Η συστηματική μελέτη του κειμένου ή του λόγου [discourse] (συνεχούς, δηλαδή μονολογικού, ή συνομιλιακού), που αποτελούν γλωσσικές οντότητες υψηλότερου επιπέδου από αυτό της πρότασης, ξεκινά από τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης φύσης τους, δηλαδή του "υλικού" μέσου ή καναλιού με το οποίο μεταφέρεται από τον συγγραφέα/ ομιλητή στον αναγνώστη/ ακροατή ένα "μήνυμα". Οι συμβάσεις και οι περιορισμοί του γραψίματος (είτε σε χαρτί είτε στην οθόνη του υπολογιστή) είναι -μαζί με άλλους- παράγοντες διαμορφωτικοί της παραγωγής αλλά και της ερμηνείας του κειμένου, ενώ ανάλογες συμβάσεις και "κανόνες" είναι ρυθμιστικοί παράγοντες του (συνομιλιακού κυρίως) λόγου. Αλλά το γράψιμο και η ομιλία είναι μόνο γενικές κατηγορίες περιγραφής του κειμένου/ λόγου και δεν επαρκούν για μια λεπτομερή διερεύνησή τους.

 

Συμπληρωματικά, πρέπει να εξετάσει κανείς τις κοινωνικές ή επαγγελματικές ταυτότητες (σε μια συνομιλία γιατρού-ασθενούς, για παράδειγμα, ή σε μια συνέντευξη υπουργού σε δημοσιογράφο ή, ακόμη, σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα) και τους συνομιλιακούς ρόλους (ας πούμε, ποιος ζητά και ποιος παρέχει μια πληροφορία ή ποιος δίνει και ποιος αποδέχεται ή εκτελεί μιαν εντολή), ταυτότητες και ρόλους που αποδίδουμε στον παραγωγό και τον αποδέκτη ενός "μηνύματος" προφορικού ή γραπτού. 'Εχει σημασία, λοιπόν, να δούμε ποιος μιλά σε ποιον/ ποιους (ή ποιοι μιλούν σε ποιον/ ποιους) και ποιος γράφει σε ποιον/ ποιους (ή ποιοι γράφουν σε ποιον/ ποιους). Ούτε, όμως, η μελέτη των βασικών συντελεστών μιας επικοινωνιακής δραστηριότητας μας εξασφαλίζει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη σύσταση και το περιεχόμενο ενός κειμένου ή λόγου.

 

Επιπρόσθετα, μπορούμε να μελετήσουμε και την καταστασιακή και πολιτισμική "συνθήκη" που σημαδεύει ένα κείμενο/ λόγο. Ο χώρος και ο χρόνος παραγωγής και πρόσληψης/ ανάγνωσης του λόγου, το θεσμικό ή άτυπο πλαίσιό του, δηλαδή το πόσο προσωπική και οικεία, ή απρόσωπη και ανοίκεια είναι η σχέση ανάμεσα στους συντελεστές ενός "συμβάντος λόγου", καθώς επίσης και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του πομπού και του δέκτη, αλλά και οι γνωστικές, συναισθηματικές και άλλες προϋποθέσεις που συνοδεύουν τη "σύνταξη" και ερμηνεία του κειμένου/ λόγου , είναι ορισμένοι από τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που υποχρεωτικά ενσωματώνονται σ' αυτό.

 

Το κείμενο/ λόγος ως διαμορφωμένο γλωσσικό προϊόν (όπως είναι η περίπτωση του προσχεδιασμένου γραπτού λόγου) ή σε εξέλιξη γλωσσικό προϊόν (όπως είναι η περίπτωση του απροσχεδίαστου συνομιλιακού λόγου) μελετάται κατά βάση με κριτήριο το είδος της πραγματικότητας -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- που αναπαριστά. Η απάντηση στο ερώτημα "ποιο είναι το αντικείμενο ενός κειμένου ή λόγου", δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα για το "τι" ενός κειμένου ή λόγου (σε αντιδιαστολή προς το "γιατί", τον σκοπό του, που συνδέεται με το γραμματειακό του είδος, όπως θα δούμε στη συνέχεια), μας οδηγεί στην επικράτεια των τρόπων ή γενών του λόγου. Επειδή κάθε γλωσσική χρήση που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο της ανθρώπινης διεπίδρασης ανακλά αναπόφευκτα τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, η φύση της πραγματικότητας ή, μάλλον, ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο (ομιλητής/ συγγραφέας) την αντιλαμβάνεται, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ταξινόμησης των γενών του λόγου, δηλαδή των τρόπων γλωσσικής αναπαράστασης του πραγματικού. Με την εμπειρική σύλληψη και απόδοση της πραγματικότητας συνδέονται κατεξοχήν η περιγραφή και ηαφήγηση, ενώ με τη νοητική επεξεργασία της η επιχειρηματολογία (αιτιολόγηση/ αξιολόγηση) (Kinneavy 1971).