Ρ10.1
Ρ10.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. αγαπώ, -άω αγαπάς αγαπά(ει) αγαπούμε, -άμε αγαπάτε αγαπούν, -άν
  προστ.   αγάπα     αγαπάτε  
  μτχ. αγαπώντας          
πρτ. οριστ. αγαπούσα αγαπούσες αγαπούσε αγαπούσαμε αγαπούσατε αγαπούσαν
αόρ. οριστ. αγάπησα αγάπησες αγάπησε αγαπήσαμε αγαπήσατε αγάπησαν
  υποτ. αγαπήσω αγαπήσεις αγαπήσει αγαπήσο(υ)με αγαπήσετε αγαπήσουν
  προστ.   αγάπησε     αγαπήστε  
  απαρέμφ. αγαπήσει          
πρκ. οριστ. έχω αγαπήσει (ή έχω αγαπημένο)
  υποτ. να έχω αγαπήσει (ή να έχω αγαπημένο)
εξακολ. μέλλ.   θα αγαπώ, θα αγαπάω
στιγμ. μέλλ.   θα αγαπήσω
υπερσ.   είχα αγαπήσει (ή είχα αγαπημένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αγαπήσει (ή θα έχω αγαπημένο)
Ρ10.1β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. αγαπιέμαι αγαπιέσαι αγαπιέται αγαπιόμαστε αγαπιέστε αγαπιούνται
πρτ. οριστ. αγαπιόμουν αγαπιόσουν αγαπιόταν αγαπιόμασταν αγαπιόσασταν αγαπιόνταν
αόρ. οριστ. αγαπήθηκα αγαπήθηκες αγαπήθηκε αγαπηθήκαμε αγαπηθήκατε αγαπήθηκαν
  υποτ. αγαπηθώ αγαπηθείς αγαπηθεί αγαπηθούμε αγαπηθείτε αγαπηθούν
  προστ.   αγαπήσου     αγαπηθείτε  
  απαρέμφ. αγαπηθεί          
πρκ. οριστ. έχω αγαπηθεί (ή είμαι αγαπημένος)
  υποτ. να έχω αγαπηθεί (ή να είμαι αγαπημένος)
  μτχ. αγαπημένος
εξακολ. μέλλ.   θα αγαπιέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα αγαπηθώ
υπερσ.   είχα αγαπηθεί (ή ήμουν αγαπημένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αγαπηθεί (ή θα είμαι αγαπημένος)


Επιστροφή