Ετυμολογικές και μορφολογικές πληροφορίες· προέλευση, μορφολογική ανάλυση

Βάση της νέας ελληνικής είναι η ελληνιστική κοινή, δηλαδή η γλώσσα που διαμορφώθηκε περίπου από τον 4ο προς τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 4ο με 5ο αιώνα μ.Χ., και που από άποψη πολιτικής ιστορίας αντιστοιχεί στην εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Λέξεις, επομένως, που δημιουργήθηκαν σ' αυτή την περίοδο θεωρούνται η, βάση των σημερινών και δεν αναλύονται μορφολογικά, εκτός από μερικές περιπτώσεις για αποφυγή παρανόησης (π.χ. τα λήμματα από ζώο-· δες χαρακτηριστικά ζωογόνος, ζωόμορφος)· δηλώνεται όμως η προέλευση τους και, αν πρόκειται για δάνεια,, η διαδικασία προσαρμογής τους. Για την περίοδο; αυτή χρησιμοποιήθηκε η συντομογραφία “ελνστ”. Και φυσικά, δεν αναλύονται μορφολογικά, ούτε δηλώνεται η προέλευση τους, πρόδρομοι που υπήρχαν κιόλας στην ακόμη παλιότερη, την αρχαία ελληνική, περίοδο, είτε ως παλιά ινδοευρωπαϊκή κληρονομιά (π.χ. πατήρ, πρόδρομος της λέξης πατέρας), είτε ως προϊνδοευρωπαϊκές λέξεις (π.χ. θάλασσα), είτε ως δάνεια (π.χ. χρυσός): για την ανάλυση και την ιστορία των λέξεων των δύο αυτών περιόδων της ελληνικής γλώσσας αρμόδια είναι τα λεξικά της αρχαίας και όχι της νέας ελληνικής. Εξαίρεση σ' αυτή την αρχή γίνεται σε σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη πολιτιστική σημασία, όπως στην ονομασία των γραμμάτων του αλφαβήτου. Όλες οι άλλες λέξεις αναλύονται μορφολογικά, ώστε να φανεί η εξέλιξη του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας μας από τη βάση της και πέρα, δηλαδή από την ελληνιστική εποχή μέχρι σήμερα.
Με τη ρητή μορφολογική ανάλυση γίνεται σαφέστερο ποια είναι κάθε φορά η βάση μιας λέξης. Για παράδειγμα, από τις παρακάτω συγγενικές λέξεις, θέατρο και θεατρικός είναι λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (λογ. < αρχ.)· θεατρώνης είναι λόγιο δάνειο από την ελληνιστική κοινή (λογ. < ελνστ.)· θεατράκι είναι λέξη λαϊκής, και όχι πια λόγιας, προέλευσης με βάση τη λέξη θέατρο· θεατρολόγος και θεατρολογία είναι λόγιες λέξεις με βάση τη λόγια (< αρχαία ελληνική) λέξη θέατρο(ν) και τα επίσης λόγια συνθετικά -λόγος, -λογία, που είναι και αυτά λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά· θεατρόφιλος είναι λόγια λέξη από το αγγλικό theatrophile, που με τη σειρά του στηρίζεται στα αρχαία γλωσσικά στοιχεία θέατρο(ν) και φίλ(ος)· θεατράνθρωπος είναι λόγιο μεταφραστικό δάνειο και μάλιστα σφαλερό. Από την τουρκική λέξη zor προέρχεται η λέξη ζόρ-ι με προσαρμογή στο σύστημα της νέας ελληνικής· από την ελληνική πια λέξη ζόρ(ι) και το επίσης τουρκικής προέλευσης επίθημα -ιλίκι παράγεται η λέξη ξορ-ιλίκι, ενώ η υπόλοιπη σειρά των συγγενικών λέξεων παράγεται με βάση παλιότερα επιθήματα: ζοριλ(ίκι) > ζοριλ-ίδικος, ζόρ(ι) > ζόρ-ικος, ζόρ(ι) > ζορ-ίζω, ζορισ- (ζορίζω) > ζόρισ-μα. Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το μέρος της βάσης, δηλαδή της αρχικής λέξης, που δεν συμμετέχει στην παραγωγή του παράγωγου δηλώνεται σε παρένθεση, και το ίδιο συμβαίνει με τον ενεστώτα ρημάτων, εφόσον βάση της παράγωγης λέξης είναι το συνοπτικό τους θέμα.

Ετυμολογικές ενδείξεις
Η απουσία άλλης ένδειξης στην ετυμολογία μιας λέξης σημαίνει πως η λέξη δημιουργήθηκε μέσα στη νεότερη λαϊκή γλώσσα με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. θεότρελος).
Αν μια λέξη είναι κληρονομημένη από περίοδο παλιότερη από τη μεσαιωνική, παραλείπεται η δήλωση των ενδιάμεσων περιόδων για παράδειγμα, αν υπάρχει η συντομογραφία "αρχ." χωρίς άλλη ένδειξη (π.χ. στα λήμματα θέλημα, μητέρα, πατέρας), αυτό σημαίνει πως πρόκειται για λέξη κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στη γλώσσα. Δηλώνεται, πάντως, η τυχόν μορφολογική προσαρμογή αυτών των λέξεων στο νεότερο γλωσσικό σύστημα.
Αν η λέξη έρχεται από τη λόγια παράδοση, δίνεται η ένδειξη "λογ." (π.χ. θεατρολογία). Αν μετά την ένδειξη αυτή δεν ακολουθεί άλλη, πρόκειται για λόγιο νεολογισμό (π.χ. αμπελοκαλλιέργεια)· αλλιώς, επισημαίνεται η παραπέρα πηγή. Λόγιες λέξεις της νεοελληνικής που μαρτυρούνται τόσο στην αρχαία όσο και στην ελληνιστική περίοδο χαρακτηρίζονται με την ένδειξη "λογ. < αρχ.", δηλαδή λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά, παρόλο που είναι πιθανό οι λόγιοι να τις δανείστηκαν από κείμενα της ελληνιστικής εποχής. Αν πρόκειται για κάποια νεοελληνική διάλεκτο άλλη από την κοινή νεοελληνική, αυτό δηλώνεται (π.χ. στα λήμματα -ίτσα, κοπελιά).
Αν μια λέξη ήρθε κατά τη νεότερη περίοδο από άλλη γλώσσα, δίνεται η συντομογραφία που αντιστοιχεί σ' αυτή τη γλώσσα· αν πρόκειται για λόγιο δανεισμό, προηγείται η ένδειξη "λογ." (π.χ. ζενίθ, ζωοφιλία, ηφαίστειο, ιβονάρ). Αν μια λέξη ξένης προέλευσης είχε μπει στα ελληνικά κατά το μεσαίωνα, προηγείται η ένδειξη "μσν." (π.χ. ζάρι). Σε ορισμένα δάνεια δηλώνεται δίπλα στην ξένη λέξη η προφορά της με τονικό σημάδι, όταν χρειάζεται να υποδειχτεί αλλαγή στο τονικό σχήμα, π.χ. μαφία: λογ. < αγγλ. mafia [ma-].

Έκταση της ετυμολογικής ιστορίας
Όπως δηλώθηκε και πιο πάνω, δεν θεωρήθηκε χρήσιμο σε λεξικό της νέας ελληνικής να προχωρήσει η ετυμολογική ιστορία πέρα από τα αρχαία ελληνικά. Στα δάνεια καθορίζεται οπωσδήποτε η άμεση πηγή δανεισμού· για παράδειγμα, η λέξη καφές δηλώνεται πως ήρθε από τα ιταλικά και τα γαλλικά, και όχι απευθείας από τα τουρκικά ή τα αραβικά.
Ιδιαίτερα στα δάνεια αποφεύγεται η ετυμολογική ιστορία να προχωρεί χωρίς λόγο διαδοχικά σε διάφορες ξένες γλώσσες. Μακρύτερη ετυμολογική ιστορία δίνεται περισσότερο σε πρόσφατα δάνεια, καθώς και σε περιπτώσεις που έχουν κάποια σημασία για την ιστορία του πολιτισμού. Έτσι, δεν αναφέρεται πως η λέξη κάρο, που έρχεται από τα λατινικά και τα ιταλικά, μπήκε στα λατινικά από τα αρχαία κελτικά, επειδή αυτό θα ενδιέφερε μόνο την ιστορία της λατινικής γλώσσας. Ούτε αναφέρεται από ποια γλώσσα μπήκε στα τουρκικά η λέξη μπακάλης (από τα αραβικά). Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπως ονόματα λαϊκών μουσικών οργάνων, π.χ. ζουρνάς ή σαντούρι, αναφέρεται όχι μόνο ότι ήρθαν από τα τουρκικά αλλά και ότι στα τουρκικά μπήκαν αντίστοιχα από τα περσικά και τα αραβικά, επειδή αυτή η πληροφορία είναι σημαντική για την κατανόηση των πολιτιστικών επιδράσεων.
Αν η σημερινή λέξη, είτε είναι κληρονομημένη είτε είναι λαϊκό ή λόγιο δάνειο, έχει πολύ διαφορετική σημασία από τον πρόδρομο, δίνεται η βασική σημασία της παλιότερης λέξης (π.χ. δεσπότης, ηγούμενος, θαρρώ, θεοσοφία, Θεοτόκος, θερμοκρασία, μπατζάκι, σταυρός). Επίσης προστίθεται η αρχαία σημασία, αν είναι πολύ διαφορετική από την ελληνιστική (π.χ. θεσπίζω). Ακόμη, για αποφυγή σύγχυσης επισημαίνεται η ύπαρξη διαφορετικής λέξης σε παλιότερη γλωσσική περίοδο που τυχαία έχει την ίδια μορφή (π.χ. ημερίδα,
ημίμετρο, θεσμοθετώ), αλλά και συγγενικής παραγωγής παλιότερη λέξη με την ένδειξη "πρβ.", για να φανεί αν τυχόν και σε παλιότερη περίοδο παρουσιάζεται παρόμοια λειτουργία της γλώσσας (π.χ. ιεραρχώ). Δεν ήταν όμως δυνατό, στα πλαίσια ενός μη εξειδικευμένου λεξικού, να δηλωθεί ποια λέξη έχει τυχόν αντικατασταθεί από την καινούρια.
Αν γίνεται αναφορά σε λέξη άλλη από τον πρόδρομο και η λέξη αυτή δεν υφίσταται ως λήμμα του λεξικού, ερμηνεύεται επιτόπου (π.χ. το στοιχείο δόλιχος στη λέξη θεοδόλιχος).
Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι δυνατό η ίδια λέξη να έχει διαφορετική ετυμολογία στις διάφορες σημασίες της, κάτι συχνό προπαντός σε λέξεις λόγιας προέλευσης (π.χ. θετικός, ιστορικό, αιματο-, αντί-, -ικός2, λαϊκό -ίτσα, λαϊκό και λόγιο δίσκος). Εφόσον όμως κάποια λέξη έχει μία ετυμολογία, και τουλάχιστον μία από της σημασίες της είναι περίπου ίδια με κάποια σημασία του προδρόμου (π.χ. θεός), αποφεύγεται να δοθούν περισσότερες πληροφορίες· διαφορετικά, το ετυμολογικό μέρος θα έπρεπε να διογκωθεί σε ιδιαίτερο ιστορικό λεξικό.
Ο παραπάνω περιορισμός δεν εφαρμόστηκε αυστηρά στην περίπτωση των παραθημάτων, δηλαδή των επιθημάτων (που παραδοσιακά ονομάζονταν και παραγωγικές καταλήξεις) και των προθημάτων. Παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αρχική λειτουργία και την εξέλιξη των παραθημάτων για τρεις λόγους: (α) για να αντιμετωπιστούν εκπαιδευτικές ανάγκες, (β) επειδή η ανάλυση και η ιστορική παρουσίαση τους έχει παραμεληθεί στη γλώσσα μας, (γ) επειδή τα επιθήματα, και σε μικρότερο βαθμό τα προθήματα, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για τη δομή και την ιστορία της γλώσσας από ό,τι έχουν οι μεμονωμένες λέξεις. Επίσης περισσότερες πληροφορίες δόθηκαν για τα πρώτα και δεύτερα συνθετικά (π.χ. γερο-), και ιδιαίτερα για όσα από αυτά μπορούν να θεωρηθούν συμφύματα (π.χ. ευρω-, υδρο-, -γόνος).

Ενδείξεις για την εξέλιξη της προφοράς
Δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθεί η προφορά των παλιότερων μορφών των λέξεων, εκτός από λίγες περιπτώσεις όπου υπάρχει μεγάλος κίνδυνος παρανόησης (π.χ. θάμπος - θάμβος, κουμπί- κόμβος). Μια παλιότερη μορφή, προπαντός μια αρχαία ελληνική λέξη, πουγράφεται περίπου όπως η σημερινή μορφή, συνήθως προφερόταν διαφορετικά. Στις κληρονομημένες λέξεις οι αλλαγές της προφοράς ακολουθούν αυστηρά τους γλωσσικούς κανόνες και την εσωτερική δομή του συστήματος, ενώ στις λέξεις λόγιας προέλευσης παρατηρούνται "ορθογραφικές προφορές" (π.χ. κόμβος, ανδρείος).
Ανάλογες ενδείξεις για ξένες δανείστριες γλώσσες δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθούν. Ο χρήστης όμως μπορεί να βοηθηθεί από τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως ειδική εξήγηση κάποιας αλλαγής στην προφορά (π.χ. ζιπουνάκι, ζουρλός) ή από την ένδειξη "ορθογρ. δαν." (π.χ. ζέβρα, ιαγουάρος): προφανώς αν η σχετική λέξη είχε μπει με τον κανονικό τρόπο του προφορικού δανεισμού, θα είχε διαφορετική προφορά. Η ένδειξη για ορθογραφικό δανεισμό στα προϊόντα του διαχρονικού δανεισμού παραλείπεται ως αυτονόητη. Ο χρήστης πρέπει να θυμάται πως στην περίπτωση του διαχρονικού δανεισμού δεν έχει ακολουθηθεί πάντα η φυσική εξέλιξη της γλώσσας.
Μόνο με τη συνειδητοποίηση τουλάχιστον των φωνολογικών και των μορφολογικών, αν όχι και των συντακτικών, κανόνων που καθορίζουν την εξέλιξη της γλώσσας η ετυμολογία ξεπερνάει τα όρια της σκέτης εγκυκλοπαιδικής πληροφόρησης και της ανεκδοτολογίας και γίνεται γλωσσική επιστήμη. Και παράλληλα, αν δεν επισημανθούν οι βασικές σημασιολογικές αλλαγές των λέξεων, προπαντός εκείνων που είναι φορείς πολιτιστικών εννοιών, η ετυμολογία όχι μόνο δεν βοηθάει την ιστορική κατανόηση, αλλά και τη διαστρεβλώνει.

Ορθογραφικές ενδείξεις
Εφόσον στη γραφή της νέας ελληνικής ακολουθείται περίπου ιστορική ορθογραφία για λέξεις που ξεκινούν από τα αρχαία ελληνικά, οι ετυμολογικές πληροφορίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως ορθογραφικό κριτήριο. Έτσι, μπορεί να γίνουν φανερές τόσο περιπτώσεις ορθογραφικής απλούστευσης (π.χ. παλικάρι), όσο και περιπτώσεις όπου η κρατούσα ορθογραφία δεν στηρίζεται ιστορικά (π.χ. αυγό, τσιγγάνος), θα ήταν όμως υποβάθμιση του ετυμολογικού έργου να θεωρηθεί πως πρωταρχικός σκοπός της ετυμολογίας είναι ο ορθογραφικός κανονισμός.

Επιστροφή