Διόρθωση

Όταν ο ομιλητής (ή ένας από τους συνομιλητές του) αισθανθεί την ανάγκη -για χάρη της καλύτερης επικοινωνίας- να διακόψει απότομα τον λόγο, πριν ολοκληρωθεί συντακτικά το εν εξελίξει εκφώνημα, και συνεχίσει τροποποιώντας το ή κάνοντας καινούρια αρχή, τότε κάνουμε λόγο για διόρθωση. Έχει παρατηρηθεί ότι κανονικά οι ομιλητές δηλώνουν στους συνομιλητές τους με συγκεκριμένους δείκτες την επερχόμενη διόρθωση, δηλαδή τη συμπλήρωση μιας ελλιπούς πληροφορίας, την αναζήτηση καταλληλότερης λέξης κ.ά.· οι ακροατές, αντίθετα, χρησιμοποιώντας άλλους δείκτες καθιστούν σαφές στον συνομιλητή τους ότι απαιτούν διόρθωση, επειδή δεν κατανόησαν το προηγούμενο εκφώνημα. Τα "διστακτικά" μόρια (α, αα, ε, εε, μμ), οι διορθωτικές φράσεις (δηλαδή, θέλω να πω, ή μάλλον, μ' άλλα λόγια), η επανάληψη μέρους του εκφωνήματος που διορθώνεται, το απότομο σταμάτημα της ομιλίας (παύση) από μεριάς του ομιλητή και οι διευκρινιστικές ερωτήσεις ή εκφράσεις δισταγμού από μεριάς του ακροατή είναι οι κυριότεροι "δείκτες διόρθωσης". Με τις διορθώσεις οι ομιλητές: πρώτον, αλλάζουν το περιεχόμενο ενός εκφωνήματος (διορθώνουν μια εσφαλμένη πληροφορία, διευκρινίζουν ή διευρύνουν μια πληροφορία, προσαρμόζουν μια πληροφορία στο πλαίσιο του υπόλοιπου λόγου ή αλλάζουν τη δομή μιας πληροφορίας): π.χ. και φθάνουμε λοιπόν στα Γιάννενα / ε στα Γιαννιτσά· δεύτερον, αυξάνουν ή μειώνουν τη δέσμευσή τους απέναντι στο περιεχόμενο ενός ισχυρισμού που διατυπώνεται ή πρόκειται να διατυπωθεί: π.χ. είμαι σίγουρος / είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αυτός είναι ο δράστης, κύριε δικαστά· τρίτον, καταφέρνουν να βρουν τη "σωστή" για την περίσταση λέξη, η οποία δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη στην ώρα της: π.χ. ξαναπήγα στο γιατρό και μου 'κανε /εε πώς το λένε / σπινθηρογράφημα. Μικρότερης σημασίας διορθώσεις είναι αυτές που αφορούν γραμματικές αλλαγές (ρηματικής όψης, χρόνου, πτώσης, προσώπου, αριθμού, γένους κ.ά.) ή γλωσσικά ολισθήματα.

 

Παραπομπές: εκφώνημα

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Δ