Ρ8.2
Ρ8.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ. οριστ. /υποτ. μολύνω μολύνεις μολύνει μολύνο(υ)με μολύνετε μολύνουν
  προστ. μόλυνε μολύνετε        
  μτχ. μολύνοντας          
πρτ. οριστ. μόλυνα μόλυνες μόλυνε μολύναμε μολύνατε μόλυναν
αόρ. οριστ. μόλυνα μόλυνες μόλυνε μολύναμε μολύνατε μόλυναν
  υποτ. μολύνω μολύνεις μολύνει μολύνο(υ)με μολύνετε μολύνουν
  προστ.   μόλυνε     μολύνετε  
  απαρέμφ. μολύνει          
πρκ. οριστ. έχω μολύνει (ή έχω μολυσμένο)
  υποτ. να έχω μολύνει (ή να έχω μολυσμένο)
εξακολ. μέλλ.   θα μολύνω
στιγμ. μέλλ.   θα μολύνω
υπερσ.   είχα μολύνει (ή είχα μολυσμένο)
συντελ. μέλλ.   θα έχω μολύνει (ή θα έχω μολυσμένο)
Ρ8.2β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./υποτ. μολύνομαι μολύνεσαι μολύνεται μολυνόμαστε μολύνεστε μολύνονται
  προστ.   (μολύνου)     (μολύνεστε)  
πρτ. οριστ. μολυνόμουν μολυνόσουν μολυνόταν μολυνόμασταν μολυνόσασταν μολύνονταν
αόρ. οριστ. μολύνθηκα μολύνθηκες μολύνθηκε μολυνθήκαμε μολυνθήκατε μολύνθηκαν
  υποτ. μολυνθώ μολυνθείς μολυνθεί μολυνθούμε μολυνθείτε μολυνθούν
  προστ.   μολύνσου     μολυνθείτε  
  απαρέμφ. μολυνθεί          
πρκ. οριστ. έχω μολυνθεί (ή είμαι μολυσμένος)
  υποτ. να έχω μολυνθεί (ή να είμαι μολυσμένος)
  μτχ. μολυσμένος
εξακολ. μέλλ.   θα μολύνομαι
στιγμ. μέλλ.   θα μολυνθώ
υπερσ.   είχα μολυνθεί (ή ήμουν μολυσμένος)
συντελ. μέλλ.   θα έχω μολυνθεί (ή θα είμαι μολυσμένος)


Επιστροφή