Ρ2.2
Ρ2.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. αλλάζω αλλάζεις αλλάζει αλλάζο(υ)με αλλάζετε αλλάζουν
  προστ.   άλλαζε     αλλάζετε  
  μτχ. αλλάζοντας          
πρτ. οριστ. άλλαζα άλλαζες άλλαζε αλλάζαμε αλλάζατε άλλαζαν
αόρ. οριστ. άλλαξα άλλαξες άλλαξε αλλάξαμε αλλάξατε άλλαξαν
  υποτ. αλλάξω αλλάξεις αλλάξει αλλάξο(υ)με αλλάξετε αλλάξουν
  προστ.   άλλαξε     αλλάξτε  
  απαρέμφ. αλλάξει          
πρκ. οριστ. έχω αλλάξει (ή έχω αλλαγμένο)
  υποτ. να έχω αλλάξει (ή να έχω αλλαγμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα αλλάζω
στιγμ. μέλλ.   θα αλλάξω
υπερσ.   είχα αλλάξει (ή είχα αλλαγμένο)
συντελ. μέλλ.    θα έχω αλλάξει (ή θα έχω αλλαγμένο)
Ρ2.2β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./υποτ. αλλάζομαι αλλάζεσαι αλλάζεται αλλαζόμαστε αλλάζεστε αλλάζονται
  προστ.   (αλλάζου)     (αλλάζεστε)  
πρτ. οριστ. αλλαζόμουν αλλαζόσουν αλλαζόταν αλλαζόμασταν αλλαζόσασταν αλλάζονταν
αόρ. οριστ. αλλάχτηκα αλλάχτηκες αλλάχτηκε αλλαχτήκαμε αλλαχτήκατε αλλάχτηκαν
  υποτ. αλλαχτώ αλλαχτείς αλλαχτεί αλλαχτούμε αλλαχτείτε αλλαχτούν
  προστ.   αλλάξου     αλλαχτείτε  
  απαρέμφ. αλλαχτεί          
πρκ. οριστ. έχω αλλαχτεί (ή είμαι αλλαγμένος)
  υποτ. να έχω αλλαχτεί (ή να είμαι αλλαγμένος)
  μτχ. αλλαγμένος
εξακολ. μέλλ.   θα αλλάζομαι
στιγμ. μέλλ.   θα αλλαχτώ
υπερσ.   είχα αλλαχτεί (ή ήμουν αλλαγμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αλλαχτεί ( ή θα είμαι αλλαγμένος)


Επιστροφή