P10.10
Ρ10.10α Eνεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. αποτελώ αποτελείς αποτελεί αποτελούμε αποτελείτε αποτελούν
  προστ.   (αποτέλει)     (αποτελείτε)  
  μτχ. αποτελώντας          
πρτ. οριστ. αποτελούσα αποτελούσες αποτελούσε αποτελούσαμε αποτελούσατε αποτελούσάν
αόρ. οριστ. αποτέλεσα αποτέλεσες αποτέλεσε αποτελέσαμε αποτελέσατε αποτέλεσαν
  υποτ. αποτελέσω αποτελέσεις αποτελέσει αποτελέσο(υ)με αποτελέσετε αποτελέσουν
  προστ.   αποτέλεσε     αποτελέστε  
  απαρέμφ. αποτελέσει          
πρκ. οριστ. έχω αποτελέσει (ή έχω αποτελεσμένο)
  υποτ. να έχω αποτελέσει (ή να έχω αποτελεσμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα αποτελώ
στιγμ. μέλλ.   θα αποτελέσω
υπερσ.   είχα αποτελέσει (ή είχα αποτελεσμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αποτελέσει (ή θα έχω αποτελεσμένο)
Ρ10.10β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. αποτελούμαι αποτελείσαι αποτελείται αποτελούμαστε αποτελείστε αποτελούνται
πρτ. οριστ. αποτελούμουν αποτελούσουν αποτελούνταν αποτελούμασταν αποτελούσασταν αποτελούνταν  
αόρ. οριστ. αποτελέστηκα αποτελέστηκες αποτελέστηκε αποτελεστήκαμε αποτελεστήκατε αποτελέστηκαν  
  υποτ. αποτελεστώ αποτελεστείς αποτελεστεί αποτελεστούμε αποτελεστείτε αποτελεστούν
  προστ.   αποτελέσου     αποτελεστείτε  
  απαρέμφ. αποτελεστεί          
πρκ. οριστ. έχω αποτελεστεί (ή είμαι αποτελεσμένος)
  υποτ. να έχω αποτελεστεί ( ή να είμαι αποτελεσμένος)
  μτχ. αποτελεσμένος
εξακολ. μέλλ.   θα αποτελούμαι
στιγμ. μέλλ.   θα αποτελεστώ
υπερσ.   είχα αποτελεστεί (ή ήμουν αποτελεσμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αποτελεστεί ( ή θα είμαι αποτελεσμένος)


Επιστροφή