P10.11
Ρ10.11α Eνεργητική φωνή
ενεστ. οριστ./ υποτ. μιλώ,-άω μιλάς μιλά(ει) μιλούμε, -άμε μιλάτε μιλούν, -άν
      μιλείς μιλεί   μιλείτε  
  προστ. μίλα       μιλάτε, μιλείτε  
  μτχ. μιλώντας          
πρτ. οριστ. μιλούσα μιλούσες μιλούσε μιλούσαμε μιλούσατε μιλούσαν
αόρ. οριστ. μίλησα μίλησες μίλησε μιλήσαμε μιλήσατε μίλησαν
  υποτ. μιλήσω μιλήσεις μιλήσει μιλήσο(υ)με μιλήσετε μιλήσουν
  προστ.   μίλησε     μιλήστε  
  απαρέμφ. μιλήσει          
πρκ. οριστ. έχω μιλήσει (ή έχω μιλημένο)
  υποτ. να έχω μιλήσει (ή να έχω μιλημένο)
εξακολ. μέλλ.   θα μιλώ, θα μιλάω
στιγμ. μέλλ.   θα μιλήσω
υπερσ.   είχα μιλήσει (ή είχα μιλημένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω μιλήσει (ή θα έχω μιλημένο)
Ρ10.11β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./ υποτ. μιλιέμαι μιλιέσαι μιλιέται μιλιόμαστε μιλιέστε μιλιούνται
πρτ. οριστ. μιλιόμουν μιλιόσουν μιλιόταν μιλιόμασταν μιλιόσασταν μιλιόνταν
αόρ. οριστ. μιλήθηκα μιλήθηκες μιλήθηκε μιληθήκαμε μιληθήκατε μιλήθηκαν
  υποτ. μιληθώ μιληθείς μιληθεί μιληθούμε μιληθείτε μιληθούν
  προστ.   μιλήσου     μιληθείτε  
  απαρέμφ. μιληθεί          
πρκ. οριστ. έχω μιληθεί (ή είμαι μιλημένος)
  υποτ. να έχω μιληθεί (ή να είμαι μιλημένος)
  μτχ. μιλημένος
εξακολ. μέλλ.   θα μιλιέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα μιληθώ
υπερσ.   είχα μιληθεί (ή ήμουν μιλημένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω μιληθεί (ή θα είμαι μιλημένος)


Επιστροφή