P10.4
Ρ10.4α Eνεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. γελώ, -άω γελάς γελά(ει) γελούμε, -άμε γελάτε γελούν, -άν
  προστ.   γέλα     γελάτε  
  μτχ. γελώντας          
πρτ. οριστ. γελούσα γελούσες γελούσε γελούσαμε γελούσατε γελούσαν
αόρ. οριστ. γέλασα γέλασες γέλασε γελάσαμε γελάσατε γέλασαν
  υποτ. γελάσω γελάσεις γελάσει γελάσο(υ)με γελάσετε γελάσουν
  προστ.   γέλασε     γελάστε  
  απαρέμφ. γελάσει          
πρκ. οριστ. έχω γελάσει (ή έχω γελασμένο)
  υποτ. να έχω γελάσει (ή να έχω γελασμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα γελώ, θα γελάω
στιγμ. μέλλ.   θα γελάσω
υπερσ.   είχα γελάσει (ή είχα γελασμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω γελάσει (ή θα έχω γελασμένο)
Ρ10.4β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. γελιέμαι γελιέσαι γελιέται γελιόμαστε γελιέστε γελιούνται
πρτ. οριστ. γελιόμουν γελιόσουν γελιόταν γελιόμασταν γελιόσασταν γελιόνταν
αόρ. οριστ. γελάστηκα γελάστηκες γελάστηκε γελαστήκαμε γελαστήκατε γελάστηκαν
  υποτ. γελαστώ γελαστείς γελαστεί γελαστούμε γελαστείτε γελαστούν
  προστ.   γελάσου     γελαστείτε  
  απαρέμφ. γελαστεί          
πρκ. οριστ. έχω γελαστεί (ή είμαι γελασμένος)
  υποτ. να έχω γελαστεί ( ή να είμαι γελασμένος)
  μτχ. γελασμένος
εξακολ. μέλλ.   θα γελιέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα γελαστώ
υπερσ.   είχα γελαστεί (ή ήμουν γελασμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω γελαστεί ( ή θα είμαι γελασμένος)


Επιστροφή