Ρ4
Ρ4α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ./ υποτ. κρύβω κρύβεις κρύβει κρύβο(υ)με κρύβετε κρύβουν
  προστ.   κρύβε     κρύβετε  
  μτχ. κρύβοντας          
πρτ. οριστ. έκρυβα έκρυβες έκρυβε κρύβαμε κρύβατε έκρυβαν
αόρ. οριστ. έκρυψα έκρυψες έκρυψε κρύψαμε κρύψατε έκρυψαν
  υποτ. κρύψω κρύψεις κρύψει κρύψο(υ)με κρύψετε κρύψουν
  προστ.   κρύψε     κρύψτε  
  απαρέμφ. κρύψει          
πρκ. οριστ. έχω κρύψει (ή έχω κρυμμένο)
  υποτ. να έχω κρύψει (ή να έχω κρυμμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα κρύβω
στιγμ. μέλλ.   θα κρύψω
υπερσ.   είχα κρύψει (ή είχα κρυμμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω κρύψει ( ή θα έχω κρυμμένο )
Ρ4β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. κρύβομαι κρύβεσαι κρύβεται κρυβόμαστε κρύβεστε κρύβονται
  προστ.   (κρύβου)     (κρύβεστε)  
πρτ. οριστ. κρυβόμουν κρυβόσουν κρυβόταν κρυβόμασταν κρυβόσασταν κρύβονταν
αόρ. οριστ. κρύφτηκα κρύφτηκες κρύφτηκε κρυφτήκαμε κρυφτήκατε κρύφτηκαν
  υποτ. κρυφτώ κρυφτείς κρυφτεί κρυφτούμε κρυφτείτε κρυφτούν
  προστ.   κρύψου     κρυφτείτε  
  απαρέμφ. κρυφτεί          
πρκ. οριστ. έχω κρυφτεί (ή είμαι κρυμμένος)
  υποτ. να έχω κρυφτεί (ή να είμαι κρυμμένος)
  μτχ. κρυμμένος
εξακολ. μέλλ.   θα κρύβομαι
στιγμ. μέλλ.   θα κρυφτώ
υπερσ.   είχα κρυφτεί (ή ήμουν κρυμμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω κρυφτεί ( ή θα είμαι κρυμμένος)


Επιστροφή