Mεταγλώσσα

 

H γλώσσα ή το σύστημα ορολογίας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός αντικειμένου μελέτης· στην περίπτωση της γλωσσολογίας το αντικείμενο μελέτης είναι η ανθρώπινη γλώσσα και η γλώσσα της γλωσσολογίας είναι η επιστημονική μεταγλώσσα γι' αυτό το αντικείμενο. Π.χ. οι όροι μεταβατικό ρήμα, πληθυντικός είναι όροι που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τις φυσικές γλώσσες. H μεταγλώσσα, επίσης, χρησιμοποιείται για να συζητηθούν τα θεωρούμενα ως "προβλήματα" μιας γλώσσας στην καθημερινή της χρήση: π.χ. η συζήτηση για το κατά πόσο μια γλώσσα "κινδυνεύει" από την εισαγωγή δανείων από άλλες γλώσσες.

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του M