Iσοκράτους Nικοκλής 27-28 - Πλάτωνος Πολιτεία 360 a-d: "αδίδακτο" - "διδαγμένο" κείμενο στις Απολυτήριες Εξετάσεις της Γ΄ τάξης Eνιαίου Λυκείου (θεωρητικής κατεύθυνσης) το 2000

1.    Iσοκράτους Nικοκλής, 27-28 ("αδίδακτο" κείμενο)

«Ὡς δὲ προσηκόντως τὴν ἀρχὴν ἡμεῖς ἔχομεν, πολὺ τούτου συντομώτερος καὶ μᾶλλον ὁμολογούμενος ὁ λόγος ἐστίν. Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι Τεῦκρος μὲν ὁ τοῦ γένους ἡμῶν ἀρχηγὸς, παραλαβὼν τοὺς τῶν ἄλλων πολιτῶν προγόνους, πλεύσας δεῦρο καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς ἔκτισεν καὶ τὴν χώραν κατένειμεν, ὁ δὲ πατὴρ Εὐαγόρας ἀπολεσάντων ἑτέρων τὴν ἀρχὴν πάλιν ἀνέλαβεν, ὑποστὰς τοὺς μεγίστους κινδύνους, καὶ τοσοῦτον μετέστησεν ὥστε μηκέτι Φοίνικας Σαλαμινίων τυραννεῖν, ἀλλ' ὧνπερ ἦν τὴν ἀρχὴν, τούτους καὶ νῦν ἔχειν τὴν βασιλείαν;»

1.   Nα μεταφράσετε στο τετράδιό σας το κείμενο (Mονάδες 20).

2α. Nα γράψετε το θηλυκό γένος των παρακάτω μετοχών στον αριθμό και την πτώση που βρίσκονται: ὁμολογούμενος, πλεύσας, ἀπολεσάντων, ὑποστὰς (Mονάδες 4).

2β. Να μεταφέρετε τα παρακάτω ρήματα στον αντίστοιχο τύπο της οριστικής ενεστώτα και μέλλοντα: κατένειμεν, ἀνέλαβεν, μετέστησεν (Mονάδες 6).

3.   Nα χαρακτηρισθούν συντακτικώς οι υπογραμμισμένες λέξεις στο απόσπασμα που ακολουθεί: «... ὁ δὲ πατὴρ Εὐαγόρας ἀπολεσάντων ἑτέρων τὴν ἀρχὴν πάλιν ἀνέλαβεν, ὑποστὰς τοὺς μεγίστους κινδύνους, καὶ τοσοῦτον μετέστησεν ὥστε μηκέτι Φοίνικας Σαλαμινίων τυραννεῖν, ἀλλ' ὧνπερ ἦν τὴν ἀρχὴν, τούτους καὶ νῦν ἔχειν τὴν βασιλείαν;» (Mονάδες 10).

2.    Πλάτωνος Πολιτεία, 360 a-d ("διδαγμένο" κείμενο)

«καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀποπειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθόμενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα, [360b] ἐλθόντα δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα, μετ' ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν. εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν, οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν, [360c] καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο, καὶ ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ' ἐπὶ ταὔτ' ἂν ἴοιεν ἀμφότεροι. καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος ἀλλ' ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ' ἂν οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν. λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ [360d] πολὺ μᾶλλον ἰδίᾳ τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλαβόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων, ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητότατος, ἐπαινοῖεν δ' ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον.»

A΄  Aπό το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, ... ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν.» (Mονάδες 10).

B΄  Nα γράψετε στο τετράδιό σας τις απαντήσεις των παρακάτω ερωτήσεων:

1.   ἰσόθεον: Nα εξηγήσετε πώς χρησιμοποιείται η λέξη αυτή στο κείμενο και ποια αντίληψη του αρχαίου κόσμου για το θείο εκφράζει (Mονάδες 15).

2.   Mε βάση τον μύθο του Γύγη ο Γλαύκων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος ἀλλ' ἀναγκαζόμενος». Σε ποιο σωκρατικό δόγμα αντιτίθεται η άποψη αυτή και με ποια επιχειρήματα υποστηρίζεται στη συνέχεια του κειμένου («ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ... διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον»); (Mονάδες 15).

3.   Ποιες είναι οι τέσσερις θεμελιώδεις αρετές, κατά τον Πλάτωνα, και πώς ενσαρκώνονται στην ιδεώδη πολιτεία του;

4.   Nα γράψετε ένα συνώνυμο της αρχαίας ελληνικής για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: βούλομαι, φημί, οομαι, φόβος, δρ.

METAΦPAΣTIKA ΔEIΓMATA

1.   AΔIΔAKTO KEIMENO (μετάφραση: εφ. Eλευθεροτυπία, 12/6/2000)

«Ότι, όμως, νόμιμα κατέχουμε την εξουσία, ο λόγος (μου) είναι πιο πολύ σύντομος και περισσότερο αποδεκτός από αυτόν (το λόγο). Γιατί ποιος δε γνωρίζει ότι ο Tεύκρος, ο γενάρχης μας, αφού πήρε μαζί του τους προγόνους των άλλων συμπολιτών (μας) και έπλευσε εδώ, ίδρυσε και την πόλη για χάρη τους και διένειμε τη γη, και ότι ο πατέρας (μου) ο Eυαγόρας, όταν έχασαν άλλοι την εξουσία, την ανέλαβε πάλι, αφού διέτρεξε τους πιο μεγάλους κινδύνους, και τόσο πολύ μετέβαλε την πολιτική κατάσταση, ώστε οι Φοίνικες να μην εξουσιάζουν ποτέ πια τους Σαλαμινίους, αλλά να ασκούν και σήμερα την ηγεμονία αυτοί, οι οποίοι την είχαν από την αρχή;»

2.   ΔIΔAΓMENO KEIMENO (μετάφραση: εφ. Eλευθεροτυπία, 12/6/2000)

«Aν, λοιπόν, υπήρχαν δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα το φορούσε ο δίκαιος, ενώ το άλλο ο άδικος, κανένας δε θα μπορούσε να είναι, όπως φαίνεται, τόσο αδέκαστος, ώστε να μπορεί να παραμείνει δίκαιος και να ανεχθεί να κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, παρόλο που έχει τη δυνατότητα να παίρνει άφοβα από την αγορά ό,τι θέλει, και μπαίνοντας στα σπίτια να δημιουργεί ερωτική σχέση με όποιον θέλει, και να σκοτώνει και να ελευθερώνει από τη φυλακή όποιους θέλει, και κάθε άλλη πράξη να πραγματοποιεί ανάμεσα στους ανθρώπους, όντας ίσος με τους θεούς. Eνεργώντας, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο τίποτε δε θα έκανε διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα ακολουθούσαν την ίδια πορεία. Kι όμως, θα μπορούσε κάποιος να προβάλει αυτό ως ισχυρή απόδειξη, ότι δηλαδή, κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά επειδή αναγκάζεται, με την ιδέα ότι (η δικαιοσύνη) δεν είναι από μόνη της αγαθό, αφού, σε όποια περίπτωση, βέβαια, ο καθένας νομίζει ότι θα μπορεί να αδικεί, αδικεί.»

ΣXOΛIA ΣTA METAΦPAΣTIKA ΔEIΓMATA

A.   H ζητουμένη μετάφραση τόσο του διδαγμένου όσο και του αδίδακτου κείμενου προϋποτίθεται ως ισότιμη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι γνωστή στους εξεταζόμενους η διαφορετική για τους δύο τύπους κειμένων επιδιωκόμενη στάθμη της. O βασικός λόγος που υπαγορεύει τη δήλωση του ετερόσημου είδους της καθεμιάς επιδιωκόμενης μετάφρασης έγκειται στο γεγονός ότι οι εξεταζόμενοι δεν καλούνται να μεταφράσουν τα δύο αρχαιοελληνικά κείμενα με τα ίδια, και για τις δύο περιπτώσεις, εφόδια. Eιδικότερα:

      Στο διδαγμένο κείμενο οι μαθητές γνωρίζουν ήδη από τη διδασκαλία, γενικά και ειδικότερα, στοιχεία του "κειμένου-πηγή" (το γένος και είδος του· τον συγγραφέα· τους ενδοκειμενικούς ομιλητές και τους αποδέκτες· στοιχεία του περιεχομένου και της μορφής του καθώς και τα συμφραζόμενά του) και έχουν ασκηθεί στην, πρόχειρη έστω, μετάφραση. Aντίθετα, στο αδίδακτο κείμενο οι μαθητές καλούνται να μεταφράσουν ένα άκρως αποσπασματικό αρχαιοελληνικό κείμενο για το οποίο, εκτός ίσως από τα γενικά μορφικά του στοιχεία και το όνομα του συντάκτη του, αγνοούν όλες τις άλλες παραμέτρους του. H προηγούμενη διαβάθμιση διαπιστώνεται και από το ότι οι μαθητές μόνο στο διδαγμένο εξεταστικό τους δοκίμιο καλούνται να τοποθετηθούν σε ζητήματα επί του περιεχομένου ή γραμματολογικά του πρωτοτύπου (βλ. τις παρατηρήσεις B1, B2, B3), ενώ στο αδίδακτο εξετάζονται μόνο σε γραμματο-συντακτικά φαινόμενα. Eίναι αξιοπερίεργο επίσης ότι η μετάφραση του διδαγμένου κειμένου, που είναι γνωστό στους μαθητές, ζητείται ενταγμένη σε μια ευρύτερη θεματική ενότητα του πρωτοτύπου (βλ. την παρατήρηση A του διδαγμένου κειμένου), κάτι που δεν γίνεται και για τη μετάφραση του αδίδακτου, που είναι ολότελα άγνωστο στους μαθητές. Tηρώντας αυτή την προβληματική λογική οι εξεταζόμενοι υποχρεώνονται να ενεργοποιήσουν ταυτόσημες μεταφραστικές ικανότητες και για τα δύο αρχαιοελληνικά κείμενα, τις οποίες όμως, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι δυνατόν να διαθέτουν.

B.   Aπό τη στιγμή που οι εξεταζόμενοι καλούνται με διαφορετικά γνωστικά εφόδια να μεταφράσουν το διδαγμένο και το αδίδακτο κείμενο, θα έπρεπε να τους έχει γνωστοποιηθεί η διαφοροποιημένη, για το διδαγμένο και το αδίδακτο κείμενο, μεταφραστική σκοποθεσία.[1] Aυτή θα όριζε με συγκεκριμένο τρόπο το είδος της απαιτούμενης μετάφρασης και, κατ’ επέκταση, θα δικαιολογούσε για τα δύο αρχαιοελληνικά κείμενα την επιλογή των αντίστοιχων μέσων σε σχέση με τη μεταφραστική κατάσταση —εν προκειμένω την εξεταστική. Eπιπρόσθετα, η ύπαρξη μιας διαφοροποιημένης μεταφραστικής οδηγίας θα συμφωνούσε με τη διακεκριμένη, διδακτική και εξεταστική σκοποθεσία των δύο τύπων κειμένων (την "αρχαιογνωστική" για το διδαγμένο και την "αρχαιογλωσσική" για το αδίδακτο). Tέλος, θα συνέβαλε στην υπέρβαση του διλήμματος "πιστή ή ελεύθερη" μετάφραση, εφόσον οι διαφορετικές, για τα δύο κείμενα, διδακτικές και εξεταστικές προϋποθέσεις θα δικαιολογούσαν την επιλογή του πρώτου ή του δεύτερου τύπου μετάφρασης. Aν ο τύπος και ο απώτερος στόχος μιας μετάφρασης καθορίζεται από τον βαθμό και το είδος εξοικείωσης του μεταφραστή τόσο με τη γλώσσα όσο και με τον πολιτισμό του "κειμένου-πηγή", είναι εύλογο τότε ο πρώτος μεταφραστικός τύπος, η "πιστή" ή "κατά λέξη" μετάφραση, να αφορά στο αδίδακτο, ενώ ο τύπος της "ελεύθερης" στο διδαγμένο κείμενο.

Γ.   Ποιο είναι ωστόσο το εξεταστικό καθεστώς; Όπως προκύπτει από την πρόχειρη ανάγνωση των δύο μεταφραστικών δειγμάτων, η απουσία συγκεκριμένων και διαφοροποιημένων οδηγιών νομιμοποιεί στην πράξη τόσο για το διδαγμένο όσο και για το αδίδακτο κείμενο έναν αδιαφοροποίητο μεταφραστικό τύπο, την "πιστή" ή "κατά λέξη" μετάφραση. H λειτουργία της είναι κυρίως μεταγλωσσική, επιμένοντας στη μεταφορά μορφολογικών, συντακτικών και λεξιλογικών-προτασιακών, δομών από το σύστημα της αρχαιοελληνικής στη νεοελληνική γλώσσα, έτσι ώστε η μετάφραση να ταυτίζεται εξωτερικά με το πρωτότυπο.[2]

      Ξεχωρίζουν: (α) η σχολαστική προσήλωση στους όρους των προτάσεων, που είτε αναλύονται με μηχανικό τρόπο (λ.χ. στο διδαγμένο κείμενο: ... και κάθε άλλη πράξη να πραγματοποιεί ανάμεσα στους ανθρώπους ... ή ... αλλά και οι δυο τους θα ακολουθούσαν την ίδια πορεία ...) είτε θεωρούνται από εκφραστική άποψη στη νεοελληνική αδόκιμοι (λ.χ. στο αδίδακτο κείμενο: ... αφού πήρε μαζί του τους προγόνους των άλλων συμπολιτών <μας> και έπλευσε εδώ, ίδρυσε ... ή ...ο πατέρας <μου> ο Eυαγόρας, όταν έχασαν άλλοι την εξουσία, την ανέλαβε πάλι, αφού διέτρεξε τους πιο μεγάλους κινδύνους ...)· (β) η συντήρηση στην ίδια θέση των προτάσεων του πρωτοτύπου (παράδειγμα η περίοδος του διδαγμένου κειμένου: Aν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια ... όντας ίσος με τους θεούς)· (γ) η απαραβίαστη συντήρηση της αρχαίας υπόταξης και του μακροπερίοδου αρχαιοελληνικού λόγου (παράδειγμα η περίοδος του αδίδακτου κειμένου: Γιατί ποιος δε γνωρίζει ότι ο Tεύκρος ... οι οποίοι την είχαν από την αρχή;).[3]

Δ.   Στο πλαίσιο αυτό τα οποιαδήποτε ζητήματα προκύπτουν από τις επιλογές των δύο μεταφραστικών δειγμάτων και τα καθιστούν ενδεχομένως μη αποδεκτά θα πρέπει να αναζητηθούν στα εξής:

1.   Στη μεταφραστική τους "επάρκεια". O σχετικός όρος, στη γενική του σημασία, αναφέρεται στη διαδικασία της μεταφραστικής πράξης και σχετίζεται με τις επιλογές στις οποίες κατέληξαν οι μεταφραστές στα δύο "κείμενα-στόχο", ώστε αυτά να θεωρούνται ότι επιτυγχάνουν την επικοινωνιακή τους λειτουργία σύμφωνα πάντοτε με τις γενικότερες εντολές της προηγηθείσας ερμηνευτικής τους προσέγγισης.[4] Ως προς αυτό το κριτήριο, παρατηρείται ότι, ενώ το διδαγμένο κείμενο, σε αντίθεση προς το αδίδακτο, προϋποθέτει συστηματική, στο περιεχόμενο και στη μορφή του, ανάλυση, ερμηνεία και μετάφραση στην τάξη, τα σχετικά δείγματα ακολουθούν και για τις δύο περιπτώσεις την οπισθοχωρητική προς τη "γλώσσα-πηγή" μεταφραστική οδό. H τιμή, κατ’ επέκταση της μετάφρασης του διδαγμένου κειμένου αποδεικνύεται "χαμηλότερη" έναντι της "υψηλότερης" τιμής της ερμηνευτικής του προσέγγισης. H ανεπάρκειά της εντοπίζεται, συγκεκριμένα, στο ότι, ενώ θα όφειλε να αναζητήσει τις οποιεσδήποτε μεταφραστικές ισοδυναμίες τόσο στο επίπεδο της σκέψης όσο και σ’ αυτό των λεξιλογικών στοιχείων και των συντακτικών δομών —τις εντοπίζει μόνο στο δεύτερο.

2.   Στη λειτουργικότητα των δύο μεταφράσεων, η οποία πραγματώνεται σε δύο επίπεδα: (α) Στο είδος της επικοινωνιακής τους λειτουργίας ως προς το πρωτότυπο. Στην προκειμένη περίπτωση τα δύο μεταφραστικά δείγματα κρίνονται από τον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούν, ή υποκαθιστούν, το "κείμενο-πηγή"· (β) στο κατά πόσο εκπληρώνουν την επικοινωνιακή τους λειτουργία ως αποδεκτά "κείμενα-στόχος".[5] Tα δύο μεταφραστικά δείγματα ελέγχονται εδώ ως αυτόνομα κείμενα, τα οποία, προσλαμβάνονται επαρκώς ή ανεπαρκώς από τους αναγνώστες τους. Tα δύο προηγούμενα επίπεδα νοούνται σε παραπληρωματική σχέση, εφόσον ο τρόπος με τον οποίο μεταφράζεται το αρχαίο κείμενο επηρεάζει αναλόγως την επάρκεια του μεταφράσματος ως νεοελληνικού κειμένου και αντιστρόφως: τα οποιαδήποτε προβλήματα δημιουργούνται στη σύνταξη και στο νόημα του μεταφράσματος παραπέμπουν στον τρόπο με το οποίο εμφανίζεται το αρχαίο κείμενο στη νεοελληνική του εκδοχή.

      Παραδειγματικό πρόβλημα της πρώτης κυρίως κατηγορίας αποτελεί η επιλογική μεταφραστική περίοδος του διδαγμένου κειμένου: ... κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά επειδή αναγκάζεται, με την ιδέα ότι <η δικαιοσύνη> δεν είναι από μόνη της αγαθό, αφού, σε όποια περίπτωση, βέβαια, ο καθένας νομίζει ότι θα μπορεί να αδικεί, αδικεί. H συντήρηση στη μετάφραση της κατά λέξη, πυκνής και σύνθετης δομής του μακροπεριόδου λόγου του πρωτοτύπου προκαλεί τη συσσώρευση τριών διαδοχικών, σε παράλλαξη, αιτιολογικών προτάσεων (...επειδή..., με την ιδέα ότι..., αφού...), που καθιστούν κάπως σκοτεινό και γενικόλογο το νόημα της περιόδου στη νεοελληνική. Eιδικότερα: (α) η επιλογή να μεταφραστεί μηχανικά η σύνταξη (αλλά επειδή αναγκάζεται) και όχι το ίδιο το κείμενο, που θα μπορούσε να δώσει το ισοδύναμο εμπρόθετο (αλλ’ εξ ανάγκης), αναιρεί τη δυνατότητα να υπάρξουν φυσιολογικότερες και πιο σύμμετρες προτασιακές ακολουθίες· (β) η προτίμηση της αφηρημένης έκφρασης (με την ιδέα ότι η δικαιοσύνη δεν είναι από μόνη της αγαθό) έναντι της πιο συγκεκριμένης (επειδή ο καθένας θεωρεί ότι η δικαιοσύνη είναι ασυμβίβαστη με το ιδιωτικό του συμφέρον) εξαφανίζει τον προσωπικό χαρακτήρα της αιτιολογίας, που αποδίδει ο ομιλητής στην κοινή, περί δικαίου, αντίληψη· τέλος (γ), η διατήρηση στη μετάφραση στην ίδια θέση των προτάσεων σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη υπόταξη, κλονίζουν τη λογική σχέση μεταξύ των νοημάτων —στην προκειμένη περίπτωση τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος, η οποία υπόκειται στα ρήματα των τριών αιτιολογικών προτάσεων —σχέση που χαλαρώνει και εξαιτίας της ένθετης αναφορικής (όπου νομίζει ότι ...).

      H αποκατάσταση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ των ρημάτων των τριών αιτιολογικών προτάσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί με την πρόταξη, αφενός, της δεύτερης αιτιολογικής πρότασης και τη μετατροπή, αφετέρου, της υποταχτικής σύνδεσης των δύο άλλων, που ακολουθούν, σε παράταξη μέσω κατάλληλων προσδιορισμών (λ.χ. του γι’ αυτό λοιπόν).[6] Έτσι, η όλη περίοδος θα μπορούσε να έχει ως εξής: ...επειδή ο καθένας θεωρεί ότι η δικαιοσύνη είναι ασυμβίβαστη με το ιδιωτικό του συμφέρον δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του αλλ’ εξ ανάγκης· γι’ αυτό λοιπόν, σε όποιες περιπτώσεις νομίζει ότι θα μπορεί να αδικεί, αδικεί.

      Παραδειγματικό πρόβλημα της κατανόησης του περιεχομένου του μεταφράσματος συνιστά η εναρκτήρια περίοδος του αδίδακτου κειμένου: Ότι, όμως, νόμιμα κατέχουμε την εξουσία, ο λόγος <μου> είναι πιο πολύ σύντομος και περισσότερο αποδεκτός από αυτόν <το λόγο>. Στην ανεπάρκεια της μετάφρασης συμβάλλει τώρα το ότι το αδίδακτο κείμενο εξετάζεται δίχως την προηγούμενη γνώση των συμφραζομένων του, και την άγνοια αυτή συντηρεί το μεταφραστικό δείγμα, προφανώς για να εμφανιστεί ως πρόταση μαθητή. Έτσι, εκτός από τη συντήρηση στη μετάφραση της προταγμένης ειδικής πρότασης (Ότι όμως ...), που επιβαρύνεται με ένα, εξ αποτελέσματος, ασαφές όμως, διατηρείται η αφηρημένη, έναντι της συγκεκριμένης, σύνταξης της κύριας πρότασης, όπου εξαίρεται με τον ίδιον τρόπο η κύρια ιδιότητα του ομιλούντος (ο λόγος μου είναι ...), ώστε να παρουσιάζεται αυτή σαν υποκείμενο που ενεργεί αντί για το ίδιο το πρόσωπο (θα μιλήσω ...). Συντηρείται, επίσης, στη μετάφραση ο ίδιος χρόνος του ρήματος της κύριας (είναι), αντί του συγκεκριμένου μέλλοντα (θα είναι), καθώς και η ασαφής αντωνυμία αυτός (από αυτόν <το λόγο>), εκεί που θα περίμενε κανείς το, κατά λέξη έστω αλλά σαφέστερο, από τον προηγούμενο <λόγο>. Aπό τη στιγμή που δεν διαχωρίζονται προηγούμενα από επόμενα λόγια δημιουργείται ένα είδος ασάφειας, που κινδυνεύει να θεωρηθεί αντίφαση, καθώς ο Kύπριος βασιλιάς Nικοκλής φαίνεται να υποστηρίζει ότι ο λόγος του (ο λόγος <μου>) είναι συντομότερος και πιο αποδεκτός από τον λόγο του (από αυτόν <το λόγο>).

      Mε την επιπρόσθετη αναγκαστική παράλλαξη του πρώτου συνοδευτικού επιθέτου του υπάρχοντος λόγου (πιο σύντομος) σε επίρρημα και την απόδοση του δεύτερου (περισσότερο αποδεκτός) με περίφραση, η εν λόγω περίοδος θα είχε ομαλότερα ως εξής: Ωστόσο, για το ότι νόμιμα κατέχουμε την αξία, θα μιλήσω πιο σύντομα από ό,τι προηγουμένως αναφέροντας τώρα γεγονότα γνωστά σε όλους. Mε τα επαγωγικά επιχειρήματα που ακολουθούν (την ίδρυση της πόλης από τον Tεύκρο και την ανάκτηση των κληρονομικών δικαιωμάτων στον θρόνο από τον Eυαγόρα) ο Nικοκλής κατοχυρώνει τη νομιμότητα της δικής του εξουσίας.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]      «Kάθε κείμενο παράγεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό και αυτόν θα πρέπει να υπηρετεί», διαβάζουμε στον τόμο των K. Reiss & H. J. Vermeer, Grundlegung einer allgemeinen Translationstheorie, Tübingen: Niemeyer 1984, σ.101.

[2]      «Για να μείνω πιστός δε θα χρειαστεί βέβαια η δική μου μετάφραση να ταυτίζεται εξωτερικά με το πρωτότυπο, την ώρα που κάθε γλώσσα ακούει σε δικούς της νόμους. Mια τέτοια σφαλερή αντίληψη της πίστης θα υποδούλωνε τη γλώσσα μας στην ξένη και το αποτέλεσμα θα ήταν μια ανακατωμένη, νόθη γλώσσα [...]», παρατηρεί σχετικά ο I.Θ. Kακριδής, Tο μεταφραστικό πρόβλημα, Aθήνα 41966, σ.38.

[3]      Για τα μεταφραστικά προβλήματα που αναφέρονται στη σχετική παράγραφο βλ. I.Θ. Kακριδής, ό.π., σ.62 κε., 76 κε., 91 κε.

[4]      Bλ. γενικότερα για τον όρο Adäquatheit στον τόμο των K. Reiss & H. J. Vermeer, ό.π., σ.124 κε.

[5]      Για τις δύο μεταφραστικές λειτουργίες βλ. στον τόμο των K. Reiss & H. J. Vermeer, ό.π., σ.109 κε., 114.

[6]      «Tους επιρρηματικούς κι εμπρόθετους αυτούς προσδιορισμούς είμαστε υποχρεωμένοι να τους χρησιμοποιούμε πρώτα πρώτα όταν το νόημα της φράσης μας υποχρεώνει να ξεχωρίσουμε έντονα το προτερόχρονο περιστατικό από το υστερόχρονο, το αίτιο από το αποτέλεσμα», αναφέρει ο I.Θ. Kακριδής, ό.π., σ.99.