Αναλογία

Tο φαινόμενο κατά το οποίο ένα στοιχείο της γλώσσας τροποποιείται με βάση γλωσσικά σχήματα που προϋπάρχουν σε αυτή. Έτσι στο φωνητικό/φωνολογικό επίπεδο η προφορά του διάθεση ως [δjaθesi] αντί [δiaθesi] οφείλεται στην αναλογική επίδραση της συνιζημένης προφοράς [δja] λέξεων όπως διαβάζω [δjavazo]. Στο μορφολογικό επίπεδο ο σχηματισμός του τύπου της προστακτικής διέγραψε αντί διάγραψε οφείλεται στην αναλογική επίδραση του τύπου του αορίστου διέγραψε, ο σχηματισμός του τύπου βοηθάς στην αναλογική επίδραση τύπων όπως αγαπάς και ο σχηματισμός του τύπου γενικής του διεθνή αντί του διεθνούς στην αναλογική επίδραση τύπων γενικής όπως του μαθητή.

Παραπομπές: φωνητική, φωνολογία, μορφολογία

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Α