Ρ11 Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./υποτ. εγγυώμαι εγγυάσαι εγγυάται εγγυόμαστε εγγυάστε εγγυώνται
πρτ. οριστ. εγγυόμουν εγγυόσουν εγγυόταν εγγυόμασταν εγγυόσασταν εγγυόνταν
αόρ. οριστ. εγγυήθηκα εγγυήθηκες εγγυήθηκε εγγυηθήκαμε εγγυηθήκατε εγγυήθηκαν
  υποτ. εγγυηθώ εγγυηθείς εγγυηθεί εγγυηθούμε εγγυηθείτε εγγυηθούν
  προστ.   εγγυήσου     εγγυηθείτε  
  απαρέμφ. εγγυηθεί          
πρκ. οριστ. έχω εγγυηθεί (ή είμαι εγγυημένος)
  υποτ. να έχω εγγυηθεί (ή να είμαι εγγυημένος)
  μτχ. εγγυημένος
εξακολ. μέλλ.   θα εγγυώμαι
στιγμ. μέλλ.   θα εγγυηθώ
υπερσ.   είχα εγγυηθεί (ή ήμουν εγγυημένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω εγγυηθεί (ή θα είμαι εγγυημένος)


Επιστροφή