P10.5
Ρ10.5α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. φορώ, -άω φοράς φορά(ει) φορούμε, -άμε φοράτε φορούν, -άν
  προστ.   φόρα     φοράτε  
  μτχ. φορώντας          
πρτ. οριστ. φορούσα φορούσες φορούσε φορούσαμε φορούσατε φορούσαν
αόρ. οριστ. φόρεσα φόρεσες φόρεσε φορέσαμε φορέσατε φόρεσαν
  υποτ. φορέσω φορέσεις φορέσει φορέσο(υ)με φορέσετε φορέσουν
  προστ.   φόρεσε     φορέστε  
  απαρέμφ. φορέσει          
πρκ. οριστ. έχω φορέσει (ή έχω φορεμένο)
  υποτ. να έχω φορέσει (ή να έχω φορεμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα φορώ, θα φοράω
στιγμ. μέλλ.   θα φορέσω
υπερσ.   είχα φορέσει (ή είχα φορεμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω φορέσει (ή θα έχω φορεμένο)
Ρ10.5β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. φοριέμαι φοριέσαι φοριέται φοριόμαστε φοριέστε φοριούνται
πρτ. οριστ. φοριόμουν φοριόσουν φοριόταν φοριόμασταν φοριόσασταν φοριόνταν
αόρ. οριστ. φορέθηκα φορέθηκες φορέθηκε φορεθήκαμε φορεθήκατε φορέθηκαν
  υποτ. φορεθώ φορεθείς φορεθεί φορεθούμε φορεθείτε φορεθούν
  προστ.   φορέσου     φορεθείτε  
  απαρέμφ. φορεθεί          
πρκ. οριστ. έχω φορεθεί (ή είμαι φορεμένος)
  υποτ. να έχω φορεθεί (ή να είμαι φορεμένος)
  μτχ. φορεμένος
εξακολ. μέλλ.   θα φοριέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα φορεθώ
υπερσ.   είχα φορεθεί (ή ήμουν φορεμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω φορεθεί (ή θα είμαι φορεμένος)


Επιστροφή