Ρ10.9
Ρ10.9α Eνεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. στερώ στερείς στερεί στερούμε στερείτε στερούν
  προστ.   (στέρει)     (στερείτε)  
  μτχ. στερώντας          
πρτ. οριστ. στερούσα στερούσες στερούσε στερούσαμε στερούσατε στερούσαν
αόρ. οριστ. στέρησα στέρησες στέρησε στερήσαμε στερήσατε στέρησαν
  υποτ. στερήσω στερήσεις στερήσει στερήσο(υ)με στερήσετε στερήσουν
  προστ.   στέρησε     στερήστε  
  απαρέμφ. στερήσει          
πρκ. οριστ.  έχω στερήσει (ή έχω στερημένο)
  υποτ. να έχω στερήσει (ή να έχω στερημένο)
εξακολ. μέλλ.   θα στερώ
στιγμ. μέλλ.   θα στερήσω
υπερσ.   είχα στερήσει (ή είχα στερημένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω στερήσει (ή θα έχω στερημένο)
Ρ10.9β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. / υποτ. στερούμαι στερείσαι στερείται στερούμαστε στερείστε στερούνται
πρτ. οριστ. στερούμουν στερούσουν στερούνταν στερούμασταν στερούσασταν στερούνταν
αόρ. οριστ. στερήθηκα στερήθηκες στερήθηκε στερηθήκαμε στερηθήκατε στερήθηκαν
  υποτ. στερηθώ στερηθείς στερηθεί στερηθούμε στερηθείτε στερηθούν
  προστ.   στερήσου     στερηθείτε  
  απαρέμφ. στερηθεί          
πρκ. οριστ. έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος)
  υποτ. να έχω στερηθεί (ή να είμαι στερημένος)
  μτχ. στερημένος
εξακολ. μέλλ.   θα στερούμαι
στιγμ. μέλλ.   θα στερηθώ
υπερσ.   είχα στερηθεί(ή ήμουν στερημένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω στερηθεί (ή θα είμαι στερημένος)


Επιστροφή