Νικολέτα Σπυρίδωνος, Ο εαυτός σε αναζήτηση-ταυτότητες κι ετερότητες

Η ταυτότητα συγκροτείται από ένα σύνολο υλικών, κοινωνικών και υποκειμενικών αναφορών. Το συναίσθημα της ταυτότητας δίνει συνοχή και νόημα στα επιμέρους στοιχεία κι επιτρέπει στο άτομο να τα αναγνωρίζει ως στυλοβάτες της προσωπικότητάς του.1Σχηματικά μπορεί να διακριθεί στην ατομική, μοναδική ταυτότητα που φέρει καθένας (quiddity), την πληθυσμιακή μάζα που μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά (contiguity) και την ανορθόδοξη, μυστηριώδη κι αινιγματική ταυτότητα (oddity). Η τελευταία έννοια ως διακριτότητα και μοναδικότητα εμπερικλείει μια προϋπόθεση απόλυτης αυθεντικότητας καθώς εκφυλίζεται και διαστρεβλώνεται προκειμένου να αναδειχτεί η μοναδικότητά της. Ωστόσο, η έμφαση στη μοναδικότητα επιτυγχάνεται μέσω του άλλου, ο οποίος δεν έχει υπόσταση παρά μόνο στα πλαίσια αντίληψης και σύλληψης από τον εαυτό. Η προσδιοριστική προοπτική του εαυτού και του άλλου είναι σίγουρα του εαυτού, απέναντι στο δόγμα ότι ο άλλος είναι κατασκευή του άλλου δεν υπάρχει ένσταση.2

Η μαρξιστική θεωρία κατέληξε στην ερμηνεία της έννοιας της ταυτότητας ως κατασταλάγματος οικονομικών συνθηκών, αφαιρώντας τα πολιτισμικά προσδιοριστικά στοιχεία. Ο μετα-στρουκτουραλισμός αντιλήφθηκε το υποκείμενο ως ένα ντετερμινισμό που ακυρώνει την ισχύ ενός αυτόνομου ή ημι-αυτόνομου υποκειμένου, αλλά και την έννοια μιας κοινωνικής πραγματικότητας έξω απ τον παλμό της γλώσσας. Η ιδέα της διάσπασης του υποκειμένου διατυπώνεται μέσα στα όρια της μεταμοντέρνας μυθοπλασίας κι ενισχύεται από την έννοια της διακειμενικότητας. Ο εθελούσιος υποκειμενισμός είναι πια τόσο αληθής όσο η πίστη στην αποσπασματικότητα του εαυτού, πράγμα που εκφράζεται όχι μόνο στα πλαίσια της δημιουργικής γραφής αλλά αποτελεί και συνθήκη χάραξης πολιτιστικών, εθνικών ή έμφυλων πολιτικών ταυτότητας. Η μεταποικιακή κατασκευή πολιτικών κι εθνικών ταυτοτήτων σε πεδία κατευθυνόμενα από ευρωπαϊκή ή βόρεια αμερικανική δύναμη δεν είναι πρωτίστως αντίδραση στη φιλοσοφική σκέψη και αποσπασματικότητα αλλά περισσότερο στην αλαζονεία της δυτικής κυριαρχίας. Αν επιχειρούνται παρόμοιες κατασκευές κατευθύνονται εναντίον στην υποτιθέμενη ηγεμονία του «άλλου», στην περίπτωση ευρωπαϊκών χωρών εναντίον της αμερικανικής κουλτούρας του ιμπεριαλισμού και στην περίπτωση της Αμερικής εναντίον του λεγόμενου ευρωπαϊκοκεντρισμού. Χαρακτηριστική είναι η διάσπαση του υποκειμένου, η άρνηση απέναντι στην εγκυρότητα κάθε κρίσης, ο πολιτιστικός σχετικισμός κι η πολυπολιτισμικότητα.3

Η κριτική του «αυτοδύναμου εαυτού», ενός εαυτού κατά τον Καρτέσιο που αποτελούσε αυτόνομη πηγή νοήματος και δράσης συνεχίζει να απασχολεί. Η πρόσληψη του εαυτού ως μιας κεντρικής και συνεχώς ανανεούμενης επιτελεστικής οντότητας έχει πλέον επικρατήσει στο μετα-νεωτερικό κόσμο. Κανένα μοντέλο ταυτότητας δε μπορεί πια να θεωρηθεί αρραγές, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καν μοντέλο, ούτε μέτρο σύγκρισης. Η ταυτότητα του υποκειμένου χαρακτηρίζεται από μια αέναη προσπάθεια αυτοσυγκρότησης. Από τη μια, αναγνωρίζονται δυνατότητες στο υποκείμενο για αυτοκαθορισμό, αλλά απ την άλλη, η μετανεωτερική κριτική το τοποθετεί σ ένα κόσμο κατακερματισμένο, διασπαρμένο, ατακτοποίητο που χαρακτηρίζεται από απουσία συνολικών οραμάτων και κεντρικών ισχυρών λόγων από απώλεια ενοποιητικής αυθεντικότητας και παραδόσεων σε τοπικό αλλά κι ευρύτερο επίπεδο. Από το σπίτι του και από την πατρίδα του και από το θρήσκευμά του η θεά Τύχη μπορεί να τον αποσπάσει τον άνθρωπο. Από την εποχή του ποτέ (σ. 72). Σε τέτοιο περιβάλλον δε μπορεί παρά να είναι οι ταυτότητες ρευστές, αποσπασματικές, άστατες, θραυσματικές, υβριδικές, υποκειμενικές, προσωρινές, συμπτωματικές. Οι κοινωνικές αλλαγές έχουν καταστήσει τον αυτόνομο εαυτό περισσότερο ισχυρό και νομιμοποιημένο, έναν εαυτό που θεωρείται όλο και πιο ανεξάρτητος τόσο από υλικούς όσο κι από πολιτισμικούς παράγοντες. Αυτό, όμως, οδηγεί στην «απουσία εαυτού», στον «παραμελημένο εαυτό», οι σχέσεις εαυτού και κοινωνίας γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες.4

Το κεντρικό αφηγηματικό υποκείμενο, ο Αρίφ, υπόκειται σε μια διαδικασία αναδίφησης ταυτότητας και μέσα από αυτή προκύπτει ένα collageαπό μνήμες και αναμνήσεις, οι οποίες δεν του ανήκουν πάντα. Μέσα από το ημερολόγιο του ομοϊδεάτη παππού, με τον οποίο φαίνεται να αναπτύσσει μια ιδιαίτερη μεταφυσική επικοινωνία και ταύτιση, αναζητά τον αυτοπροσδιορισμό, τη γνωριμία με τις ρίζες, με την οικογενειακή εστία, με τον τόπο που δέθηκαν οι προηγούμενες από αυτόν γενιές. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά, ο ήρωας δε μπορεί να νιώσει οικειότητα με τον τόπο καταγωγής του και σ αυτό συμβάλλουν και τα καχύποπτα βλέμματα του «άλλου». Για τους ντόπιους δεν είναι μόνο ο Βρετανικής υπηκοότητας ξένος αλλά κι ο κρητομουσουλμάνος, ένας ξένος που για την κλειστή κοινωνία της φυλής αποτελεί το στοιχείο της αποσύνθεσης και της διάλυσής της και παραπέμπει άμεσα στη στερεοτυπική εθνοτική εικόνα. Στους πλησιέστερους συγγενείς Ελεονόρα και Πανάρη φαντάζει μεταφορικά ως πλάσμα δαιμονικό, ως αληθινή ενσάρκωση του κακού, ως αποικιοκράτης που επιστρέφει είτε για να εκδικηθεί είτε για να διεκδικήσει μερίδιο απ την πατρογονική περιουσία. Ο Αρίφ αντιλαμβάνεται το καχύποπτο βλέμμα του άλλου, αυτό, όμως, δεν τον σταματά απ το να αναμειχθεί με τους ντόπιους, να ψάξει, να ζήσει, να βρει αυτά που άφησε η οικογένειά του όταν ξεριζώθηκε. Γνωρίζει, βέβαια, πως το παρελθόν δεν είναι τόπος, αλλά μια μύχια ανάγκη τον ωθεί να περιπλανηθεί στο χώρο και το χρόνο μέσα απ το αρχειακό υλικό του παππού. Η μοναξιά κι η πίκρα είναι οι μόνοι δεσμοί του με τον κόσμο και τους ανθρώπους, κάνει απελπισμένες προσπάθειες να πιαστεί από κάπου. Η έκδηλη ανάγκη του για επικοινωνία διαγράφεται μέσα απ τους απευθυντέους μονολόγους, μια στην αγαπημένη του, τη Βανέσα, μια στην αδερφή του Νεσιφέ, μια στον απόμακρο γιό του Χάινριχ, μια στον εαυτό του και μέσα από αυτούς παλεύει να διαχειριστεί την έντονη φόρτιση που του φέρνει το ταξίδι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του εαυτού του, της οικογένειας, της ιστορίας του νησιού, της ιστορίας του ανθρώπου και του κόσμου γενικότερα. Αυτός που αποπειράται να επέμβει ενεργά στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του βιώνει συνεχώς το σοβαρό βλέμμα του «άλλου», ο Τούρκος είναι Τούρκος (σ. 430). Ομολογεί πως ένιωθε το βλέμμα τους με καχυποψία, αν όχι με εχθρότητακαι φτάνει να αισθάνεται τύψεις πως ίσως και να προκαλούσε με τις διαρκείς αναφορές στο παρελθόν, πότε ρωτώντας διάφορα και πότε κάνοντας τον παντογνώστη (σ.462).Η ταυτότητα λοιπόν εδώ πραγματώνεται όχι ως φυσική κατάσταση αλλά ως αναπαράσταση που καθρεφτίζεται στο βλέμμα του άλλου με όρους συγκεκριμένων σχέσεων που προϋπάρχουν του υποκειμένου, η αναπαράσταση εξισώνεται με την πολιτισμική κατασκευή.5Ας ζω τα είκοσι από τα πενήντα δύο χρόνια μου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είμαι πάντα ο Τούρκος(σ. 360). Το καθαρό μυαλό της Βιργινίας μπορεί να το δει αυτό και οδηγεί τη συγγραφέα να αναφωνήσει για λογαριασμό της: Και για πόσα άλλα θα πρεπε να ανασηκώσει το παραπέτασμα των προκαταλήψεών της;

Μια παρόμοια περιπέτεια επιχειρεί κι ο έτερος άπατρις Πανάρης, ένας ξένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, το σπίτι, την οικογένεια, την κοινωνία, και ψάχνει την ευκαιρία για αποκατάσταση της ταυτότητάς του σκαλίζοντας παλιά γράμματα των προγόνων του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως καγχάζει, ειρωνεύεται και παράλληλα καταγγέλλει την εμμονή με το παρελθόν και τις εθιμοτυπικές διαδικασίες που πιστά τηρεί η συμβιβασμένη αδερφή του, φροντίζοντας το μαυσωλείο και την εμμονή να κρατήσουν ψηλά τα λάβαρα της οικογένειας (σ. 69). Η Ελεονόρα εκδηλώνει πίστη σ έναν κληρονομημένο εαυτό, τιμά την οικογένεια που της άφησε περιουσία, ένδοξη καταγωγή και ιστορικό όνομα, καθώς ο πατέρας της ήταν ξακουστός γιατρός και πολιτευτής της εποχής του. Είναι τόσο περήφανη και σίγουρη για την καταγωγή της που το θεωρεί ασήμαντο να ενδιαφερθεί για τις ρίζες του συζύγου της. Ο Άκης ζει και κινείται ανάμεσα στην, ούτως ή άλλως αφιλόξενη για τον ξένο που επιδιώκει να απορροφηθεί και να εσωτερικευτεί ως ντόπιος, χανιώτικη κοινωνία με μια πλαστή ταυτότητα, πράγμα που του χαρίζει μια διαρκή γεύση κι αίσθηση ελευθερίας, είναι ο Κανένας, άνθρωπος που πήρε την ύπαρξή του στα χέρια του κι αποφάσισε για την ταυτότητά του, αποδιώχνοντας από πάνω του κάθε ετεροπροσδιορισμό. Ήμουν χωρίς ρίζες, κι αισθανόμουν υπέροχα, επειδή εγώ με τη δική μου φαντασία κι επιμονή είχα επιλέξει την πόλη μου, τη γειτονιά που μεγάλωσα, το σχολείο που τελείωσα, την αλάνα που πρωτοκλώτσησα τη μπάλα (σ. 334). Ακόμη κι η τελευταία πράξη της εξομολόγησης είναι απόλυτα δική του, επιθυμεί πριν από την αυτοχειρία του να αφήσει το στίγμα του σε εκείνους που επέλεξε να υιοθετήσει ως οικογένεια.6Αποτινάζοντας μια σειρά επεισοδίων του παρελθόντος προχωρά λυτρωμένος προς το θάνατο, αφού επιλέγει να θαφτεί από τον εαυτό του παρά από τη μικροαστική και συντηρητική μικροκοινωνία των Χανίων, που δε συγχωρεί τέτοιου είδους προδοσίες.

Όπως γίνεται φανερό, η συνείδηση του εαυτού επιτυγχάνεται δι-υποκειμενικά, αφού η αίσθηση του εαυτού είναι στενά συνδεδεμένη με την επίγνωση της παρουσίας του «Άλλου» και του «ανήκειν» σε μια ευρύτερη συλλογικότητα, η ταυτότητα δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά αποκτά νόημα μόνο μέσα από τον άλλο. Επιπλέον, διαπιστώνεται πως συχνά οι ρητορικές που διαμορφώνονται για την εθνοτική ταυτότητα προκαλούν έντονη συναισθηματική φόρτιση, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται ταυτίζεται με δάνειους όρους από την οικογένεια και τη συγγένεια με στόχο την καταφανή δημιουργία μιας έντονης συναισθηματικής και συγκινησιακής ατμόσφαιρας που να ενοποιεί και να ταυτίζει τα μέλη μιας ομάδας ενώ ταυτόχρονα να τα διαχωρίζει από μιαν άλλη.7Τα βασικά χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας είναι η πολιτική/επικρατειακή αναφορά, η ύπαρξη κοινωνικών μύθων κι η κοινή ιστορική μνήμη.8Ωστόσο, τα όρια της όποιας εθνικότητας είναι μεταβαλλόμενα, άρα κι η ίδια η έννοια, η οποία περιλαμβάνει μέσω αποκλεισμών κι εξαιρέσεων συγκεκριμένες θεωρήσεις που επιτρέπουν την πρόσβαση στην κοινότητα.9Ο Αρίφ, λοιπόν, είναι παντού ένας ξένος, ένας αλλοεθνής και τώρα κυνηγά τις μάγισσες του παρελθόντος και επιδιώκει την (ανά)συγκρότηση μιας ισχυρής ταυτότητας, της κρητομουσουλμανικής, μέσα από την ταύτιση με τον ομοϊδεάτη παππού, αφού αμφότεροι συναινούν στο ότι σε όλες τις εποχές η ειρήνη κινδυνεύει απ τους φανατικούς(σ. 97). Αυτή η ακροβασία ανάμεσα στο χρόνο και το χώρο, την επιθυμία και την υποχρέωση, στο οικείο και στο ξένο, στην ταυτότητα και την ετερότητα, στις ανοιχτές προοπτικές και το στερεοτυπικό βλέμμα του άλλου, προστίθεται καταλυτική και σα φαρμάκι μια ιδιότυπη νοσταλγία, μιας και δεν τον έζησε ποτέ ο ίδιος αυτόν τον τόπο, παρά μόνο μέσα από τις μαρτυρίες του παππού και του πατέρα του. Πότε μια πόλη γίνεται δική σου(σ. 570);

Ο επίπονος νόστος για μια μακρινή πατρίδα

Με τον όρο μετανάστευση εννοείται η μετακίνηση ατόμου ή ομάδας από μια χώρα σε μια άλλη, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και την ανάπτυξη στο νέο χώρο των αναγκαίων δραστηριοτήτων της ζωής. Η μετανάστευση επιφέρει μεγάλες αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου, ώστε να θέτει σε κίνδυνο την ταυτότητά του και πράγματι ο μετανάστης χάνει πολύτιμα στοιχεία της ζωής του.10Απ την άλλη, η διασπορά είναι όρος μακράς διαρκείας, συνεπάγεται μαζικές μετακινήσεις και εγείρει τραύματα αποχωρισμού και ξεριζωμού. Το άτομο ευελπιστεί σε νέο ξεκίνημα και συναγωνίζεται σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, όπου οι μνήμες, ατομικές και συλλογικές, εισχωρούν και στιγματίζουν κάθε ενέργεια. Τι είναι η πατρίδα όμως, ποιο είναι τελικά το σπίτι; Πρόκειται για ένα μυθικό χώρο επιθυμίας της φαντασίας της διασποράς, έναν χώρο στον οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, ακόμη κι αν είναι δυνατή η επίσκεψη του γεωγραφικού εδάφους αυτού που φαντάζει ως χώρος των ριζών. Η πατρίδα είναι επίσης η βιωμένη εντοπιότητα, οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι συνήθειες, το κλίμα. Η πατριδολατρεία βέβαια δεν αποτελεί κοινό τόπο για όλους, για κάποιους η πολιτιστική αναγνώριση είναι πιο σημαντικό στοιχείο. Πότε ένας τόπος γίνεται πατρίδα; Αρκεί να νιώθει κάποιος σαν στο σπίτι του; Κι εγώ; Αποβιβάστηκα ποτέ, ή μήπως ακόμη ταξιδεύω με το ίδιο καράβι;(σ. 54), αναρωτιέται ο Αρίφ. Η σχέση της πρώτης γενιάς με το χώρο είναι διαφορετική από εκείνη των επόμενων γενεών, διαμεσολαβημένη από τις αναμνήσεις που έμειναν πίσω κι από την εμπειρία του ξεριζωμού και της δυσκολίας στην προσπάθεια αναπροσανατολισμού, οργάνωσης νέων δικτύων κοινωνικής επικοινωνίας και της απόπειρας εκμάθησης και εξοικείωσης με νέες οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές πραγματικότητες.11

Η ιστορία της διασποράς είναι μια ιστορία συνεχόμενης έντασης ανάμεσα στη διάσπαση της εξορίας και το μύθο της επιστροφής. Ωστόσο, οι συνθήκες γίνονται αντιληπτές μέσω πολιτιστικών εγχειρημάτων επίλυσης τέτοιων δυσκολιών κι επιπλέον κατασκευάζονται στα πλαίσια μοναδικών συμφραζομένων προκειμένου να ξεπεραστούν οι συνέχειες της παραμονής και της νοσταλγίας και μαζί να υπερνικηθούν οι ασυνέχειες της ρίζαςκαι της στράτας.Η εξορία διαρκώς επαναδιαπραγματεύεται τη σχέση ατόμου και χώρας δημιουργώντας φαντασιακούς οικείους χώρους και ενισχύοντας μια μεταφυσική κατάσταση ανάμεσα στο νέο και τη συνεπακόλουθη θλίψη, το αδύνατο της επιστροφής, την εγκατάλειψη, την απομόνωση και το παρελθόν ως ασφαλές έδαφος.12Ο Αρίφ, παρότι δεν ανήκει σε κανένα μεταναστευτικό κύμα, ούτε ξεπήδησε από καμιά ιστορία διασποράς και δεν εγκατέλειψε καμιά πατρίδα με κάποιο μπουλούκι προσφύγων, είναι ένας ξένος σε αναζήτηση σπιτιού και πατρίδας αλλά και περικυκλωμένος από μέρη φιλόξενα (που θυμίζουν πατρίδα) αλλά και αφιλόξενα (το βλέμμα του «άλλου») και από διαχωρισμούς που επιβάλλουν το «εμείς», το «εσείς», το «εδώ», το «εκεί».

Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας βλέπει τον εαυτό ως κάτι μη παγιωμένο και κλειστό, ως κάτι μη απόλυτο, ούτε σταθερό μπροστά σε ουσιαστικοποιημένους όρους όπως φυλή, γένος, τάξη αλλά επιπλέον να διαμορφώνεται από τέτοιες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις και να ανακαλύπτεται εκ νέου από εμπειρίες «μεταναστευτικότητας» που σηματοδοτούν το ταξίδι, τη διπλή συνείδηση, τη διάσπαση, τον αποκλεισμό. Για όλα αυτά θα έπρεπε, εάν με ενδιέφερε πραγματικά, ν αρχίσω να ρωτώ. Κι όμως διστάζω. Ίσως και να μη θέλω τίποτα να προσδιορίσω(σ. 125). Η στάση του περικλείει έναν αγώνα για ένταξη ή τουλάχιστον για διασαφήνιση της αγωνίας «πού υπάρχει η πατρίδα». Οι συχνά πολύσημες κι απροσδιόριστες έννοιες του «ανήκειν» δένονται αξεδιάλυτα με την κινητικότητα και τη στασιμότητα. Η αναζήτηση της πατρίδας υπονοεί την ανάγκη για σταθερότητα σ έναν τόπο προκειμένου να εδραιωθεί το έδαφος της πατρίδας.13Η πατρίδα έχει να κάνει με το «ανήκειν» και με τις λειτουργίες του πολιτισμού και της ταυτότητας, άρα και με την οριοθέτηση και την υποστήριξη αυτών των συνόρων απέναντι σε ξενικές ταυτότητες. Ο «άλλος» είναι πάντα, όπως θα δούμε, μια επερχόμενη απειλή, ένας εξωτερικός κίνδυνος για την ασφάλεια και τη συνοχή, για την κοινή πατρίδα.

Ο ήρωας της Δούκα όμως επιζητά από αθώος να γίνει φταίχτης κι αντίστροφα, από ξένος να γίνει κύριος του εαυτού του, του τόπου των προγόνων του, γι αυτό και είναι διάχυτη μια νοσταλγία που πονάει, που σταλάζει σα φαρμάκι στην ψυχή του, που τριγυρίζει αδιάκοπα σα να τον κυνηγούν οι Ερινύες για ένα σφάλμα που δε διέπραξε ποτέ, να κουβαλά υβριδική ταυτότητα. Δεν ξέρω αν μου κάνει καλό τούτη η διάχυση προς τα πίσω, ίσως με βοηθήσει στο κείμενο που πρέπει να γράψω, ίσως με αποπροσανατολίσει εντελώς&Τόσο βαθύ το ρίζωμα, τόση η νοσταλγία από γενιά σε γενιά και αυτή, εγώ όμως έχω έρθει για δουλειά στο νησί, δεν πρέπει να το ξεχνώ. Και να με. Αν φύγω τώρα, χωρίς να είμαι έτοιμος να φύγω, θα με πονάει σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου (σ.118). Ωστόσο, εδώ δε θεματοποιείται ο νόστος σύμφωνα με το αρχέτυπο της νοσταλγικής αφήγησης, την ομηρική Οδύσσεια, ο ήρωας κυνηγά τις ρίζες του, γιατί από κάποιο σημείο πρέπει να πιάσει το νήμα προκειμένου να εδραιώσει την ύπαρξή του.

Ο Αρίφ έχει κρητομουσουλμανικές ρίζες και βρετανική υπηκοότητα, είναι ένας πολίτης του κόσμου, η κρίση της ταυτότητας κι η αίσθηση αποσπασματικότητας αρχίζει με το κυνήγι της επιστροφής στην πατρίδα. Τι είναι όμως τελικά η πατρίδα, πώς την κερδίζει; Ο τόπος που χτίζει κάποιος το σπίτι του ή που νιώθει σαν στο σπίτι του, ο τόπος που κάποιος τον κατονομάζει, τον αποκαλεί σπίτι του είναι πατρίδα, ανεξάρτητα αν υφίσταται στη σφαίρα της φαντασίας είτε είναι εδραιωμένη στην περιοχή του πραγματικού. Μια πατρίδα χρειάζεται κάποιον που να αφηγείται, να διεκδικεί ένα παρόν, να προφητεύει ένα μέλλον, πρέπει να έχει ιστορία, τοπογραφία, πολιτισμό, για να γίνει ένας τόπος πατρίδα αξιώνει στοιχειωδώς να χαρτογραφηθεί. Οι φιλολογικές τοπογραφίες δίνουν λόγο σ έναν τόπο κι έτσι τον εντάσσουν σε μια λογική εθνικού πολιτισμού.14Έτσι, ο πλέον μη αναμενόμενος «πατριδολάτρης» επιχειρεί μια τοπογραφία της ιστορίας, των μνημείων, των εξελίξεων, του οικογενειακού χώρου και χρόνου που αγάπησε τόσο πιστά και με πάθος το νησί, δίνοντας παράλληλα διέξοδο στην ανάγκη του για επικοινωνία με κάποιον ή κάτι δικό του.

Το ζήτημα της πατρίδας και του νόστου επανέρχεται συνεχώς στο έργο, ακόμη και μέσα από τις σωπαίνουσες φωνές των μεταναστριών που απασχολούνται σε διάφορα σπίτια ντόπιων, στο μαγαζί του Σηφάκη, συζούν κι εργάζονται με τη δολοφονημένη Όλια, στην οποία δίνεται η δυνατότητα να μιλήσει αναλυτικά για τις προσδοκίες και τις συνθήκες διαβίωσης τους. Διαγράφεται ένα μωσαϊκό ανθρώπων χωρίς καταφύγιο, είτε υλικό είτε συναισθηματικό, που εμφανίζει διαφορετικά σημάδια απώλειας και τραυμάτων, Εδώ το πένθος της ανάπλασης υπακούει σε άλλους, λιγότερο ιδεαλιστικούς κανόνες, πρόκειται για καθημερινές και συνηθισμένες ιστορίες που απλά η γραφή αναπαριστά κι ενσωματώνει ρεαλιστικά.

Τέλος, ένας άλλος εξόριστος, διαφορετικός από τους άλλους, ένας εξόριστος που ζει στον τόπο που μεγάλωσε αλλά συνεχώς αναπολεί ή κατασκευάζει την πραγματικότητα ενός άλλου είναι κι ο Πανάρης. Προσπαθεί να μετατρέψει το αποκόψιμο που νιώθει με την κοινωνία και να το συνδέσει με νέες φιγούρες και γι αυτό συνεχώς καταιγίζεται από ιδέες για ταινίες. Φυσικά, η υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας αισθητικά θα τον αποζημίωνε αλλά η «πληγή της μοναξιάς για μια ξεριζωμένη ψυχή είναι ανυπόφορη» (Nabokov). Η φαντασία επιτρέπει την διέξοδο και οι δυνάμεις της αρχίζουν από τα σύνορα της συσσωρευμένης εμπειρίας. Η διαχωριστική οριογραμμή, το σημείο της ένωσης οικείου κι αλλότριου αποτελεί την αρχή αναζήτησης του δημιουργικού νου. Η μετα-ρομαντική αντίληψη της εξορίας την αποδέχεται ως μεταφορά για την περιθωριοποιημένη συνείδηση που νιώθει αποξενωμένη απ τον τόπο διαμονής.15

1 Βενετία Μπαλτά, «Εκπατρισμός, ετερότητα και αναζήτηση ταυτότητας σε κείμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας της διασποράς στη Γαλλία», στο Θέματα ταυτότητας στην ελληνική διασπορά: γλώσσα και λογοτεχνία, επιμέλεια:Ρούλα Τσοκαλίδου-Μαρίτα Παπαρούση, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, σ. 185-186

2 Eugene Chen Eoyang, «Other as Self, Identity as sameness and as difference in Poetry», στον τόμο Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία, 18ος-20ος, Β Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Εταιρίας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Αθήνα 8-11/11/1998, επιμέλεια: Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Σοφία Ντενίση, Δόμος, σ. 175-193

3 Douwe Fokkema, «The critical discourse of identity and its literary counterpart», στον τόμο Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία, 18ος-20ος (ό. π., σημ. 11), σ. 165-172

4 Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού, «Εννοιολογήσεις του Εαυτού και του Άλλου: Ζητήματα ταυτότητας στη σύγχρονη ανθρωπολογική θεωρία», στον τόμο Εαυτός και Άλλος, Εννοιολογήσεις, ταυτότητες και πρακτικές στην Ελλάδα και την Κύπρο (ό. π., σημ. 9), σ. 15-26

5 Μαίρη Μικέ, «Ρητορική και ιδεολογία, από τους Κρητικούς Γάμους (1871) του Σπ. Ζαμπέλιου στους Αθώους και Φταίχτες (2004) της Μ. Δούκα», Νέα Εστία, τχ 1810, Απρίλιος 2008, σ. 679

6 Η Μαίρη Μικέ (ό. π., σ. 669) θεωρεί πως ο Άκης με την αυτοχειρία εγκαταλείπει το ετερόφωτο μιας ολόκληρης ζωής και γίνεται με τραγικό τρόπο ο διαχειριστής του θανάτου του, με το οποίο θα διαφωνήσω.

7Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού, «Εννοιολογήσεις του Εαυτού και του Άλλου: Ζητήματα ταυτότητας στη σύγχρονη ανθρωπολογική θεωρία», στον τόμο Εαυτός και Άλλος, Εννοιολογήσεις, ταυτότητες και πρακτικές στην Ελλάδα και την Κύπρο (ό. π., σημ. 9), σ. 40-45

8 Μαίρη Μικέ, Έρως (αντ)εθνικός, Ερωτική επιθυμία κι Εθνική ταυτότητα το 19ο αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 112

9 Dimitris Christopoulos, «Defining the changing boundaries of Greek nationality», στον τόμο Greek Diaspora and Migration since 1700, edited by Dimitris Tziovas, Ashgate 2009, σ. 111-123

10 Βενετία Μπαλτά, ό. π. (σημ. 10), σ.186

11 Avtar Brah, Cartographies of diaspora, Routledge, London and New York, 1996, σ. 192-194

12 Gerasimus Katsan, «Be it ever so humble: Nostalgia for home and the problem of return in post-war greek novels» στο Greek Diaspora and Migration since 1700, ό. π. (σημ. 18), σ. 205-214

13 Anastasia Christou, «No place is (like) home: Mobilities, Memories, Metamorphoses of Greek Diaspora in Denmark» στον τόμο Greek Diaspora and Migration since 1700, ό. π. (σημ.18), σ. 83-93

14 Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες ελληνισμού, Χαρτογραφώντας την πατρίδα, μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Παναγιώτης Στογιάννος, Scripta, Αθήνα 1998, σ. 21-25

15 Michael Seidel, Exile and the Narrative Imagination, Yale University Press, New Haven and London, 1986, σ. ix-xiv (πρόλογος έκδοσης)