P10.3
Ρ10.3α Eνεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. βαστώ, -άω βαστάς βαστά(ει) βαστούμε, -άμε βαστάτε βαστούν, -άν
  προστ. βάστα βαστάτε        
  μτχ. βαστώντας          
πρτ. οριστ. βαστούσα βαστούσες βαστούσε βαστούσαμε βαστούσατε βαστούσαν
αόρ. οριστ. βάσταξα βάσταξες βάσταξε βαστάξαμε βαστάξατε βάσταξαν
  βάστηξα βάστηξες βάστηξε βαστήξαμε βαστήξατε βάστηξαν  
  υποτ. βαστάξω βαστάξεις βαστάξει βαστάξο(υ)με βαστάξετε βαστάξουν
  βαστήξω βαστήξεις βαστήξει βαστήξο(υ)με βαστήξετε βαστήξουν  
  προστ.   βάσταξε, βάστηξε     βαστάξτε, βαστήξτε  
  απαρέμφ. βαστάξει, βαστήξει          
πρκ. οριστ. έχω βαστάξει, έχω βαστήξει ( ή έχω βασταγμένο, έχω βαστηγμένο )
υποτ.   να έχω βαστάξει, να έχω βαστήξει ( ή να έχω βασταγμένο, να έχω βαστηγμένο )
εξακολ. μέλλ.   θα βαστώ, θα βαστάω
στιγμ. μέλλ.   θα βαστάξω, θα βαστήξω
υπερσ.   είχα βαστάξει, είχα βαστήξει (ή είχα βασταγμένο, είχα βαστηγμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω βαστάξει, θα έχω βαστήξει(ή θα έχω βασταγμένο, θα έχω βαστηγμένο)
Ρ10.3β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. βαστιέμαι βαστιέσαι βαστιέται βαστιόμαστε βαστιέστε βαστιούνται
πρτ. οριστ. βαστιόμουν βαστιόσουν βαστιόταν βαστιόμασταν βαστιόσασταν βαστιόνταν
αόρ. οριστ. βαστάχτηκα βαστάχτηκες βαστάχτηκε βασταχτήκαμε βασταχτήκατε βαστάχτηκαν
    βαστήχτηκα βαστήχτηκες βαστήχτηκε βαστηχτήκαμε βαστηχτήκατε βαστήχτηκαν
  υποτ. βασταχτώ βασταχτείς βασταχτεί βασταχτούμε βασταχτείτε βασταχτούν
    βαστηχτώ βαστηχτείς βαστηχτεί βαστηχτούμε βαστηχτείτε βαστηχτούν
  προστ. βαστάξου, βαστήξου       βασταχτείτε, βαστηχτείτε  
  απαρέμφ. βασταχτεί, βαστηχτεί          
πρκ. οριστ. έχω βασταχτεί, έχω βαστηχτεί (ή είμαι βασταγμένος, είμαι βαστηγμένος)
  υποτ. να έχω βασταχτεί, να έχω βαστηχτεί (ή να είμαι βασταγμένος, να είμαι βαστηγμένος)
  μτχ. βασταγμένος,βαστηγμένος
εξακολ. μέλλ.   θα βαστιέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα βασταχτώ, θα βαστηχτώ
υπερσ.   είχα βασταχτεί, είχα βαστηχτεί (ή ήμουν βασταγμένος, ήμουν βαστηγμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω βασταχτεί, θα έχω βαστηχτεί (ή θα είμαι βασταγμένος, θα είμαι βαστηγμένος)


Επιστροφή