3. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Μετά τη λεξιλογική και μορφοσυντακτική επεξεργασία του κειμένου και προτού οι μαθητές προβούν στην απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική, θα συνέβαλε σημαντικά στη μεταφραστική άσκηση η συγκριτική μελέτη δόκιμων μεταφράσεων και ο εντοπισμός των ομοιοτήτων και των διαφορών τους σε όλα τα επίπεδα. Ορισμένα συμπεράσματα που εξάγονται από τη συγκριτική εξέταση τεσσάρων μεταφράσεων, είναι τα εξής:

Αυτονόητο είναι ότι οι μεταφράσεις παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, γιατί προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους· η πρώτη είναι των αρχών του αιώνα, οι επόμενες δύο δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του '70 και η τελευταία είναι η πιο πρόσφατη μετάφραση των Ηθικών Νικομαχείων. Έτσι, λοιπόν, οι πρώτες τρεις κινούνται στο πλαίσιο της καθαρεύουσας, με όποιες τυπολογικές επιλογές επέβαλε αυτή. Η μετάφραση του Δ. Λυπουρλή είναι η μόνη που διαθέτουμε στη δημοτική.

 

-    Ο Κ. Ζάμπας, του οποίου η μετάφραση δημοσιεύτηκε το 1911, προσπαθεί όσο το δυνατό να παραμείνει κοντύτερα στο αρχαιοελληνικό κείμενο· έτσι από τη μια αποφεύγει την παγίδα των περιττών αναλύσεων και ερμηνειών, από την άλλη όμως αντιμετωπίζει το κείμενο στατικά και όχι δυναμικά. Ενδεικτικά σημειώνουμε:

·           Η  επιλογή της λέξης «συνήθεια» για την απόδοση του αριστοτελικού ἔθος αποδυναμώνει τη λέξη και δεν επιτρέπει να διαφανεί η ετυμολογική συγγένεια της ηθικής και του ἔθους.

·           Η πιστή απόδοση αρχαιοελληνικών λέξεων (όπως του πλεῖον) στην καθαρεύουσα αποβαίνει άστοχη.

·           Προβληματική είναι η απόδοση της περιόδου οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ... ἂν ἐθισθείη: η κυριολεκτική απόδοση του ρήματος φέρομαι δημιουργεί ακυρολογία· επίσης ανεπιτυχής είναι η αντικατάσταση του ρήματος της πρότασης οὐδ' ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν με δευτερεύουσα τελική πρόταση.

 

-    Ο Σ. Μαγγίνας, ο οποίος μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια το 1972, χρησιμοποιεί τον μακροπερίοδο λόγο που δυσχεραίνει σημαντικά την προσπάθεια κατανόησης του κειμένου. Καταφεύγει σε ανούσιες λεκτικές ή φραστικές επαναλήψεις. ¶λλοτε πάλι αναλώνεται σε ερμηνείες λέξεων του αρχαιοελληνικού κειμένου και άλλοτε χρησιμοποιεί αυτούσιους αριστοτελικούς τύπους. Επομένως, η μετάφρασή του είναι εξαιρετικά αναλυτική και αρκετά ασυνεπής ως προς το πρωτότυπο. Πολλές είναι οι μεταφραστικές αστοχίες που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς.

 

-    Οι μεταφραστικές επιλογές του Α. Δαλεζίου (Πάπυρος 1975) θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι με ελάχιστες τροποποιήσεις συναφείς των επιλογών του Κ. Ζάμπα. Προσθέτουμε τα εξής:

·           Στην αρχή του κειμένου αποδίδει τη μετοχή οὔσης με ουσιαστικό.

·           Επιτυγχάνει να αναδείξει την ετυμολογική συνάφεια της ἠθικῆς και του ἔθους.

·           Προβληματική είναι η απόδοση των δύο αριστοτελικών παραδειγμάτων όπως και στη μετάφραση του Κ. Ζάμπα.

·           Επισημαίνουμε την ταυτολογία στο τέλος του κειμένου: «ναι μεν επλάσθημεν εκ φύσεως…».

 

-    Όσον αφορά στη μετάφραση του Δ. Λυπουρλή αναφέρουμε τα εξής:

·           Επιλέγει την παρατακτική σύνδεση των προτάσεων.

·           Επιχειρεί να σχηματοποιήσει τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη.

·           Προβαίνει στην παρενθετική χρήση δύο προτάσεων, προκειμένου να αποδοθεί καλύτερα το εννοιολογικό περιεχόμενο του κειμένου.

·           Μια προσθήκη, που αποτελεί υπαινιγμό στα προηγούμενα βιβλία των Ηθικών Νικομαχείων, κρίθηκε αναγκαία.

·           Στην περίοδο «Πραγματικά, δεν υπάρχει πράγμα εφοδιασμένο … άλλες ιδιότητες» η μετάφραση είναι υποχρεωτικά αναλυτική, για να αποδοθούν σύνθετα νοήματα.

·           Σε ορισμένες προτάσεις γίνεται αντιστροφή του υποκειμένου και του αντικειμένου.