Ρ12 Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. θυμάμαι θυμάσαι θυμάται θυμόμαστε θυμάστε θυμούνται
    θυμούμαι     θυμούμαστέ    
πρτ. οριστ. θυμόμουν θυμόσουν θυμόταν θυμόμασταν θυμόσασταν θυμόνταν
αόρ. οριστ. θυμήθηκα θυμήθηκες θυμήθηκε θυμηθήκαμε θυμηθήκατε θυμήθηκαν
  υποτ. θυμηθώ θυμηθείς θυμηθεί θυμηθούμε θυμηθείτε θυμηθούν
  προστ.   θυμήσου     θυμηθείτε  
  απαρέμφ. θυμηθεί          
πρκ. οριστ. έχω θυμηθεί (ή είμαι θυμημένος)
  υποτ. να έχω θυμηθεί (ή να είμαι θυμημένος)
  μτχ. θυμημένος
εξακολ. μέλλ.   θα θυμάμαι, θα θυμούμαι
στιγμ. μέλλ.   θα θυμηθώ
υπερσ.   είχα θυμηθεί (ή ήμουν θυμημένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω θυμηθεί (ή θα είμαι θυμημένος)


Επιστροφή