Οι Ρωμαίοι λόγω της επεκτατικής πολιτικής τους ένιωσαν την ανάγκη συνεννόησης με τους ξένους λαούς που υπέτασσαν. Έτσι μεταχειρίστηκαν συστηματικά τη μετάφραση, καταρχήν στην απλή μορφή της διερμηνείας που εξυπηρετεί πρακτικούς στόχους. Η επαφή τους, ωστόσο, με τον ελληνικό κόσμο και τα επιτεύγματά του σε όλους τους τομείς του πολιτισμού (πολιτική, λογοτεχνία, επιστήμες, τεχνολογία, κλπ.), κατέστησε τη μετάφραση αγωγό διαμεσολάβησης, τέτοιον που θα επέτρεπε και στους ίδιους να δημιουργήσουν πρωτότυπα, δικά τους έργα σε κάθε τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί γόνιμος προβληματισμός πάνω στη μετάφραση, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση για την πρώτη "μεταφραστική θεωρία".

Αυτός ο προβληματισμός αποτυπώνεται έμπρακτα στις μεταφράσεις ελληνικών έργων (με μια μετάφραση άλλωστε, της Οδύσσειας από τον Λίβιο Ανδρόνικο, ξεκινά η ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας), αλλά και διαφαίνεται στην αρκετά πλούσια ορολογία των Ρωμαίων για τη μεταφραστική πράξη. Οι αποχρώσεις των όρων, η διαφορετική έμφαση καθενός, η χρονολογική τους εμφάνιση, ακόμη και η συμβατοποίησή τους με το πέρασμα του χρόνου αποτελούν δείκτες για την περί μεταφράσεως αντίληψη των Ρωμαίων.

(κείμενα: Β. Φυντίκογλου)