P10.6
Ρ10.6α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. πετώ, -άω πετάς πετά(ει) πετούμε, -άμε πετάτε πετούν, -άν
  προστ.   πέτα     πετάτε  
  μτχ. πετώντας          
πρτ. οριστ. πετούσα πετούσες πετούσε πετούσαμε πετούσατε πετούσαν
αόρ. οριστ. πέταξα πέταξες πέταξε πετάξαμε πετάξατε πέταξαν
  υποτ. πετάξω πετάξεις πετάξει πετάξο(υ)με πετάξετε πετάξουν
  προστ.   πέταξε     πετάξτε  
  απαρέμφ. πετάξει          
πρκ. οριστ. έχω πετάξει ( ή έχω πεταγμένο, έχω πεταμένο )
  υποτ. να έχω πετάξει (ή να έχω πεταγμένο, να έχω πεταμένο)
  εξακολ. μέλλ. θα πετώ, θα πετάω
στιγμ. μέλλ.   θα πετάξω
υπερσ.   είχα πετάξει (ή είχα πεταγμένο, είχα πεταμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω πετάξει ( ή θα έχω πεταγμένο, θα έχω πεταμένο )
Ρ10.6β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. πετιέμαι πετιέσαι πετιέται πετιόμαστε πετιέστε πετιούνται
πρτ. οριστ. πετιόμουν πετιόσουν πετιόταν πετιόμασταν πετιόσασταν πετιόνταν
αόρ. οριστ. πετάχτηκα πετάχτηκες πετάχτηκε πεταχτήκαμε πεταχτήκατε πετάχτηκαν
  υποτ. πεταχτώ πεταχτείς πεταχτεί πεταχτούμε πεταχτείτε πεταχτούν
  προστ.   πετάξου     πεταχτείτε  
  απαρέμφ. πεταχτεί          
πρκ. οριστ. έχω πεταχτεί (ή είμαι πεταγμένος, είμαι πεταμένος)
  υποτ. να έχω πεταχτεί (ή να είμαι πεταγμένος, να είμαι πεταμένος)
 

μτχ.

πεταγμένος,πεταμένος

εξακολ. μέλλ.   θα πετιέμαι
στιγμ. μέλλ.   θα πεταχτώ
υπερσ.   είχα πεταχτεί (ή ήμουν πεταγμένος, ήμουν πεταμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω πεταχτεί (ή θα είμαι πεταγμένος, θα είμαι πεταμένος)


Επιστροφή