Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΚΡΙΔΗ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ι.Θ. Κακριδής & N. Καζαντζάκης, Ομήρου Ιλιάδα, Αθήνα 1955

Μετάφραση ποιητική, έμμετρη, σε δημοτική γλώσσα, που συνοδεύεται από εισαγωγή του Ι.Θ. Κακριδή. Ένα δείγμα μεταφραστικής εφαρμογής από το προοίμιο (Α, 1-7):

Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες πού ’δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον 'Αδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε ―έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας―
απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυό τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.

 

Ν. Καζαντζάκης & Ι.Θ. Κακριδής, Ομήρου Οδύσσεια, Αθήνα 1965

Μετάφραση ποιητική, έμμετρη, σε δημοτική γλώσσα, που συνοδεύεται από πρόλογο και συνοπτικά σχόλια του Ι.Θ. Κακριδή. Ένα δείγμα μεταφραστικής εφαρμογής από το προοίμιο (α, 1-10):

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος
διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,
και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,
κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,
για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους
να φέρει· κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο·
τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι-
οι ανέμυαλοι, που τ’ ουρανόδρομου τα βόδια εφάγαν Ήλιου,
κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα
και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία.

 

Οι θεωρητικές αρχές των μεταφραστών, όπως καταγράφονται στον «Πρόλογο» του Ι.Θ. Κακριδή στη μετάφραση της Ιλιάδας (σ.11-13):

Παραδίνουμε σήμερα στα χέρια των Ελλήνων μεταφρασμένη την Ιλιάδα του Ομήρου, το πιο παλιό ελληνικό ποιητικό κείμενο, γραμμένο εδώ και εικοσιοχτώ αιώνες, και όμως πάντα αγέραστο σε ομορφιά και σε δύναμη. Όταν στα 1942, μέσα στις σκοτεινές μέρες της κατοχής, παίρναμε την απόφαση να συνεργαστούμε για το έργο αυτό, δε φανταζόμαστε πως θα έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια επίμονης κοινής προσπάθειας ώς τη στιγμή που θα το θεωρούσαμε άξιο να δει το φως. Μα η επίγνωση της ευθύνης ήταν μεγάλη, μεγάλη και η χαρά της μεταφραστικής δημιουργίας, και έτσι μέσα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια οι μεταφραστές δεν ένιωσαν ούτε για μια στιγμή να τους λιγοστεύει ο πόθος να δουλέψουν και να ξαναδουλέψουν τους αθάνατους στίχους. Πάλευαν και στου Ομήρου την τέχνη να βαθύνουν περισσότερο και τις εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας να γνωρίσουν και να χρησιμοποιήσουν καλύτερα, όση πείρα κι αν είχαν από τη μεταφραστική τους προσπάθεια σε άλλα κείμενα. Η μετάφραση είναι πάντα μια συνθηκολόγηση· υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες σε εμποδίζουν να καλύψεις με τη μετάφρασή σου απόλυτα το πρωτότυπο. Μα όταν συνθηκολογείς ύστερα από τόσον αγώνα, να μην προδώσεις ένα έργο που πολύ αγάπησες, έχεις το δικαίωμα, νομίζουμε, να μην ντρέπεσαι για το αποτέλεσμα του αγώνα σου.

Το ελληνικό κοινό, αυτό που δεν μπορεί να χαρεί την Ιλιάδα στο πρωτότυπο, την έχει γνωρίσει από τη μετάφραση του Αλέξαντρου Πάλλη — η μετάφραση του Πολυλά, με πολλή ευγένεια στο λόγο, μα ψυχρή και αλύγιστη, έχει πολύ πιο λίγο βοηθήσει τους Έλληνες να γνωρίσουν τον Όμηρο. Του Πάλλη η Ιλιάδα εκδόθηκε στα 1904, και στάθηκε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της εποχής· και σήμερα ακόμα κρατάει όλη της την αξία. Από τότε όμως πέρασε μισός αιώνας· στο διάστημα αυτό η γνώση της ομηρικής ζωής και γλώσσας πλήθυνε, και η νεοελληνική γλώσσα δουλεύτηκε πιο πολύ και μελετήθηκε καλύτερα. Ήταν λοιπόν καιρός να δοκιμαστεί άλλη μια φορά η δύναμη και η ομορφιά της πάνω στο ακατάλυτο κλασικό κείμενο.

Ο Πάλλης, ακολουθώντας θεωρίες κυρίαρχες στον καιρό του, που νόθευαν πλήθος στίχους, σκηνές και ραψωδίες ολόκληρες της Ιλιάδας, τάχα πως τις είχαν πλάσει υστερότεροι διασκευαστές και ραψωδοί, παράλειψε πάνω από τρεις χιλιάδες στίχους. Η σημερινή μετάφραση δίνει όλη την Ιλιάδα, έξω από τους 384 στίχους της δεύτερης ραψωδίας που περιέχουν τον Κατάλογο των Καραβιών. Οι μεταφραστές λυπούνται για την παράλειψη· γιατί δεν είναι που δεν πιστεύουν τον κατάλογο ομηρικό· είναι που θεωρούν ακατόρθωτο να αποδοθεί ικανοποιητικά το απόσπασμα αυτό, γεμάτο ονόματα από ήρωες, πολιτείες και χώρες. Για να μπουν στο στίχο τα ατέλειωτα αυτά κύρια ονόματα, θα έπρεπε να μετασχηματιστούν αυθαίρετα, πράγμα που οι μεταφραστές το απόφυγαν συστηματικά σε όλο το άλλο έργο.

«Κάθε φοράν που ο Όμηρος αναζή εις την γλώσσαν ενός λαού, ένα γεγονός ανυπολογίστου σημασίας τελείται διά τον λαόν αυτόν και ένας τίτλος πολιτισμού προστίθεται εις την ιστορίαν και την ζωήν του»: Με τα λόγια αυτά προλόγιζε πριν από πενήντα χρόνια ένας κριτικός το άρθρο του για τη μετάφραση του Πάλλη. Φυσικά, το ζήτημα είναι αν κατορθώνεται η αναβίωση. Οι ίδιοι οι μεταφραστές δεν μπορούν βέβαια να είναι αντικειμενικοί κριτές του έργου τους, νομίζουν ωστόσο πως και στο δικό τους το κείμενο ο Όμηρος ξαναζεί, και με την ομορφιά της γλώσσας του και με τη μεγαλοπρέπεια του στίχου του και με τον πλούτο της ψυχής του τον ανεξάντλητο· ξαναζεί και όλος ο ηρωικός κόσμος με τις αρετές του και με τα πάθη του, ένας κόσμος τόσο μακρινός χρονικά, μα και τόσο κοντά στην ψυχή μας.

Ο αναγνώστης δεν είναι απίθανο εδώ κι εκεί να σκοντάψει σε μια λέξη, είτε γιατί δεν ξέρει το πράγμα που σημαίνει —όταν μάλιστα αναφέρεται στην ομηρική ζωή— είτε γιατί η ίδια η λέξη τού είναι άγνωστη. Μα πόσοι μπορούν να ξέρουν όλο τον πλούτο της δημοτικής μας γλώσσας; Και ποιος όμως θα είχε το κουράγιο να ισχυριστεί πως βρήκε απόλυτα ικανοποιητική λύση σε όλα τα μεταφραστικά προβλήματα που υψώνουν οι δεκαπέντε χιλιάδες στίχοι της Ιλιάδας;

Δυο λόγια ακόμα· ο αναγνώστης ξέρει τώρα πόσα χρόνια και πόσους κόπους χρειάστηκε για να πάρει, προσωρινά, τελική μορφή η μετάφραση τούτη, μπορεί λοιπόν να φανταστεί πόσες γραφές απαιτήθηκε να γίνουν, πόσες φορές ο κάθε στίχος να χυθεί και να ξαναχυθεί. Εκείνο ωστόσο που ευχόμαστε είναι από το μόχθο αυτό, καθώς θα διαβάζει τη μετάφραση, να μην καταλάβει τίποτα· μοναχά αν νιώσει τους στίχους να κυλούν άνετα και αβίαστα, σαν να πρωτοχύθηκαν από τον ποιητή τον ίδιο κάτω από την ένθεη πνοή της Μούσας, μοναχά τότε θα πει, θα πούμε κι εμείς μαζί του, πως η μετάφραση έχει πετύχει.