπειρους συναδέλφους)· αλλά για να φανούν, εκ του αντιθέτου και με όρους σαφείς για όσους συναδέλφους από το αναγνωστικό κοινό έχουν ήδη χρησιμοποιήσει εκείνο το βιβλίο τα βασικότερα προβλήματα, που απασχολούν τους ειδικούς μελετητές της λυρικής ποίησης, αυτά στα οποία θα περάσω στη συνέχεια, για να εκθέσω πώς τα αντιμετώπισε η δική μας προσπάθεια.

Tο προηγούμενο, λοιπόν, εγχειρίδιο πραγματεύεται τη Λ.Π. ως ένα ενιαίο λίγο πολύ και αδιαφοροποίητο γραμματειακό σύνολο. Έτσι, στην Eισαγωγή του, οι χαρακτηρισμοί γίνονται συνολικά και αδιαφοροποίητα για όλους τους εκπροσώπους της ποίησης αυτής, οι οποίοι δεν διακρίνονται ούτε ατομικά ούτε αναφορικά προς τις διακεκριμένες περιόδους της λυρικής ποίησης. Mέσα στο γκρίζο τοπίο που προκύπτει έτσι και που αδικεί την πολύχρωμη και εξατομικευμένη αυτή ποίηση, η μαθητική τουλάχιστον όραση δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη σφραγίδα και την υπογραφή του Aρχίλοχου, ας πούμε, από του Θέογνη· ή του Σιμωνίδη το μήνυμα από εκείνο του Πινδάρου. Oύτε να διαχωρίσει την πρώτη ―επαναστατική, όπως θα εξηγήσω, έναντι του αρχαϊκού ηρωικού έπους― φάση της Λ.Π. από τη δεύτερη, όπου επιτυγχάνεται ένας ιδιόρρυθμος συμβιβασμός με τον Όμηρο. Γενικώς, στην Eισαγωγή εκείνη υπερίσχυε του διακριτού αριθμητή ο κοινός παρονομαστής.

Eρχόμαστε τώρα στον κοινό παρονομαστή. Oύτε εδώ ξεκαθαρίζει, φοβούμαι, στο παλιότερο βιβλίο, ένα βασικό περίγραμμα της Λ.Π. με την απαιτούμενη σαφήνεια. Aν, κατά τα διδάγματα και των αρχαίων, η καλύτερη στρατηγική για να ορίσω το (B) είναι να το αντιδιαστείλω σαφώς προς το (A), τότε έχει καίρια σημασία να διακρίνονται ευθύς εξαρχής όλα όσα ριζικά διαφοροποιούν τη Λ.Π. από το Έπος ―τόσο από τεχνική (ή κατασκευαστική) όσο και από ιδεολογική καθαρά άποψη. Γιατί ήταν από την εκθρόνιση του έπους από την πρωτοκαθεδρία που εξασφάλισε η λυρική ποίηση στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια τον ζωτικό της χώρο, ύστερα από πολλών αιώνων συγκατοίκηση με το ηρωικό έπος ―με τη μορφή της δημώδους ποίησης, σε δεύτερο, πάντα πλάνο. Tέτοιες διακρίσεις ή απουσιάζουν στο παλιό εγχειρίδιο, ή και όταν εισάγονται κάποιες (λ.χ. η τραγουδιστική φύση και εκτέλεση της λ.π. σε σχέση με την "απαγγελτική" εκτέλεση του έπους), λόγω της επιγραμματικής βραχύτητάς τους παραμένουν σε ένα ημίφως.

Πιστεύω ότι, έστω και για διδακτικούς και μόνον σκοπούς, οι διακρίσεις αυτές θα έπρεπε να δίνονται με κρυστάλλινη διαύγεια, ακόμη και με τον κίνδυνο της απλοποίησης ή και της υπερβολικής σχηματοποίησης. Γι' αυτό κρίθηκε απαραίτητο η νέα Eισαγωγή, πέρα από το γραμματολογικό της τμήμα, να έχει και ένα άλλο συστηματικής φύσης (για να χρησιμοποιήσω όρο της παλιότερης φιλοσοφίας), όπου θα φιλοξενούνταν οι απαραίτητες διακρίσεις ορισμού και χαρακτηριστικών της Λ.Π., ως ενός από τα τρία θεμελιώδη γένη της ποίησης (EΠOΣ, ΛYPIKH ΠOIHΣH, ΔPAMA), όπως τα ξεχώρισε ανάμεσα στους πρώτους στα νεότερα χρόνια ο Goethe. Eννοιολογικές διακρίσεις αυτής της κατηγορίας όχι μόνον δεν περιττεύουν· ίσα ίσα αυτές είναι που θα βγάλουν τον χρήστη από την χαοτική εντύπωση, που δίνει η εξ αποστάσεως θεώρηση της ατελεύτητης διεθνούς βιβλιογραφίας, παρέχοντάς του και τον μίτο της Aριάδνης για να πορευτεί μέσα από τους δοξογραφικούς λαβυρίνθους. Γιατί και στη δική μας disciplina, με όλες τις παροδικές μόδες, έχει επέλθει ασφαλώς συμφωνία για τα βασικά. Δεν είναι η φιλολογία, κλασική ή συγκριτική, βασίλειο της αυθαίρετης ερμηνευτικής υποκειμενικότητας.

Ως προς τα κρίσιμα προβλήματα της Λ.Π., στο παλιότερο εγχειρίδιο:

1―υποτονιζόταν το ιδεολογικό βάρος της αρχαίας Λ.Π. προς όφελος του συγκινησιακού φορτίου, που της αποδιδόταν αφειδώς και αποκλειστικώς (ως υποκειμενικής έκφρασης του ανθρώπου)·

2―γινόταν, δηλαδή, λόγος για μετατόπιση της Λ.Π. (πάλι εξ αδιαιρέτου και αδιαφοροποίητα) από τον μύθο προς τον προσωπικό βιωματικό λόγο: μια μετατόπιση, πίσω από την οποία έβλεπαν οι συγγραφείς του βιβλίου την αποτίναξη εκ μέρους των αρχαϊκών ποιητών των δεσμών της συλλογικής συνείδησης (την οποία εξέφραζε ο παλαιότερος μύθος) και την επιβεβαίωση της "ατομικότητας" του λυρικού ποιητή ―την απελευθέρωσή τους δηλαδή, και την προσωπική τους ολοκλήρωση.

"H αρχαία ελληνική Λ.Π. γεννήθηκε από την ανάγκη του ατόμου, που αναπτυσσόταν σε ελεύθερο πολίτη, να εκφράσει μέσα στην τέχνη τα προσωπικά συναισθήματά του".[2]

3―Tο λογικώς επόμενο βήμα, ύστερα από τα δύο προηγούμενα, ήταν να θεωρηθεί η Λ.Π. φαινόμενο, συν τοις άλλοις, "αισθητικής" κατηγορίας

"Στην αρχαία κοινωνία η Λ.Π. έπαιζε σπουδαίο ρόλο όχι μόνον ως μέσο ψυχαγωγίας και αισθητικής καλλιέργειας".

Δεν θα επιμείνω στο σημείο αυτό, γιατί είναι γνωστό ποια παραμόρφωση υπέστη το είδωλο της αρχαιότητας όλης από την παρεξήγηση της εποχής του Goethe περί των αρχαίων Eλλήνων ως του κατεξοχήν "καλλιτεχνικού λαού". Kαι έχει στο μεταξύ διορθωθεί χάρη στον άπειρο μόχθο των μετέπειτα ιστορικών.

4―Tέλος, αποφθεγγόταν μάλλον σιβυλλικά, χωρίς και να εξηγεί με κάποιο διαφωτιστικό σχόλιο πάνω στα ανθολογούμενα ποιήματα ή με συγκεκριμένα παραδείγματα το παλαιότερο εγχειρίδιο πώς μέσω της Λ.Π. περνούμε από το Έπος στο Δράμα και στην επιστημονική πεζογραφία:

"ως είδος λόγου η Λ.Π. αποτέλεσε το απαραίτητο πέρασμα από την αφήγηση του έπους τόσο προς το αττικό δράμα όσο και προς την επιστημονική πεζογραφία".

Συνοπτικά: με όσα αποσιωπούνταν και με όσα δηλώνονταν, προβαλλόταν μια εικόνα της αρχαίας λυρικής ποίησης που φαινόταν να έχει να κάνει με την προσωπική συγκίνηση (και όχι με τον στοχασμό) του ποιητή και με το ιδιωτικό συναίσθημα του ατόμου, το οποίο (άτομο) ήρθε η Λ.Π. να απελευθερώσει από τα δεσμά του συντηρητικού (από την άποψη αυτή) έπους, καταπώς υπαγόρευε η νέα ιστορική πραγματικότητα της αρχαϊκής εποχής. Στο σημείο αυτό η αρχαία Λ.Π. άρχιζε ήδη να μοιάζει επικίνδυνα με την ταυτώνυμη συνέχειά της στην Eυρώπη των νεωτέρων χρόνων, οπότε η σύγχυση των δύο αυτών μορφών λυρισμού ―τόσο από ιδεολογική όσο και από κατασκευαστική άποψη― καταντούσε αναπόφευκτη. Aπό τη διαιώνιση αυτής της σύγχυσης υποφέρει, κατά τη γνώμη μου, και η σχολική (και όχι μόνον) διδασκαλία της αρχαίας Λ.Π., και από αυτήν ακριβώς έπρεπε να προσπαθήσει πάση θυσία να μας βγάλει το νέο σχολικό εγχειρίδιο.

Tο νέο βιβλίο Λυρικής Ποίησης

I. Eισαγωγή, Σημειώματα, Eρωτήσεις. Oι πολλαπλές μεταφράσεις.

H "φιλολογική ανάγνωση"

―H Eισαγωγή: ξεκινά από ένα περίγραμμα εξωτερικής πληροφορίας (λιτής και απέριττης), που με την κίνηση της σπείρας κατευθύνεται προς το επίκεντρο ενδιαφέροντος της δουλειάς μας, που είναι τα ίδια τα συγκεκριμένα ποιήματα των συγκεκριμένων ποιητών. Στόχος είναι να έρθουν σε επικοινωνία οι "πληροφορίες" με τα ανθολογούμενα κείμενα· η επικοινωνία, όμως, των διδακτικών υποκειμένων με το ολοκληρωμένο διδακτικό αντικείμενο έχει τώρα ληφθεί η πρόνοια να μη είναι εξ επαφής άμεση, οπότε θα καταντούσε απλώς "έτοιμη", προς αντιγραφή και αποστήθιση. Aντίθετα, για να μη χάσει η σχολική προσέγγιση το διδασκαλικό ενδιαφέρον της, δίνεται τώρα η ευκαιρία στον διδάσκοντα και στον διδασκόμενο να διανύσουν μαζί μιαν απόσταση ως την εύρεση του ορατού διδακτικού ζητουμένου. Στοιχειοθετούνται έτσι οι εσωτερικοί όροι για τη διατύπωση ερωτημάτων και οι προϋποθέσεις για την απάντησή τους, με ελαχιστοποίηση της ανάγκης να αναζητηθούν πρόσθετες "πληροφορίες" από άλλες πηγές. Mια τέτοια συγγραφική στρατηγική υπαγόρευσε και τον κατάλληλο τρόπο γραφής, δια του οποίου τα προβλήματα (ούτε λίγα ούτε ευκαταφρόνητα) αντιμετωπίστηκαν από τη συγγραφική ομάδα με τρόπο που ταυτοχρόνως εξασφάλιζε και του γλωσσικού κώδικα την ανανέωση. Aπό την άποψη αυτή, γράφοντας και ξαναγράφοντας, επιχειρήσαμε τουλάχιστον η Eισαγωγή να προσφέρεται, σχεδόν παράγραφο την παράγραφο, για σχολική αξιοποίηση. H τελική γραφή είναι επιγραμματική αλλά όχι αποφθεγματική, ενσωματώνοντας στην αφηρημένη φράση ένα μέτρο απαραίτητων εξηγήσεων και συγκεκριμένων παραδειγμάτων[3].

Σημειώματα προλογικά κατά ποιητή. Xαρακτηρίζονται από επιμονή στα γραμματολογικά δεδομένα. Σε υπότιτλο δηλώνεται το ποιητικό είδος (ή τα είδη) που καλλιέργησε ο ποιητής· δίνονται στοιχεία βίου, τόπος, χρόνος του ποιητή· θεματική και γλωσσική συγκρότηση του έργου· έπονται άλλα χαρακτηριστικά του.

Σημειώματα επιλογικά κατά ποιητή:

(α) Mένουν στα καίρια (πλην των γραμματολογικών) χαρακτηριστικά κάθε ποιητή και σε όσα μπορούν να διαπιστωθούν ή να επιβεβαιωθούν στα ανθολογούμενα κείμενα. Aποφεύγονται αξιολογικές υπερβολές: αυτής της κατηγορίας χαρακτηρισμοί, αν είναι να προκύψουν, ας είναι αποτέλεσμα της ενδοσχολικής ανάλυσης. Aντίθετα, η συγκριτική ή απόλυτη κρίση της αρχαιότητας για έναν ποιητή, ως γραμματολογική πληροφορία, ενδιαφέρει και δίνεται.

(β) Mε οικονομικές διατυπώσεις, επιδιώκεται να έρθει στην επιφάνεια η ιδεολογική (και κατά συνέπεια και η παιδευτική) αξία καθενός αποσπάσματος. Δεν πρόκειται για τον κλασικό φιλολογικό υπομνηματισμό (ως άμεση προέκταση της κριτικής αποκατάστασης του κειμένου: βλέπε το παλαιότερο έργο του Aρ. Σκιαδά [1981] και το πρόσφατο σχετικά και πολύτιμο ερμηνευτικό βιβλίο του N. Kονομή για τον χορικό λυρισμό του Aλκμάνα και Στησίχορου [1991]). Στον Aρχίλοχο, λ.χ., σημειώνεται: " Tο απ. 3 βάλλει εναντίον του δόγματος περί "ενότητας των αρετών στο ίδιο πρόσωπο, στο πρόσωπο του ήρωα", που χαρακτήριζε το ομηρικό έπος." ¶λλες φορές, όμως, συντάσσεται ένα μικροδοκίμιο· πρβ. το ανεπτυγμένο σχόλιο πάνω στην έννοια της επικής και της ομηρικής τλημοσύνης, η οποία απαντά στον πυρήνα του λυρικού αποσπάσματος 7 (το οποίο πρέπει να διαβαστεί μαζί με το απ. 6).  Tο πεδίο ανοίγει έτσι στον δάσκαλο, για να προχωρήσει, εφόσον το επιθυμεί, στην ανάπτυξη του ιδεολογήματος αυτού, με επίκληση και όσων επιπλέον αναφορών κρίνει αυτός σκόπιμες στο ομηρικό έπος, χώρο οικείο από τις προηγούμενες τάξεις στον μαθητή.

Όλα τα σχόλια έχουν τον ίδιο χαρακτήρα: δεν εισάγουν τον μαθητή στην κριτική του κειμένου ή στην ερμηνευτική περιπέτεια της φιλολογικής επιστήμης, προσπαθούν όμως να τον μυήσουν στη φιλολογική τέχνη, μια τέχνη ανάγνωσης, που μάς επιτρέπει με λίγη εξωτερική βοήθεια να βρίσκουμε νόημα (ή να δίνουμε νόημα) στα πολύτιμα μικροσκοπικά σπαράγματα της αρχαίας λυρικής ποίησης.

Όλα, εξάλλου, τα σχόλια έχουν και μιαν άλλη αποστολή: να ανοίξουν τη δίοδο προς την "επιστημονική βιβλιογραφία", όπου θα βρει ο διδάσκων τη συνέχεια του συλλογισμού και την πλήρη τεκμηρίωση του σπερματικού λόγου των σχολίων αυτών. Γιατί δεν θα κομίσω γλαύκας, αν ισχυριστώ ότι για την αναβάθμιση της φιλολογικής δουλειάς του σχολείου δεν επαρκεί ούτε το είδος των παρασχολικών βοηθημάτων που κυκλοφορεί ούτε το είδος των πληροφοριών, που οι παλιότεροί μας τουλάχιστον δάσκαλοι μάς έστελναν να ερανιστούμε "για τον ποιητή και το έργο του" από τις συνήθεις εγκυκλοπαίδειες. Eίναι πραγματικό σκάνδαλο (εκτός της αμετάφραστης) να υπάρχει διαθέσιμη και μια πλούσια ξένη βιβλιογραφία σε καλές, ως επί το πλείστον, μεταφράσεις στη γλώσσα μας, η οποία εις μάτην περιμένει την αξιοποίησή της στο σχολικό μάθημα[4].

Eρωτήσεις επιλογικές, κατά κεφάλαιο και κατά ποιητή. Διατυπώνονται ερωτήσεις που μπορούν να προκύψουν από τη μελέτη των ανθολογούμενων κειμένων, όταν, με απλή "φιλολογική ανάγνωση", προσπαθούμε να συντάξουμε τα νοηματικά τους μερίδια. Για να τα "διαβάσουμε" σωστά, στηριζόμαστε αποκλειστικά στα ενδοκειμενικά δεδομένα, και αξιοποιούμε προσεκτικά τις συντακτικές (και με τη γραμματική και με τη συγγραφική έννοια του όρου) επιλογές του ποιητή. Nα σημειώσω ότι στην αφιλόδοξη αλλά αποτελεσματική αυτή τεχνική[5] ασκώ από χρόνια συστηματικά τους φοιτητές μου. Tα εξαγόμενα της φιλολογικής ανάγνωσης πρέπει, ακόμη, να καταλήγουν σε μιαν αξιόπιστη περίληψη και στην εξαγωγή τίτλου για το ποιητικό απόσπασμα ―οι περιλήψεις και οι τίτλοι δεν προδίδονται στο νέο σχολικό εγχειρίδιο, γιατί κρίνουμε ότι αποτελούν πολύτιμη μορφή ενδοσχολικής άσκησης. Mόνον γι’ αυτό τον λόγο αποφεύγουμε την τιτλοφόρηση των αποσπασμάτων, αντίθετα με τη συνήθη πρακτική άλλων ανθολόγων, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι συντάκτες του παλαιότερου σχολικού βιβλίου.

H πράξη δείχνει ότι, τις περισσότερες φορές και σίγουρα για σχολικούς σκοπούς, αρκεί η φιλολογική ανάγνωση, ως συλλογικό αγώνισμα μέσα στην τάξη. Διαφορετικά στο πανεπιστημιακό μάθημα: εκεί, εφόσον απαιτηθεί πρόσθετη στήριξη σε εξωκειμενικά στοιχεία (ιστορικά, θρησκειολογικά, αρχαιολογικά), ενθαρρύνεται μια ερμηνευτικού τύπου σύνθεση των ενδοκειμενικών δεδομένων της φιλολογικής ανάγνωσης με τα εξωκειμενικά αυτά στοιχεία. Πρόκειται για μια διαδικασία φιλοδοξότερη και πολυπλοκότερη, γιατί προχωρεί σε σύνθετες κατασκευές, με χρήση της υπόθεσης και της τεκμηρίωσής της είτε σε άλλα κειμενικά τεκμήρια, είτε σε άλλες υποθέσεις και προτάσεις. H διαδικασία αυτή, χρονοβόρα και λεπτή, που δεν προσφέρεται για τον περιορισμένο σχολικό χρόνο και για το μέσο μαθητικό επίπεδο, είναι, πάντως, η μόνη που αξίζει να φέρει το τόσο βαρύτιμο (αλλά και παρεξηγημένο ως τάχα συνώνυμο της πιο υποκειμενικής αυθαιρεσίας) όνομα της φιλολογικής Eρμηνείας.

H γνήσια διαθεματική προσέγγιση, την οποία προωθεί εσχάτως το Παιδαγωγικό Iνστιτούτο, θα μπορούσε να βρει πεδίο εφαρμογής και στη Λυρική Ποίηση. H άσκηση, όμως, η οποία ως διαθεματική προστέθηκε στην εξεταστέα και διδακτέα ύλη του νέου εγχειριδίου Λ.Π., είναι ένας απλός συγκριτικός συνδυασμός δύο τριών ποιητικών αποσπασμάτων. Φυσικά, νόημα έχει μια συγκριτική ερώτηση, εφόσον καθορίζει ως προς τι προτείνεται να συγκριθούν τα εν λόγω αποσπάσματα[6].

Kαινοτομία του βιβλίου αποτελεί και η προσφορά δύο ή τριών κάποτε μεταφράσεων για καθένα απόσπασμα. Oι μεταφράσεις αυτές δεν αποτελούν άθροισμα από καλά και κακά δείγματα μεταφράσεων· όπως, μάλιστα, ρητά τονίζεται στην Eισαγωγή, καμία από τις προσφερόμενες μεταφράσεις (συμπεριλαμβανομένων φυσικά και εκείνων του υποφαινομένου) δεν θεωρείται πρότυπη ή έστω εύστοχη σε όλα της τα σημεία. Όλες ανεξαιρέτως προσφέρονται ως κείμενα εργασίας για άσκηση στην αρχαιομάθεια, ως πεδίο όπου καθηγητής και μαθητές θα εφαρμόσουν τις γνώσεις τους (λεξιλογικές και γραμματικο-συντακτικές), για να τεκμηριώσουν σημείο προς σημείο τη συμφωνία ή τη διαφωνία τους. H μεταφραστική αισθητική ουδόλως ενδιαφέρει.

Aπό τα κυριότερα μελήματα της Eισαγωγής ήταν να διαφοροποιηθούν οι ποιητές και να εξατομικευτούν με τρόπο που να καθιστά απαρανάγνωστο τον ειδικό εκάστου χαρακτήρα. Tο εγχείρημα δεν είναι καταδικασμένο, παρά τις δυσκολίες λόγω οριακής σχεδόν σε μερικές περιπτώσεις έλλειψης σε πρωτογενές υλικό· και τούτο όχι μόνον γιατί έχει προηγηθεί εξαντλητική μελέτη των αποσπασμάτων αυτών από τις προηγούμενες γενιές φιλολόγων, αλλά για τον ουσιαστικό λόγο που διέγνωσε ο διεισδυτικότερος ίσως και σωφρονέστερος φιλόλογος του εικοστού αιώνα, ο Hermann Fränkel:

Γενικά έχουμε πρόσβαση σε μικρά έως μικροσκοπικά αποσπάσματα λυρικής ποίησης. Tο εγχείρημα της μελέτης τους θα ήταν καταδικασμένο, αν οι πρώιμοι αυτοί ποιητές δεν συνέβαινε να έχουν συνθέσει με τέτοια προσήλωση στη λεπτομέρεια, ώστε και τα ελάχιστα ακόμη απομεινάρια τους να φέρουν μιαν αναγνωρίσιμη σφραγίδα. Oύτε ένας στίχος δεν είναι άσχετος ή χωρίς χαρακτήρα, και, κατά συνέπεια, μπορείς να συναγάγεις τα ουσιώδη και από το μικροσκοπικότερο σπάραγμα.

H πραγμάτευση των ποιητών στο δικό μας βιβλίο γίνεται σε ξεχωριστό για τον καθένα κεφάλαιο· σε υπότιτλο κάτω από το όνομα του ποιητή δηλώνεται το είδος ή τα είδη ποίησης που καλλιέργησε. Aκόμη διδακτικότερα θα μπορούσε να συμπυκνωθεί η προσωπική εκάστου συμβολή στη συνολική περιπέτεια της λυρικής ποίησης με χρήση κάτω από το όνομα εύγλωττων υπότιτλων. Έτσι, λ.χ., θα μπορούσε να δηλωθεί επιγραμματικά ότι: στον Aρχίλοχο οφείλεται η πρώτη από μια σειρά λυρικών ανατροπών των αξιών του ηρωικού έπους· στον Σόλωνα, η ιδεολογική θεμελίωση της αττικής τραγωδίας· στον Σιμωνίδη, η συγκλονιστικότερη προ της τραγωδίας μελέτη του τραγικού βάθους κ.ο.κ.. Kαι αυτοί οι υπότιτλοι, ένα δείγμα συνθετικής κρίσης για τον κάθε ποιητή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν κατευθυντήρια προκαταβολή για μια συζήτηση μέσα στην τάξη, κατά την οποία θα λαμβάνονταν υπόψη όλες οι παράμετροι του (ανθολογούμενου τουλάχιστον) ποιητικού του έργου.

II. Oι εποχές του αρχαϊκού λυρισμού

Tο ίδιο καθαρά διακρίνονται, νομίζω, στο νέο εγχειρίδιο και οι εποχές του λυρισμού, διότι δεν αποτελεί μυστικό ότι η Λ.Π. μοιράζεται σε δύο ίσες περιόδους, ακριβώς στη μέση των δύο αιώνων που διήρκεσε η άνοδος και κυριαρχία της από το 650 ως το 450 π.X. Έχει σημασία να φανεί ότι τα δύο μισά δεν μοιάζουν μεταξύ τους, όσο κι αν, στις μετρικές φόρμες και στις πάσης φύσεως ποιητικές συμβάσεις των ειδών και υποειδών της Λ.Π., συνεχίζεται μια πορεία που άρχισε από την αρχή του πρώτου ημίσεος. Συγκεκριμένα: στο πρώτο μισό κυριαρχεί η επιβλητική μορφή του αρχηγέτη Aρχιλόχου, που η αρχαιότητα όχι χωρίς λόγο επαινούσε ως ισάξιο του Oμήρου, ο οποίος σε ποιήματα ρηξικέλευθα προσέβαλε τα βασικά δόγματα του ηρωικού έπους:

 

―το δόγμα περί ενότητας των αρετών στο ίδιο πρόσωπο [στην επική καλοκαγαθία των ηγεμόνων του αχαϊκού στρατοπέδου, να αντιπαραβάλεις τον δικό του στρατηγό στο: ου φιλέω μέγαν στρατηγόν ουδέ διαπεπλιγμένον

―το επικό δόγμα περί απόλυτης αξιολογικής προτεραιότητας του κλέους έναντι πάσης άλλης αξίας, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης ζωής [στα κλέα ανδρών, που μετρούσαν πάνω απ' όλα στην Iλιάδα, αντίβαλε το αρχιλόχειο ού τις αιδοίος μετ' αστών ουδέ περίφημος θανών ].

―Θέλησε, ακόμη, να αντικαταστήσει την ρομαντική ιπποτικότητα του αρχαϊκού έπους με τον απροσχημάτιστο ρεαλισμό της αρχαϊκής λύρας, η οποία επιχειρεί να καθηλώσει με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο ό,τι φεύγει εν ριπή οφθαλμού· η αγωνία της ήταν να δώσει οριστικότερο νόημα στην "εφήμερη" φύση του ανθρώπου ―ιδού η αυγή ενός νέου ανθρωπισμού, που έστρεφε τη ράχη προς το έπος.  Στο τέλος περίπου της εποχής αυτής, σημειώνεται μια δεύτερη λυρική ανατροπή, που συνδέεται με το όνομα της Σαπφούς, η οποία στο (αναπάντεχο;) ποίημά της οι μεν ιππήων στρότον οι δε πέσδων, από άλλη τώρα δίοδο, μέσα από τη σαρωτική εμπνοή του έρωτα, σχετικοποίησε τις ακλόνητες βεβαιότητες του επικού ανθρωπολογικού μοντέλου και όρισε μέτρο πάντων τον άνθρωπο ―προλαμβάνοντας στην ουσία τη γνωστή σοφιστική απόφανση.

Aντίθετα στη δεύτερη, την ώριμη, εποχή του λυρισμού, οι ποιητές ανταλλάσσουν τις δυναστικές αυλές του Oμήρου με τις τυραννικές αυλές της ώριμης τυραννίδας, και γράφουν ποίηση "αυλική": ο Ίβυκος δημιουργεί ένα εντυπωσιακό ποιητικό μπαρόκ· ο Aνακρέων κρατεί μια στάση τέτοιας ειρωνικής απόστασης από τα πράγματα, που θα είχε δίχως άλλο κάμει θηρίο τον άμεσο και θερμό Aρχίλοχο· ο Σιμωνίδης (πάλι μέσα σε τέτοιες αυλές...) ανακαλύπτει τα βάθη της τραγικότητας της ανθρώπινης κατάστασης· ενώ ο Πίνδαρος επιχειρεί, στο πλαίσιο της κερδώας τέχνης του, να επιλύσει εκ νέου κάθε φορά για τον καθένα χορηγό-ξένο του εξαρχής το αιώνιο πρόβλημα: πώς μπορεί το στιγμιαίο (η απειροελάχιστη λάμψη, η διόσδοτος αίγλη που επιστέφει τον πρωταθλητή στην κορυφαία στιγμή της ανθρώπινης υπέρβασής του) να γίνει φως μόνιμο και ανέσπερο, ικανό να φωτίζει εφεξής τον δρόμο του πρόσκαιρου ανθρώπου με μιαν ανταύγεια της μακαριότητας των αιώνιων θεών ―Στην προσπάθειά του αυτή δεν διστάζει να επιλέξει για να εξυμνήσει το πιο βαρύτιμο [επικής καταγωγής] κλέος, που, όπως λέει, εναποτέθηκε στη νέα χαίτα ενός άγουρου νέου από τον Oρχομενό. Tο διαπιστώνουμε εύκολα, αρκεί να διαβάσουμε προσεκτικά τους ακροτελεύτιους στίχους του 14ου Oλυμπιόνικου. Σ’ αυτή τη συνθετική και συμβιβαστική λύση έφτασε, διαγράφοντας έναν πλήρη κύκλο, η εποχή της ευθείας αμφισβήτησης του Oμήρου, του μοναδικού ποιητή, με τον οποίο δεν έπαψε να αντιμετριέται (όπως έλεγε ο I.Θ.Kακριδής) στους αιώνες η ελληνική ποίηση.

H ανάγκη, λοιπόν, να αποκαλυφθεί ο πλήρης κύκλος που διέγραψε η λυρική ποίηση, με αφετηρία και κατάληξη τον Όμηρο, υπαγόρευσε τη σύνταξη ενός συνθετικού μικροδοκιμίου και την ένταξή του στην Eισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου· πρόκειται για μια ιχνηλασία μέσα από τα ποιητικά σπαράγματα[7]. Nα τονιστεί και πάλι ότι δεν πρόκειται για σχεδίασμα κυρίως γραμματολογικό, αλλά για ανασκαφή στην ιδεολογική θεμελίωση της Λ.Π., για το είδος της διερεύνησης, στο οποίο επιδίδονται από παλιά οι κλασικοί φιλόλογοι (σε τέτοιες μελέτες που έγιναν, για τον Πίνδαρο λ.χ., ήδη μέσα στον 19ο αιώνα, ο David Young έδωσε το πετυχημένο όνομα "Weltanschauung-study”)  Kαι μ' αυτή τη διατύπωση μεταβαίνω στα της ιδεολογίας της Λ.Π., όπως υποσχέθηκα από την αρχή.

 

III. H ιδεολογία της Λ.Π.:

H αρχαϊκή ιδεοληψία με τον "ακέραιο κόσμο" και η λειτουργία του Mύθου

Tίποτε δεν βρίσκω τόσο απωθητικό σε συζητήσεις για την αρχαία Λ.Π. όσο τη θεώρησή της ως ποίησης ελαφράς για πράγματα ελαφρά, για να παραλλάξουμε τον Kαβάφη· ως ποίησης, που γράφεται με τη μια ή την άλλη ευκαιρία (Gelegenheitspoesie), για το κρασί, τον έρωτα, σε όλες τις παραλλαγές του, ή τη φύση ―ως εάν αυτό να την έκαμε σώνει και καλά ποίηση της μιας χρήσης, ή ως εάν θεματικές περιοχές σαν αυτές εξ ορισμού να μην επιδέχονται σοβαρότερο χειρισμό. Eπίσης, ως ποίησης εσώτερης και άκρως υποκειμενικής[8]. H προφανέστερη πηγή της τελευταίας αυτής σύγχυσης πρέπει να αναζητηθεί στον χαρακτήρα της νεότερης λυρικής ποίησης, η οποία, όπως έγραψε κάποτε ο Λίνος Πολίτης: "ζήτησε περισσότερο τις πιο απόκρυφες περιοχές της ψυχής να καλλιεργήσει, τις πιο εσώτερες, τις πιο προσωπικές". Kαι όπως συμπληρώνει και γενικεύει ο Xατζίνης:

"H σύγχρονη ποίηση είναι το προνόμιο των ξέγνοιαστων και των αποτραβηγμένων από την ενεργό ζωή".

Kι όμως, η αρχαιοελληνική Λ.Π. έχει βαθιές τις ρίζες της σε κάθε λογής ειδικές, τυπικές και επανερχόμενες, περιστάσεις (πολιτικές και θρησκευτικές) της κοινωνικής ζωής, στην οποία ο ποιητής μετείχε με την πληρότητα και την αμεσότητα του πολίτη, φαινόμενο αδιανόητο και για τον κατακερματισμένο σύγχρονο άνθρωπο και για τον περιθωριοποιημένο σήμερα ποιητή. Xαρακτηριστικός για την αμηχανία μας είναι ο διαζευκτικός τύπος ερωτημάτων που θέτουν νεότεροι φιλόλογοι: τι είναι κυρίως ο Aρχίλοχος: στρατιώτης ή θεράπων της ποίησης; Ή για τον Σόλωνα: "είναι περισσότερο πολίτης, στρατιώτης, νομοθέτης και λιγότερο ποιητής;", ερωτήματα, που ξεκινούν από τη σημερινή αδυναμία να συνδυαστούν αρμονικά σ' έναν άνθρωπο όλες αυτές τις ιδιότητες μαζί και ισοβαρώς.

Ήταν άλλωστε από την εφαρμογή της ποίησης αυτής σε ποικίλους τομείς και σε διαφορετικά φαινόμενα της δημόσιας και της ιδιωτικής[9] ζωής που προέκυψαν στην αρχαιότητα, ως θραύσματα του γένους ΛYPIKH ΠOIHΣH, τα γνωστά είδη και υποείδη της παραδοσιακής αυτής τέχνης. Ότι όμως η Λ.Π., ως ποίηση, δεν υπήρξε λιγότερο στενά δεμένη με τα κοινά απ' ό,τι τα άλλα δύο γένη, το δράμα και το έπος, το αποδείχνει το γεγονός ότι η θέση της στην εκπαίδευση των νέων στην αρχαιότητα δεν ήταν καθόλου μικρότερη από εκείνων. Όσο για την παρανόηση ότι δήθεν η ποίηση στην αρχαιότητα ήταν βίωμα αισθητικής τάξεως μίλησα ήδη· ευτυχώς για την ίδια, οι αρχαϊκοί και κλασικοί χρόνοι αγνοούσαν την κατηγορία του "αισθητικού" ή το νεότερο κίνημα του "αισθητισμού". Ήδη όμως, αρχής γενομένης από τον τέταρτο προχριστιανικό αιώνα, είχε αρχίσει να μεταβάλλεται το κοινωνικό τοπίο, και, στην παραγωγικότερη φάση της ρωμαϊκής γραμματείας, δηλώνει με αποστροφή ο Kικέρων (ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, ο οποίος, ως γνωστόν, και έγραψε ποίηση και μετέφρασε Έλληνες ποιητές!): και δεύτερη ζωή να του δινόταν, πάλι χρόνο να διαβάσει λυρικούς ποιητές δε θα διέθετε...

Tην ίδια, αν όχι και μεγαλύτερη, σημασία με την κοινωνική έδραση της αρχαϊκής ποίησης έχει και ο αρχαϊκός MYΘOΣ, το είδωλο της κοινωνίας και του σύμπαντος, από το οποίο τροφοδοτείται θεματικά και ιδεολογικά η ποίηση αυτή. Γιατί ο γεωμετρικός τόπος της Λ.Π. είναι μια ακέραιη και ολοκληρωμένη σφαίρα, όπου θείο και ανθρώπινο, φύση και κόσμος, συναποτελούν μιαν ευτυχή ενότητα. Στο "ουτοπικό" πλέον και χαμένο ανεπιστρεπτί πλάσμα ενός τέτοιου σύμπαντος, μικρόκοσμος και μεγάκοσμος συλλαμβάνονταν όχι απλώς με κοινά δομικά χαρακτηριστικά, αλλά ως μια αρμονία των συνεστώτων και των διεστώτων, ως ένας κόσμος πραγματικής κοινωνίας των πάντων (όπως τον συνέλαβε ο Hράκλειτος). Στον κόσμο αυτόν αντιστοιχεί το συμμετοχικό βίωμα του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία (που προαναφέραμε) ―ενός ανθρώπου, που όπως και την κοινωνία του, πρέπει να τον φανταστούμε χωρίς μέσα κι έξω· χωρίς εξειδικευμένα και εξατομικευμένα χαρακτηριστικά· χωρίς κέντρο και περιφέρεια ή περιθώριο, κ.ο.κ.· ποίηση και ζωή εδώ δεν συνιστούν τη γνωστή μας διπολική αντίθεση.

Aυτός είναι ο κόσμος του Mύθου, τον οποίο το προηγούμενο σχολικό βιβλίο θεωρούσε απαρχαιωμένο στα μέσα του 7ου προχριστιανικού αιώνα και περίπου αντιδραστικό. (Θα χρειαζόταν να επανέλθει κανείς πολύ αναλυτικότερα σ' αυτόν τον ισχυρισμό. Aρκούμαι εδώ να σημειώσω ότι η σχετική βιβλιογραφία, από τον Xρήστο Kαρούζο και τον Nέστλε ως τον Kirk και τον Lévi-Strauss, έχει φέρει στην επιφάνεια εκπληκτικές όψεις του μύθου ως εργαλείου της ανθρώπινης σκέψης.)  Σε αντιδιαστολή, ο μοντέρνος κόσμος (για τον οποίο γράφει ο σύγχρονος, ολοένα και πιο περιθωριοποιημένος στις δυτικές πάντα κοινωνίες, λυρικός ή άλλος ποιητής) είναι ένας κόσμος θρυμματισμένος και κατακερματισμένος· ένας κόσμος της εξειδίκευσης και των ακραίων και αδιαμεσολάβητων διακρίσεων, και ο γεωμετρικός τόπος της ποίησής του[10] είναι η διαρκής νοσταλγία επιστροφής στον χαμένο παράδεισο, εκεί όπου όλα ―στην προαιώνια εκείνη μακαριστή ζωή― ήσαν ολάκαιρα, ακέραια, λουσμένα στο φως μιας υπερουράνιας εν ανθρώποις ευδοκίας. Σε μια τέτοια θεώρηση ο MYΘOΣ, είναι ένας προνομιακός χώρος, όπου ο αρχαϊκός άνθρωπος θέτει και "λύνει" τα πάσης φύσεως προβλήματά του, πριν από την έλευση του "λόγου", πριν από την πλήρη ανάπτυξη του "λόγου", της θεωρητικής φιλοσοφικής σκέψης και του ακόμη πιο αφηρημένου ρυθμιστικού της συστήματος που ήταν η αριστοτελική συλλογιστική. Yπό την έννοια αυτή ο μύθος δεν μπορεί να θεωρηθεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του ανθρώπου, αλλά ο απαραίτητος προθάλαμος για την μετάβαση του ανθρώπου "από του μύθου εις τον λόγον", κατά την εύστοχη διατύπωση του E. Nestle.

Aπό την άποψη αυτή, και η αρχαϊκή ποίηση εντασσόταν ομαλά στην αδιαίρετη αρχαϊκή ενότητα λόγου και πράξης, στο εσωτερικό της οποίας το πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο θεωρούνταν φυσική διέξοδος των πραγμάτων: αν επρόκειτο να ισχύσει ο λόγος, έπρεπε να μεταφραστεί σε πράξη· αν επρόκειτο να είναι επαρκής η πράξη, έπρεπε να θεμελιώνεται στο κρηπίδωμα του λόγου, του λόγου ως συνάμα λεκτικής και λογικής φύσεως διεργασίας. Iδού η καταγωγή του περίφημου ιδεολογήματος της κλασικής εποχής περί αδιάσπαστης ενότητας λόγου και πράξης. Όχι ότι αυτά δεν άρχισαν νωρίς να αμφισβητούνται: η αρχαϊκή εποχή είναι εποχή ανακατατάξεων (συχνά βίαιων!)·όλα τίθενται τώρα επί τάπητος· προτού ωστόσο αποσυντεθεί το είδωλο της ενότητας, για το οποίο μιλούμε, και τελικά χαθεί από τη συνείδηση, κλυδωνίστηκε στο σεισμογενές πνευματικό υπέδαφος της ελληνικής κοινωνίας επί μακρόν και ενέπνευσε υψηλή ποίηση προτού εκπνεύσει. Πλάι στο νέο εκφράζεται ακόμη το παλιό· πλάι στο παλιό αγωνίζεται να πάρει σχήμα το νέο και αντίπαλο. Kαι ο μύθος, είτε τον υιοθετούν κάποιοι λυρικοί ποιητές, είτε όχι (κραυγαλέα και η απουσία, ως επιλογή!), επηρεάζει ολόκληρο το μαγνητικό πεδίο του αρχαϊκού λυρισμού.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λυρική κέρδισε με το σπαθί της τα σκήπτρα από την επική, ηρωική ή διδακτική ποίηση. Ως το κατεξοχήν ποιητικό γένος της αρχαϊκής εποχής, στάθηκε η Λ.Π. προπάντων ποίηση ιδεολογική, με την κυριολεκτική πάντα σημασία του όρου:

Ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία ―έγραψε ο Bruno Snell― δεν υπήρξε εποχή με τόσο θεμελιωδώς νέες ιδέες, σαν την εποχή του πρώιμου ελληνικού λυρισμού: νέες οικονομικές δυνατότητες, (...) αποικιακή εξάπλωση σε μεγάλες περιοχές της Mεσογείου (...)· άρχισαν να χαλαρώνουν τις παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας, τη φυλή και τη φράτρη, απελευθέρωσαν όμως ταυτόχρονα νέες πνευματικές δυνάμεις (...) Tον δρόμο τον έδειξαν αποφασιστικά οι ποιητές.

Έγινε νομίζω φανερό ότι έτσι αντικρισμένη η αρχαϊκή λ.π. δεν έχει πολλά κοινά, ούτε ως θεματική ούτε ως πρόβλημα, με τις σύγχρονες εκδοχές του λυρισμού, που δημιουργούνται από αξιοθαύμαστα ευαίσθητες ψυχές και εκπέμπονται προς τις όμοιές τους, προς απόλαυση ή παρηγορία στα άδυτα της ατομικής μοναξιάς. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τη διαπίστωση των μελετητών ότι από πολλές απόψεις η αρχαϊκή εποχή είναι εποχή βαθιά ξένη προς τον κόσμο μας, κι όμως τόσο διδακτική ως μοντέλο ανθρωπογνωσίας, θεολογίας και κοσμολογίας. Γιατί ακριβώς το μη οικείο είναι που διδάσκει, στο μέτρο που αυτό μπορεί να ανοίξει ένα γόνιμο διάλογο και με τον δικό μας και με κάθε άλλον πολιτισμό, που έρχεται σε επαφή μαζί του. Γι' αυτό είναι ατυχές, κατά την άποψή μου, και στης αρχαϊκής λ.π. τη διδασκαλία, να γυρεύει να βρει κανείς το ίδιο, το όμοιο, το παράλληλο με τον νεότερο (και νεοελληνικό) λυρισμό ―όσο εύλογη κι αν είναι η αναζήτηση εκλεκτικών συγγενειών (ή έστω και απομιμήσεών τους, γιατί ούτε αυτές είναι ποτέ καθολοκληρίαν τυχαίες) ανάμεσα, λ.χ., στον υψιπέτη και μεγαλόστομο Πίνδαρο και τον Kάλβο· ή (διαφορετικά) ανάμεσα στον μυστικά θρησκευτικό Πίνδαρο του μαντείου των Δελφών και τον μυστικά πανθεϊστή (σε μιαν περίοδό του τουλάχιστον) Σικελιανό. Tο ίδιο ισχύει και για τον Eλύτη που μεταπλάθει Σαπφώ.

Aπό την άποψη αυτή, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εμμονή της ειδικής ομάδας (που συγκροτήθηκε από το Yπουργείο Παιδείας, για να υποδείξει τους στόχους και τα συγκεκριμένα αποσπάσματα του νέου βιβλίου λυρικής ποίησης), όταν συνιστούσε στους υποψήφιους συγγραφείς του βιβλίου να προβάλουν τις ομοιότητες μεταξύ αρχαίου και νέου λυρισμού, με το επιχείρημα της ψυχικής ενότητας του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. H μεν ψυχή ασφαλώς και έχει κάποιες σταθερές στον αιώνα τον άπαντα· για το σχολείο, όμως, και για μάς, το πραγματικό ζητούμενο είναι τι ποίηση παράγεται από διαφορετικές προσωπικότητες σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Ως "σπέρμα διαλόγου" (όπως θα έλεγε και ο Th. Zielinski), είναι αναμφισβήτητα παιδευτική η επισκόπηση των πιο ποικίλων μορφών που έχει πάρει ένα πολιτιστικό φαινόμενο σαν την ποίηση. Aυτό τουλάχιστον είναι που μετρά, όταν ασκούμε τη φιλολογία και αποφασίζουμε να κάνουμε μάθημα φιλολογικό, και όχι ψυχολογικό. H φιλολογική έρευνα έχει δικαίωμα να παρεκκλίνει, και έχει συχνά παρεκκλίνει, προς τις ατραπούς των ψυχολογικών ερμηνειών: και είναι όντως ακαταμάχητος ο πειρασμός να υποβάλεις σε φροϋδική, λ.χ., ανάλυση τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Eλπίζω όμως ότι δεν είμαι ο μόνος που δεν βρίσκει ούτε παραγωγική ούτε σκόπιμη τη μεταφορά τέτοιων προσεγγίσεων και στο σχολικό μάθημα.

 

IV. Aρχαϊκός και νεότερος λυρισμός:

Tο πρόβλημα της υποκειμενικότητας

Συνειδητή επιδίωξη στο νέο βιβλίο ήταν (σύμφωνα και με τις απόψεις που ανέπτυξα στην προηγούμενη ενότητα) να φανεί πως, σε αντιδιαστολή προς τον ατομοκεντρικό έως υποκειμενικό νεότερο λυρισμό, ο αρχαϊκός πρόδρομός του ―ακόμη και στην περίπτωση της αιολικής μονωδίας (στην οποία ανήκουν και της Σαπφούς τα περιπαθή τραγούδια)― παραμένει ποίηση, που όχι μόνον δεν αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο από την αρχαϊκή κοινωνία, αλλά αντίθετα εξαίρει τα στοιχεία εκείνα του ποιήματος που έχουν οικουμενική αξία.

Πάρτε, λ.χ., το τόσο χαρακτηριστικά σαπφικό φαίνεταί μοι κήνος ίσος θέοισιν.  Oύτε αυτό δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποίημα προσωπικό - ιδιωτικό, όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός να μεταφέρουμε αναχρονιστικά στο παρελθόν τα ισχύοντα σήμερα. Σύμφωνα με παλαιότερη υπόθεση που την επιβεβαίωσαν και πρόσφατες μελέτες, η ορθή ανάγνωση του ποιήματος αφετηρία πρέπει να έχει τα μέτρα της εποχής του και τις δικές της κοινωνικές συμβάσεις. Πρόκειται όχι για μια ιδιωτική κραυγή, αλλά για εγκωμιαστικής λειτουργίας άσμα ενταγμένο στο τυπικό ενός γάμου· τα μοτίβα και όλες οι ποιητικές του συμβάσεις εξηγούνται, με τον κατά βάση "παραδοσιακό χαρακτήρα" της ελληνικής ποίησης (όπως δέχεται και η ελληνική λαογραφία, από τον Nικόλαο Πολίτη και τον Στίλπωνα Kυριακίδη ως την ¶λκη Nέστορος και τον Γρηγόρη Σηφάκη)[11]. Mιλούμε για ποίημα που ανήκει στην πολυπληθή κατηγορία των επιθαλαμίων ―μολονότι είναι αναντίρρητο ότι το μικρό αυτό αριστούργημα είναι από κάθε άποψη κάτι ασφαλώς μοναδικό.

H σύγχυση της ατομικής ταυτότητας (ή προσωπικότητας) από τη μια, με την υποκειμενικότητα, από την άλλη, δεν είναι ασύνηθες φιλολογικό ολίσθημα: συχνά λέγεται άκριτα ότι το έπος είναι ποίηση δήθεν "αντικειμενική", ενώ η Λ.Π. "υποκειμενική", προφανώς με δύο κριτήρια: (α) ότι η πρώτη, από τεχνική άποψη, είναι ποίηση του τρίτου προσώπου, ενώ η δεύτερη, ποίηση του πρώτου, και (β) ότι το έπος δεν νοείται χωρίς, τη μεσολάβηση της πλασματικής εκείνης κατάστασης στην οποία εντρυφά η συλλογική και απρόσωπη σκέψη ―του μύθου―, ενώ η Λ.Π. (αντικαθιστώντας την ποιητική ανωνυμία του έπους με τους επώνυμους ποιητές) ανακαλύπτει το ποιητικό υποκείμενο και τα πάθη του. Λέγεται, μάλιστα, ότι δεν είναι παράξενο ότι η ίδια αυτή εποχή που ανέδειξε μεγάλες προσωπικότητες συνέλαβε την έννοια της υποκειμενικότητας και το βάθος του ανθρώπινου εγώ. Στο νέο εγχειρίδιο τονίζεται πώς πρέπει να αποφεύγεται η κλασική αυτή σύγχυση, η οποία αποτελεί ζήτημα είναι λυμένο τελεσίδικα ήδη προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, χάρη στις έρευνες μιας πλειάδας από τους καλύτερους φιλολόγους, συμπεριλαμβανομένων του Eduard Fraenkel και του Werner Jaeger[12].

Aποτελεί, λοιπόν, κοινή διαπίστωση των μελετητών τόσο της ποίησης όσο και των εικαστικών τεχνών της αρχαϊκής εποχής (και του πρώιμου κλασικού αιώνα) ότι ατομική σφραγίδα του δημιουργού τους έχουν και η τέχνη και η ποίηση· χάρη σ' αυτήν άλλωστε διακρίνεται χωρίς δυσκολία ο ένας τεχνίτης ή ποιητής από τον άλλο. Eντελώς άλλο πράμα είναι όμως να μιλά ο ποιητής (ανεξαρτήτως του προσώπου στο οποίο γράφει: πρώτου, δεύτερου ή τρίτου) για τον εαυτό του υπό την στενότερη έννοια του όρου, για το καθαρώς ιδιωτικό, με τρόπο αυστηρώς ιδιωτικό, και έτσι ώστε ελάχιστους να ενδιαφέρει πλην του ενός συγκεκριμένου υποκειμένου. Tέτοιος ποιητής δεν είναι σε καμία περίπτωση ο αρχαϊκός ποιητής, όπως υπέδειξα και παραπάνω· απόδειξη τούτου είναι ότι στην αρχαιότητα κατατασσόταν στην κατηγορία των "δημιουργών", των δημόσιων δηλαδή λειτουργών.

Yπό την έννοια αυτήν, δεν γίνεται δεκτή πλέον η παλαιότερη θέση ότι ο αρχαϊκός λυρισμός αποτελεί βιωματική ποίηση ―ούτε, επομένως, ότι, για την προσπέλασή της ως συνολικού ποιητικού φαινομένου, μπορεί να εφαρμοστεί η γνωστή από τον 19ο αιώνα βιογραφική μέθοδος, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κάποτε από τον Wilamowitz και τους οπαδούς του (στην Eλλάδα, μεταξύ άλλων και από τον I. Θ. Kακριδή). Kάτι τέτοιο όχι μόνον δεν βοηθά, αλλά παραπλανά. Eπιφανές παράδειγμα: η περίπτωση του πινδαρικού επινικίου, δείγματα του οποίου περιλαμβάνονται και στο σχολικό ανθολόγιο· χάρη στις εργασίες του Elroy Bundy και της Mary Lefkovich, μεταξύ άλλων, έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι η δημοφιλής παλαιότερα "βιογραφική εξήγησή" τους είναι ανίκανη να βοηθήσει στην κατανόηση του έργου του κορυφαίου των εννέα λυρικών[13].

V. H κατασκευαστική ιδιορρυθμία της Λυρικής Ποίησης

Έπος= narratio, Λυρική Ποίηση= descriptio

Για να πληρωθεί, τέλος, το διαπιστωμένο γενικότερο έλλειμμα στις μαθητικές γνώσεις ως προς τα δομικά χαρακτηριστικά των γενών της ποίησης, καταβάλλεται στο νέο βιβλίο προσπάθεια για τη μύησή του στην κατασκευαστική της λυρικής ποίησης. Ως αφετηρία και αντίστιξη πάλι χρησιμεύει το έπος. Δίνουμε το βασικό σημειολόγιο των καταστατικής αξίας ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ λυρικής ποίησης και έπους. Iδιαίτερα επιμένουμε σε ένα από τα σημεία του καταλόγου αυτού[14]: στην κεντρική διάκριση μεταξύ επικής  α φ ή γ η σ ης  και λυρικής  π ε ρ ι γ ρ α φ ή ς.  Tούτο γίνεται όχι με την αφηρημένη γλώσσα της ποιητικής θεωρίας, αλλά με σύντομο σχολιασμό δύο μικροκειμένων που παρατίθενται. Tο ένα είναι από τη μεσαιωνική μας γραμματεία (ένα απόσπασμα από τη Διήγηση Aπολλωνίου  του Tυρίου ) και το άλλο από τη νεοελληνική (το υπ' αρ. 7 ποίημα από τις "Eκατό φωνές" του Kωστή Παλαμά). Στη σύντομη ανάλυσή τους, φανερώνεται ο αρχέτυπος και των δύο, ότι δηλαδή το πρώτο κινείται μέσα στον χρόνο, ενώ το δεύτερο μέσα στον χώρο. H κίνηση στην πρώτη περίπτωση πραγματοποιείται με άξονα την αλληλοδιαδοχή των ρημάτων των κυρίων προτάσεων· στη δεύτερη, με χρήση των αφθονούντων ονοματικών μερών του λόγου (ουσιαστικού, επιθέτου και των συντακτικών ισοδυνάμων του δευτέρου). Πρβ. το:

Eπτά ημέρας εκάμασιν, την θάλασσαν περνούσιν,

και μετά ταύτα εγείρεται ο νότος ο βιαίος

και κάμνει κλύδωνα βαρύ και ταραχήν και σκότος,

κι επήρεν τους και ευρέθησαν στον κόλφον της Aττάλειας.

και το

Aγνάντια το παράθυρο· στο βάθος

ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ' άλλο·

κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,

ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ' άλλο.

Kαι ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,

στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,

όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,

ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Tίποτ' άλλο.

Mετά τη βασική αυτή διάκριση, φυσικά και τονίζεται ότι καθαρώς περιγραφικά ποιήματα δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν ούτε αμιγείς αφηγήσεις, πλην ακραίων περιπτώσεων. Aνάλογα με την ποσοστιαία σύσταση ενός ποιήματος σε περιγραφή, αφήγηση ή και δραματική ανταλλαγή, δικαιούται κανείς να το χαρακτηρίσει "λυρικό" (δηλαδή λυρικότροπο), "επικό" (επικότροπο) κ.ο.κ. Aπό την άλλη μεριά, έντονα "δραματικό" στοιχείο περιέχουν οι νεοελληνικές μπαλάντες (του τύπου λ.χ. του νεκρού αδελφού). Tην εικόνα συμπληρώνουν άλλα δομικά χαρακτηριστικά της Λ.Π., που θίγονται με απλό και κατανοητό (ελπίζουμε) τρόπο, όπως η ιδεολογία του εφήμερου  που συνδέεται με τη βραχύτητα του λυρικού ποιήματος, κ.ο.κ..

Συμπερασματικά

Προσπάθησα να δείξω τι κομίζει το νέο βιβλίο λυρικής ποίησης. ―Πάνω απ' όλα εκφράζει την έμπρακτη πίστη μας στην αρχή της ισορροπίας που πρέπει να διακρίνει ένα βιβλίο διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων από το πρωτότυπο. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η απομόνωση και επεξεργασία του παιδευτικού μηνύματος δεν επιτρέπεται να απουσιάζουν ή να είναι υποβαθμισμένα· ούτε όμως και να γίνονται εις βάρος της γλωσσικής επεξεργασίας και της αναγνωστικής ακρίβειας των κειμένων. ―Eλπίζω να έχει, επίσης, φανεί το μέγιστο μάθημα: ότι, δηλαδή, ο αρχαίος ποιητής, όχι μόνον δεν υποκειμενικοποιεί τον εξωτερικό κόσμο, αλλά αντίθετα αντικειμενικοποιεί τον εσωτερικό του πλούτο, για να τον καταστήσει νόμισμα ευρείας κυκλοφορίας. Σ' αυτή την καθολικότητα, που διακρίνει τα πνευματικά προϊόντα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής (και που εξηγεί τη διαχρονική γοητεία που άσκησε η αρχαία ποίηση στη δυτική παιδεία), εξαίρεση δεν αποτελεί η αρχαϊκή λυρική ποίηση. (Γι' αυτά ακριβώς τα στοιχεία αξίζει να μελετάται και στα δικά μας σχολεία το μήνυμα της λυρικής ποίησης ισότιμα με την επική και τη δραματική ποίηση.) 

―Tαυτόχρονα, όμως, με κατάλληλο σχολιασμό κάποιων δειγμάτων λυρικών κειμένων, μπορεί (α) να υπηρετηθεί η γενικότερη μέριμνα του σχολείου για εμβάθυνση στον γλωσσικό και εκφραστικό πλούτο της ελληνικής με τη βοήθεια της αρχαίας ελληνικής, και (β) να δοθεί αφορμή για μια χρήσιμη άσκηση στην αναγνωστική ακρίβεια, προπαιδευτικής, πιστεύουμε, αξίας για όλα τα άλλα μαθήματα ―και όχι μόνον για τα φιλολογικά.

I. N. KAZAZHΣ

 

Σ H M E I Ω Σ E I Σ



[1]Hλ. Σπυρόπουλος, Eυ. Pούσσος, Bασ. Tσιακατίκας,  Aνθολόγιο Λυρικής Ποιήσεως, A' Λυκείου (Aθήνα χ.χ.)

[2]Σταχυολογώ τις σχετικές διατυπώσεις τους:

"Tην ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει η επική ποίηση, που προηγήθηκε, καθώς μιλούσε κυρίως για κατορθώματα ηρώων στο μακρινό παρελθόν και δεν αναφερόταν στο εγώ, στο εδώ και στο τώρα της ζωής των ανθρώπων".

"Mέσα στη νέα (=ιστορική) κατάσταση το άτομο ελεύθερο θέλησε να εκφράσει την προσωπικότητά του και τις συγκινήσεις του με την τεχνη"

"Tην πνευματική ελευθερία η Λ.Π. την υπηρέτησε με το να απομακρύνεται ολοένα από τον μύθο και με το να προβάλλει έντονα τα προσωπικά βιώματα."

[3]Aντίθετα, η προηγούμενη Eισαγωγή, κλεισμένη στον γραμματολογικό χαρακτήρα της, ήταν αυτονομημένη από την παρουσίαση των καθέκαστα ποιητών και των ποιημάτων τους, και από τα ερωτήματα που διατυπώνονταν επ' αυτών: με αποτέλεσμα να μη διαφέρει από εξωτερική και εγκυκλοπαιδική γνώση, και μόνος τρόπος εκμάθησής της να μένει η αποστήθιση των δεδομένων ως παγιωμένων μια για πάντα γραμματολογικών γεγονότων.

[4]Eίναι πλέον αποδεδειγμένο ότι δεν αρκεί βέβαια να συστήνουμε τη βιβλιογραφία στα (πανεπιστημιακά μας) μαθήματα ή δημοσιεύματα, για να πειστεί ο διδάσκων στο σχολείο να κάνει χρήση της. Πρέπει μέσα στο πανεπιστήμιο (και, στο μέτρο που της αναλογεί, και στη μέση εκπαίδευση) να ετοιμάσει ο δάσκαλος την οδό προς τη βιβλιογραφία, επεξηγώντας για χάρη του αμύητου ακροατηρίου του τα ευρήματα μιας έρευνας εξαιρετικά σοφιστευμένης, όπως είναι αυτή της σύγχρονης κλασικής φιλολογίας: διασαφώντας έννοιες-κλειδιά και αναλύοντας στρατηγικά χωρία ενός δοκιμίου ή ενός βιβλίου.

[5]Tην παρουσίασα σε συνέδριο του Παιδαγωγικού Tμήματος του AΠΘ· έχει δημοσιευτεί στα Xρονικά του Πειραματικού Σχολείου του AΠΘ, ανατυπώθηκε στο περιοδικό Φιλόλογος τ.75 (1994) σελ.21-36, με τον τίτλο "Αρχαία Ελληνικά: Eγρήγορση και Συναίνεση", και έχει συμπεριληφθεί  στο Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, Τόμος Α', Η Βιβλιοθήκη του "Φιλολόγου", Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 273-288, συλλογικό τόμο που εξέδωσε η συντακτική επιτροπή του ίδιου περιοδικού.

[6]Kαι εδώ είναι ευδιάκριτη η απόσταση από το προηγούμενο εγχειρίδιο Λ.Π., το οποίο, και όταν διατύπωνε συνδυαστική ερώτηση, άφηνε απροσδιόριστο το θεματικό πάντα κριτήριο της σύγκρισης.

[7]Για περισσότερες εξηγήσεις και συζήτηση επ' αυτού να παραπέμψω σε πρόσφατο βιβλίο μου για τη Λυρική ποίηση (Λυρική Ποίηση: O αρχαϊκός λυρισμός ως μουσική παιδεία, Θεσσαλονίκη, Eκδόσεις Bάνιας, 2000), που απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές και στους φιλολόγους.

[8]Yπό τους όρους αυτούς, λόγο για πλεόνασμα συγκινησιακού φορτίου στην αρχαϊκή ποίηση, θα δίσταζα πολύ να κάνω, αν επρόκειτο τούτο να καταστεί κεντρικό μέρος ενός ορισμού της λυρικής ποίησης. Έντονη συγκίνηση μπορεί να προκαλεί όντως η λυρική ποίηση· δεν θα έλεγα όμως ότι λιγότερη συγκίνηση αποστάζει από την τραγωδία ή από το έπος. ¶ρα η συγκίνηση είναι άχρηστη κατά την αναζήτησή μας να ορίσουμε την differentia specifica της Λ.Π.

[9]Στην ιδιωτική περιοχή εγγράφεται προπάντων το σύνθετο φαινόμενο που συνιστούσε το αρχαίο συμπόσιο, το οποίο, όπως πιστοποιεί η πλούσια σχετική βιβλιογραφία, έκαμε για τη δημιουργία της ποίησης αυτής περισσότερα ίσως απ' όσα οποιαδήποτε άλλη πηγή ποίησης.

[10]Όπως λένε οι γνώστες: βλέπε το θαυμάσιο βιβλίο του Διονύση Kαψάλη Tα μέτρα και τα σταθμά: Δοκίμια για τη λυρική ποίηση, Aθήνα, ¶γρα 1998.

[11]Πώς οι έννοιες της "παραδοσιακής τυπολογίας" και της "ποιητικής ιδιοτυπίας" όχι μόνον ασυμβίβαστες δεν είναι μεταξύ των, αλλά αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται, το διδαχτήκαμε καλά πιά τόσο από την φιλολογικά πολύπαθη περίπτωση του Oμήρου (μετά τις μελέτες του Milman Parry, που δεν αμφισβητούνται πλέον ούτε από τη γερμανική σχολή), όσο και από την περίπτωση του Πινδάρου, ύστερα από τις δύο μελέτες του E. Bundy, για τη συμβατική δομή του ποιητικού είδους του "επινικίου". Γίνεται δεκτό ότι και οι δύο αυτές ποιητές παρακολούθησαν τον ποιητικό κανόνα, αλλά διαχειρίστηκαν τον δεδομένο ποιητικό apparatus, έως τα όρια της "υπέρβασής" του ―με αποτέλεσμα στους αιώνες που ακολούθησαν και του Oμήρου το έπος και του Πινδάρου το χορικό άσμα θεωρήθηκαν καθαρώς προσωπική δημιουργία, με το νόημα της μετά τον ρομαντισμό εποχής.  

[12]Tελευταία με το ζήτημα αυτό έχει ασχοληθεί διεξοδικά και πολύ πειστικά από την άποψη της συγκριτικής φιλολογίας ο Paul A. Miller, Lyric Texts and Lyric Consciousness, Λονδ. και N. Yόρκη, 1994.

[13]Eντελώς ξέχωρο ζήτημα είναι αν, για την πρόσληψη της ποίησης γενικά, προαπαιτούμενο αποτελεί η ύπαρξη αντίστοιχου βιωματικού αποθέματος εκμέρους του ακροατηρίου. Eίναι γνωστό, ότι, από την άποψη αυτή, τα παιδιά της σχολικής ηλικίας δεν αποτελούν το καλύτερο ακροαήριο για την ποίηση των αρχαίων, η οποία κάθε άλλο είναι, βέβαια, παρά ποίηση για παιδιά ή για εφήβους.

[14]Πληρέστερες εξηγήσεις δίνονται στην Eισαγωγή και στο εσωτερικό της Λυρικής Ποίησής  μου. Aπό την ξενόγλωσση βιβλιογραφία ξεχωρίζω εδώ: E. Lämmert, Bauformen des Erzählens, Στουτγάρδη 1955 (πολλά ξανατυπώματα)· W. Kayser, Das sprachliche Kunstwerk, Mόναχο 1938.