P2.1
Ρ2.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. δροσίζω δροσίζεις δροσίζει δροσίζο(υ)με δροσίζετε δροσίζουν
  προστ.   δρόσιζε     δροσίζετε  
  μτχ. δροσίζοντας          
πρτ. οριστ. δρόσιζα δρόσιζες δρόσιζε δροσίζαμε δροσίζατε δρόσιζαν
αόρ. οριστ. δρόσισα δρόσισες δρόσισε δροσίσαμε δροσίσατε δρόσισαν
  υποτ. δροσίσω δροσίσεις δροσίσει δροσίσο(υ)με δροσίσετε δροσίσουν
  προστ.   δρόσισε     δροσίστε  
  απαρέμφ. δροσίσει          
πρκ. οριστ. έχω δροσίσει (ή έχω δροσισμένο)
  υποτ. να έχω δροσίσει (ή να έχω δροσισμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα δροσίζω
στιγμ. μέλλ.   θα δροσίσω
υπερσ.   είχα δροσίσει (ή είχα δροσισμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω δροσίσει (ή θα έχω δροσισμένο)
Ρ2.1β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. δροσίζομαι δροσίζεσαι δροσίζεται δροσιζόμαστε δροσίζεστε δροσίζονται
  προστ.   (δροσίζου)     (δροσίζεστε)  
πρτ. οριστ. δροσιζόμουν δροσιζόσουν δροσιζόταν δροσιζόμασταν δροσιζόσασταν δροσίζονταν
αόρ. οριστ. δροσίστηκα δροσίστηκες δροσίστηκε δροσιστήκαμε δροσιστήκατε δροσίστηκαν
  υποτ. δροσιστώ δροσιστείς δροσιστεί δροσιστούμε δροσιστείτε δροσιστούν
  προστ.   δροσίσου     δροσιστείτε  
  απαρέμφ. δροσιστεί          
πρκ. οριστ. έχω δροσιστεί (ή είμαι δροσισμένος)
  υποτ. να έχω δροσιστεί (ή να είμαι δροσισμένος)
  μτχ. δροσισμένος
εξακολ. μέλλ.   θα δροσίζομαι
στιγμ. μέλλ.   θα δροσιστώ
υπερσ.   είχα δροσιστεί (ή ήμουν δροσισμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω δροσιστεί ( ή θα είμαι δροσισμένος)


Επιστροφή