Ομηρικές
γλώσσες στον Αριστοφάνη
Ένα παράδειγμα από τους Δαιταλείς (απ. 222.3)
ΓΕΡΩΝ: πρὸς ταῦτα σὺ
λέξον Ὁμήρου <ἐμοὶ> γλώττας· τί καλοῦσι
... τί καλοῦσ᾿ ἀμενηνὰ
κάρηνα;
ΚΑΤΑΠΥΓΩΝ: ὁ μὲν οὖν σός,
ἐμὸς δ᾿ οὖτος ἀδελφὸς φρασάτω τί καλοῦσιν
ἰδυίους;
... τί καλοῦσιν ὀπυίειν;
T. Kock (εκδ.), Cοmicorum Graecorum Fragmenta , τ.1, Λειψία 1880
Mετάφραση:
«[A] Eξήγησέ μου, ακόμη, τις γλώσσες του Oμήρου:
τι σημαίνουν
τα κόρυμβα, τι τα ἀμενηνὰ κάρηνα?
[B] τι το ἰδυίους και τι το ὀπυίειν;»
H ερώτηση αφορά στις εξής δυσεξήγητες
ομηρικές λέξεις:
κόρυμβα (μόνο στον πληθ. και λέξη άπαξ στον Όμηρο·
σημασιολογικώς ισοδύναμη λέξη με το ἄφλαστον): η κορυφή· τα καμπύλα, δηλ., ξύλινα άκρα
της πρύμνης (και της πρώρης) που ήσαν διακοσμημένα με διάφορα ποικίλματα (ἀκροστόλια). Στην Iλιάδα I 241 ο Έκτορας απειλεί να τα κόψει από τα
καράβια των Aχαιών, για να τα κρατήσει ως τρόπαια.
ἀμενηνὰ κάρηνα (το ἀμεμηνός, -όν= συν. για όσους στερούνται τη ζωτική τους
δύναμη (μένος) όπως οι νεκροί· το κάρηνον= κεφάλι): τα αδύναμα, άψυχα, κεφάλια των
νεκρών (κ 521=536= λ 29=49).
ἰδυίους (στα ομηρικά έπη μόνο το θηλ. της μτχ.
ενεστ. του *εἴδω & οῑδα, ἰδυία): οι μάρτυρες.
ὀπυίειν [απαρ. ενεστ. του ὀπυίω): παντρεύομαι (N
379, 429, δ 798 κ.ά.).