Ρ3
Ρ3α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ/ υποτ. πλέκω πλέκεις πλέκει πλέκο(υ)με πλέκετε πλέκουν
  προστ.   πλέκε     πλέκετε  
  μτχ. πλέκοντας          
πρτ. οριστ. έπλεκα έπλεκες έπλεκε πλέκαμε πλέκατε έπλεκαν
αόρ. οριστ. έπλεξα έπλεξες έπλεξε πλέξαμε πλέξατε έπλεξαν
  υποτ. πλέξω πλέξεις πλέξει πλέξο(υ)με πλέξετε πλέξουν
  προστ.   πλέξε     πλέξτε  
  απαρέμφ. πλέξει          
πρκ. οριστ. έχω πλέξει (ή έχω πλεγμένο)
  υποτ. να έχω πλέξει (ή να έχω πλεγμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα πλέκω
στιγμ. μέλλ.   θα πλέξω
υπερσ.   είχα πλέξει (ή είχα πλεγμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω πλέξει (ή θα έχω πλεγμένο)
Ρ3β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./υποτ. πλέκομαι πλέκεσαι πλέκεται πλεκόμαστε πλέκεστε πλέκονται
  προστ.   (πλέκου)     (πλέκεστε)  
πρτ. οριστ. πλεκόμουν πλεκόσουν πλεκόταν πλεκόμασταν πλεκόσασταν πλέκονταν
αόρ. οριστ. πλέχτηκα πλέχτηκες πλέχτηκε πλεχτήκαμε πλεχτήκατε πλέχτηκαν
  υποτ. πλεχτώ πλεχτείς πλεχτεί πλεχτούμε πλεχτείτε πλεχτούν
  προστ.   πλέξου     πλεχτείτε  
  απαρέμφ. πλεχτεί          
πρκ. οριστ. έχω πλεχτεί (ή είμαι πλεγμένος)
  υποτ. να έχω πλεχτεί (ή να είμαι πλεγμένος)
  μτχ. πλεγμένος
εξακολ. μέλλ.   θα πλέκομαι
στιγμ. μέλλ.   θα πλεχτώ
υπερσ.   είχα πλεχτεί (ή ήμουν πλεγμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω πλεχτεί (ή θα είμαι πλεγμένος)


Επιστροφή