Μόρφημα
Η μικρότερη
μονάδα του γλωσσικού συστήματος που είναι φορέας σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι
η παραπέρα ανάλυσή του καταλήγει σε στοιχεία χωρίς νόημα, τα φωνήματα, ενώ από τον συνδυασμό των μορφημάτων
προκύπτουν οι λέξεις. Ανάλογα με τη
σημασία τους τα μορφήματα μπορούν να διακριθούν σε λεξικά
και γραμματικά. Τα λεξικά μορφήματα υπηρετούν την περιγραφική λειτουργία
της γλώσσας: αναφέρονται σε φυσικά αντικείμενα, φαινόμενα, ψυχολογικές καταστάσεις,
στην κοινωνική πραγματικότητα κ.ο.κ., και ανήκουν συνήθως στις κύριες γραμματικές
κατηγορίες (μέρη του λόγου): ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, επιρρήματα.
Τα γραμματικά μορφήματα, αντίθετα, απεικονίζουν ενδογλωσσικές
σχέσεις. Διακρίνονται σε ελεύθερα
και δεσμευμένα. Τα πρώτα απαντώνται
ελεύθερα στον λόγο (π.χ. προς, των, αλλά), είναι δηλαδή σύνδεσμοι,
προθέσεις, άρθρα, ενώ τα δεύτερα βρίσκονται πάντα σε άμεση εξάρτηση με κάποιο
άλλο μόρφημα. Σε αυτή την κατηγορία διακρίνουμε τα παραγωγικά
και τα κλιτικά μορφήματα. Τα πρώτα
χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία παραγωγής λέξεων, και ανάλογα με τη θέση
τους ως προς το λεξικό μόρφημα διακρίνονται σε προθήματα
Επιστροφή στα περιεχόμενα του M