Ρ2.3
Ρ2.3α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. αγγίζω αγγίζεις αγγίζει αγγίζο(υ)με αγγίζετε αγγίζουν
  προστ.   άγγιζε     αγγίζετε  
  μτχ. αγγίζοντας          
πρτ. οριστ. άγγιζα άγγιζες άγγιζε αγγίζαμε αγγίζατε άγγιζαν
αόρ. οριστ. άγγιξα άγγιξες άγγιξε αγγίξαμε αγγίξατε άγγιξαν
    άγγισα άγγισες άγγισε αγγίσαμε αγγίσατε άγγισαν
  υποτ. αγγίξω αγγίξεις αγγίξει αγγίξο(υ)με αγγίξετε αγγίξουν
    αγγίσω αγγίσεις αγγίσει αγγίσουμε αγγίσετε αγγίσουν
  προστ.   άγγιξε, άγγισε     αγγίξτε, αγγίστε  
  απαρέμφ. αγγίξει, αγγίσει          
πρκ. οριστ. έχω αγγίξει, έχω αγγίσει (ή έχω αγγιγμένο, έχω αγγισμένο)
  υποτ. να έχω αγγίξει, να έχω αγγίσει (ή να έχω αγγιγμένο, να έχω αγγισμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα αγγίζω
στιγμ. μέλλ.   θα αγγίξω, θα αγγίσω
υπερσ.   είχα αγγίξει, είχα αγγίσει (ή είχα αγγιγμένο, είχα αγγισμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αγγίξει, θα έχω αγγίσει (ή θα έχω αγγιγμένο, θα έχω αγγισμένο)
Ρ2.3β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. αγγίζομαι αγγίζεσαι αγγίζεται αγγιζόμαστε αγγίζεστε αγγίζονται
  προστ.   (αγγίζου)     (αγγίζεστε)  
πρτ. οριστ. αγγιζόμουν αγγιζόσουν αγγιζόταν αγγιζόμασταν αγγιζόσασταν αγγίζονταν
αόρ. οριστ. αγγίχτηκα αγγίχτηκες αγγίχτηκε αγγιχτήκαμε αγγιχτήκατε αγγίχτηκαν
    αγγίστηκα αγγίστηκες αγγίστηκε αγγιστήκαμε αγγιστήκατε αγγίστηκαν
  υποτ. αγγιχτώ αγγιχτείς αγγιχτεί αγγιχτούμε αγγιχτείτε αγγιχτούν
    αγγιστώ αγγιστείς αγγιστεί αγγιστούμε αγγιστείτε αγγιστούν
  προστ.   αγγίξου, αγγίσου     αγγιχτείτε, αγγιστείτε  
  απαρέμφ. αγγιχτεί, αγγιστεί          
πρκ. οριστ. έχω αγγιχτεί, έχω αγγιστεί (ή είμαι αγγιγμένος, είμαι αγγισμένος)
  υποτ. να έχω αγγιχτεί, να έχω αγγιστεί (ή να είμαι αγγιγμένος, να είμαι αγγισμένος)
  μτχ. αγγιγμένος, αγγισμένος
εξακολ. μέλλ.   θα αγγίζομαι
στιγμ. μέλλ.   θα αγγιχτώ, θα αγγιστώ
υπερσ.   είχα αγγιχτεί, είχα αγγιστεί ( ή ήμουν αγγιγμένος, ήμουν αγγισμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω αγγιχτεί, θα έχω αγγιστεί (ή θα είμαι αγγιγμένος, θα είμαι αγγισμένος)


Επιστροφή