2. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Η διάκριση της φιλολογικής από τη λογοτεχνική μετάφραση νομιμοποιείται πολλαπλώς: καταρχήν ως προς τα υποκείμενά τους, στον βαθμό που η φιλολογική μετάφραση ανατίθεται στον σπουδασμένο φιλόλογο και η λογοτεχνική στον δόκιμο λογοτέχνη. Κατά δεύτερο λόγο ως προς τους δέκτες, το αναγνωστικό δηλαδή ή ακροαματικό κοινό: η φιλολογική μετάφραση προορίζεται κυρίως για όσους σπουδάζουν και εφεξής ασκούν τη φιλολογική επιστήμη, ενώ η λογοτεχνική μετάφραση απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο δικαιούται να αγνοεί, και παντελώς ακόμη, τη μεταφραζόμενη γλώσσα. Κυρίως όμως η διάκριση φιλολογικής και λογοτεχνικής μετάφρασης κρίνεται ως προς το μεταφραστικό αποτέλεσμα.

Ο τύπος της φιλολογικής μετάφρασης: (α) προϋποθέτει γλωσσική και γραμματολογική παιδεία ειδικότερα προσανατολισμένη στον μεταφραζόμενο συγγραφέα και στο μεταφραζόμενο κείμενο· (β) είναι προϊόν μακρόχρονου σπουδαστηριακού μόχθου και πολλαπλής γραφής· (γ) παραμένει μέχρι τέλους εξαρτημένη από το πρωτότυπο κείμενο, το οποίο θεωρείται σταθερό σημείο αναφοράς της και αναντικατάστατο.

Σε σαφή διάκριση προς τη φιλολογική, η λογοτεχνική μετάφραση: (α) ρίχνει το βάρος του ενδιαφέροντός της λιγότερο στη μεταφραζόμενη και περισσότερο στη μεταφραστική γλώσσα, αναζητώντας αναλογίες υφολογικής κυρίως τάξης μεταξύ των δύο γλωσσικών τύπων· (β) θεωρεί τον μεταφραζόμενο λόγο σταθερό, τον μεταφραστικό ρευστό και εξελισσόμενο, αποδέχεται επομένως εξ ορισμού τον πρόσκαιρο ρόλο και προορισμό της· (γ) παρά ταύτα, και για περιορισμένο έστω χρονικό διάστημα, φιλοδοξεί να αντικαταστήσει το πρωτότυπο κείμενο ή και να το απομονώσει στις βιβλιοθήκες των κλασικών φιλολόγων.

Η διάκριση της φιλολογικής από τη λογοτεχνική μετάφραση νομιμοποιείται πολλαπλώς: καταρχήν ως προς τα υποκείμενά τους, στον βαθμό που η φιλολογική μετάφραση ανατίθεται στον σπουδασμένο φιλόλογο και η λογοτεχνική στον δόκιμο λογοτέχνη. Κατά δεύτερο λόγο ως προς τους δέκτες, το αναγνωστικό δηλαδή ή ακροαματικό κοινό: η φιλολογική μετάφραση προορίζεται κυρίως για όσους σπουδάζουν και εφεξής ασκούν τη φιλολογική επιστήμη, ενώ η λογοτεχνική μετάφραση απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο δικαιούται να αγνοεί, και παντελώς ακόμη, τη μεταφραζόμενη γλώσσα. Κυρίως όμως η διάκριση φιλολογικής και λογοτεχνικής μετάφρασης κρίνεται ως προς το μεταφραστικό αποτέλεσμα.

Υπάρχουν αναμφισβήτητες ομοιότητες που συνδέουν τη φιλολογική με τη λογοτεχνική μετάφραση. Κοινός, λόγου χάριν, παρονομαστής αυτών των δύο μεταφραστικών τύπων είναι ο ασφαλής έλεγχος εκ μέρους των μεταφραστών τόσο της μεταφραζόμενης όσο και της μεταφραστικής γλώσσας. Τούτο σημαίνει ότι, με αυστηρότερα κριτήρια, δεν επιτρέπεται να εκτιμηθεί ως λογοτεχνική η μετάφραση ενός αρχαιοελληνικού κειμένου από μεταφραστή του οποίου η αρχαιογλωσσία και η αρχαιογνωσία είναι λειψές ή και μηδενικές – αυτού του τύπου οι λογοτεχνικές μεταφράσεις ελέγχονται τελικώς ως μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η δεύτερη ομοιότητα μεταξύ φιλολογικής και λογοτεχνικής μετάφρασης έχει να κάνει με τον κοινό γραπτό χαρακτήρα τους: και οι δύο μεταφραστικοί τύποι προβάλλονται ως γραπτός λόγος, και προϋποθέτουν επίπονη και μακρόπνοη εργασία.

Πέρα από τις ομοιότητες υπάρχουν και ουσιώδεις διαφορές: Η φιλολογική μετάφραση εκπονείται προς στήριξη και όφελος περισσότερο της μεταφραζόμενης γλώσσας, του πρωτότυπου δηλαδή κειμένου, το οποίο εξάλλου κατά κανόνα στην περίπτωση αυτή συμπαρατίθεται· ο ρόλος επομένως της φιλολογικής μετάφρασης είναι εξαρτημένος και υπηρετικός – βοηθάει τον αναγνώστη να διαγνώσει καλύτερα το πρωτότυπο κείμενο. Εξ αντιθέτου η λογοτεχνική μετάφραση πραγματοποιείται περισσότερο προς όφελος της μεταφραστικής γλώσσας, και από την άποψη αυτή τείνει προς την αυτονομία, φιλοδοξώντας να υποκαταστήσει το πρωτότυπο κείμενο. Με άλλα λόγια η λογοτεχνική μετάφραση δοκιμάζει περισσότερο την αντοχή της μεταφραστικής γλώσσας, τον βαθμό δηλαδή της ικανότητάς της να μεταφέρει αναλογικώς συστατικά στοιχεία νοήματος και μορφής ενός πρωτότυπου κειμένου. Γενικότερα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η έμφαση της φιλολογικής μετάφρασης πέφτει προπάντων στα σημαινόμενα του πρωτότυπου κειμένου, ενώ η έμφαση της λογοτεχνικής μετάφρασης υπολογίζει περισσότερο τα σημαίνοντά του. Ωστόσο οι δύο αυτοί τύποι μετάφρασης πρέπει να θεωρηθούν παραπληρωματικοί μεταξύ τους, τόσο ως προς τις ομοιότητες όσο και ως προς τις διαφορές τους.

Στη μεταφραστική πρακτική οι δύο αυτοί τύποι άλλοτε βρίσκονται σε διάζευξη μεταξύ τους και άλλοτε σε λανθάνουσα ή προβεβλημένη σύζευξη. Οι ομηρικές λόγου χάριν μεταφράσεις της Ολγας Κομνηνού-Κακριδή προγραμματικώς υπακούουν στις φιλολογικές εντολές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο φιλολογικός χαρακτήρας της μετάφρασης υπογραμμίζεται και από την πεζή, καταλογάδην μορφή της. Αντιθέτως οι μεταφράσεις της Ιλιάδας από τους Πάλλη και Πολυλά, της Οδύσσειας από τους Σίδερη, Εφταλιώτη και Ποριώτη αυτοσυστήνονται ως λογοτεχνικές – η στιχουργημένη μορφή τους είναι το εμφανέστερο, αλλά όχι και το μόνο, σήμα του λογοτεχνικού τους προσανατολισμού.

Φιλολογική και λογοτεχνική μετάφραση τείνουν να συζευχθούν ή και να ταυτιστούν σε δύο κυρίως, διακεκριμένες μεταξύ τους, περιπτώσεις: όταν συμβαίνει ο μεταφραστής να είναι συγχρόνως φιλόλογος και ποιητής· ή όταν στην ίδια μετάφραση συνεργάζονται ένας ποιητής κι ένας φιλόλογος. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι αισχυλικές παραδείγματος χάριν μεταφράσεις του Γιάννη Γρυπάρη (η αρχαιογλωσσία του ποιητή των Σκαραβαίων υπήρξε ασυνήθιστα έγκυρη, και όχι μόνο στον καιρό της)· ή οι αριστοφανικές μεταφράσεις του Κώστα Βάρναλη (ο οποίος ήταν εξ επαγγέλματος φιλόλογος, δίδαξε κιόλας για κάμποσα χρόνια Αρχαία Ελληνικά στη Μέση Εκπαίδευση). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει το παράδειγμα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας που μεταφράστηκαν από κοινού από τον Ι.Θ. Κακριδή και τον Ν. Καζαντζάκητο ιστορικό αυτής της μεταφραστικής συνεργασίας (πολύτιμης στην εποχή της αλλά χρήσιμης και ώς τις μέρες μας) το κατέγραψε ο φιλόλογος μεταφραστής .

Η εσκεμμένως σχηματική αντιπαράθεση των δύο μεταφραστικών τύπων γίνεται για να φανεί καθαρότερα και η παθολογία τους. Η φιλολογική μετάφραση συχνά κατηγορείται για ένα είδος γλωσσικής ουδετερότητας και υφολογικής υποθερμίας. Για τις σπανιότερες περιπτώσεις όπου ο φιλόλογος μεταφραστής δοκιμάζει να υπερβεί τον προκείμενο κίνδυνο, οι λογοτέχνες μεταφραστές επισημαίνουν τη λογοτεχνική του καθυστέρηση ως προς τη μεταφραστική γλώσσα. Το επιχείρημά τους είναι ότι ο φιλόλογος μεταφραστής κατά κανόνα αναφέρεται, όταν αναφέρεται, σε προηγούμενη φάση της ισχύουσας λογοτεχνικής γλώσσας και ως εκ τούτου μιμείται παρωχημένους πια γλωσσικούς και υφολογικούς τρόπους.

Η παθολογία της λογοτεχνικής μετάφρασης έχει εμφανέστερα συμπτώματα: συχνά προδίδει μερική ή και ολική άγνοια της μεταφραζόμενης γλώσσας (οι περισσότερες λογοτεχνικές μεταφράσεις στηρίζονται σε προηγούμενες, φιλολογικές ή λογοτεχνικές, ομόλογες δοκιμές)· χαρακτηρίζεται από υπερβολική μάλλον έπαρση της μεταφραστικής γλώσσας που χρησιμοποιεί, για να αποδώσει το μεταφραζόμενο κείμενο, διαστρέφοντας ακόμη και απαράβατες γραμματικές, σημασιολογικές και υφολογικές εντολές του πρωτότυπου κειμένου.