Κείμενο 12: Tριανταφυλλίδης, M. [1947] 1963. Eλληνικές συνθηματικές γλώσσες. Στο 'Απαντα, 2ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ['Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], AΠΘ., σελ. 300-302.
© Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών

1.Ειδικές γλώσσες

Mια γλώσσα δεν ξεχωρίζει μόνο κατά τους τόπους που τη μιλούν, με τις ιδιωματικές της παραλλαγές και ποικιλίες, με τα ιδιώματά της και τις διαλέκτους της. Kαι μέσα στον ίδιο τόπο παρουσιάζει κανονικά μικροδιαφορές λεξιλογικές προπάντων κατά τα κοινωνικά στρώματα και τους επαγγελματικούς κύκλους που τη μεταχειρίζονται. Συνανήκουν αυτές στην κοινή γλώσσα και αντιστοιχούν στην κοινωνική και επαγγελματική κατανομή και ειδίκευση της κοινωνίας. Mια λέξη, το φύλλο λ.χ. έχει άλλη σημασία κύρια, που πρωτοέρχεται στο νου για ένα βοτανικό, έναν έμπορο χαρτιού, άλλη για ένα ζαχαροπλάστη, ένα χαρτοπαίκτη, για ένα μαραγκό, για έναν εκδότη εφημερίδας. H ποικιλία αυτή της σημασίας δε μας εμποδίζει βέβαια να καταλαβαινόμαστε στην καθημερινή ζωή, επειδή από το είδος και το θέμα της ομιλίας ή και από τα γύρω περιστατικά πάει ο νους του ακροατή σ' εκείνο που εννοεί ο συνομιλητής του: "Θα πάρη ο αέρας από το τραπέζι το φύλλο με τις σημειώσεις μου".

'Οταν όμως πρόκειται για ομογλώσσους, με την ίδια ασχολία και μεγαλύτερη ομοιότητα στην ψυχική τους ιδιοσυγκρασία, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται περισσότεροι νεολογισμοί, καινούριες σημασίες ή λέξεις, από το υλικό που παρέχει η κοινή γλώσσα έτοιμο, για να εκφραστούν έννοιες της επαγγελματικής ζωής ή και κοινές, που αντικρίζονται από αυτούς διαφορετικά. 'Ετσι σχηματίζονται στα σπλάχνα μέσα της κοινής και πλάι της οι λεγόμενες ειδικές γλώσσες, που καθρεφτίζουν τον κοινωνικό και επαγγελματικό διαφορισμό της κοινωνίας. Συναποτελούν σε μεγάλο τουλάχιστο σημείο την κοινή γλώσσα και συντελούν στον πλουτισμό της.

Στις ειδικές γλώσσες ανήκουν -πρώτος το παρατήρησε ο Wundt- και τα ιδιώματα που γεννιούνται από ανθρώπους που βρίσκονται καθημερινά μαζί για να κάμουν κάτι, είτε για ευχαρίστηση είτε για το επάγγελμά τους. Φανερώνεται τότε η τάση να ονομάζουν με ξεχωριστές λέξεις ή σημασίες τ' αντικείμενα που παίρνουν για αυτούς μεγαλύτερη σημασία, συναισθηματική ιδίως, ξεμακραίνοντας από την κοινή γλώσσα. Aυτό μπορεί να παρουσιαστεί ακόμη και ανάμεσα σε παιδιά αναθραμμένα μαζί ή εφήβους. Aκόμη και άνθρωποι που συνδέονται πολύ αισθηματικά ή φιλικά μπορεί να διαμορφώσουν ένα μικρό χωριστό λεξιλόγιο.

Στις ειδικές αυτές γλώσσες μπορούμε να κατατάξωμε και τα ιδιώματα που συνηθίζουν μερικές τάξεις (Standessprachen) απαρτισμένες από κλειστές ομάδες με αρκετή ομοιογένεια, καθώς είναι οι μαθητές των σχολείων, οι τρόφιμοι των ανώτερων Σχολών, καθώς το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, οι Στρατιωτικές σχολές1 -που σε άλλους τόπους με πιο πολύχρονη εκπαιδευτική ιστορία παρουσιάζονται κάποτε αρκετά πλούσιες. 'Ετσι θα είχαμε και εμείς να αναφέρωμε λέξεις και φράσεις όπως: έσπασε στη μελέτη, στο διάβασμα, έσκασε κανόνι, κανονιέρης, κόπηκε (σ' ένα μάθημα) ή την έφαγε, ή τα νεώτερα που δεν τα λέγαμε στην εποχή μου, θα σπάσω πλάκα, λέει τρίχες, είναι ένας τρίχας, τρέχεις; σπασίλας.

Δεν είναι βέβαια όλες αυτές οι ειδικές γλώσσες, γλώσσες σωστές, κανονικές, όπως τις εννοούμε συνήθως. Aπαρτίζονται από λίγες ή περισσότερες λέξεις ή και εκφράσεις για έννοιες κοινές, γνωστές -ή και για ειδικές της ζωής εκείνων που τις έχουν και προϋποθέτουν μόνο κοινά ενδιαφέροντα. Tέτοιες λέξεις θα ήταν λ.χ. στα μάγκικα: κρεμαστή η καδένα, βραχιόλια οι χειροπέδες, έκανε τη γάτα για την κλεψιά με σκαρφάλωμα στο σπίτι, μπανίζω ή ανθίζομαι για το καταλαβαίνω, νιώθω.

Mα να έχωμε τάχα εδώ, στα μάγκικα, μόνο μια ειδική γλώσσα; ή κάτι περισσότερο, κάτι άλλο;

1Στη Σχολή των Eυελπίδων έλεγαν, άλλοτε τουλάχιστο, κουμπουρώνω 'δεν ξέρω το μάθημα' μιρμιρία 'γρίνια, μελαγχολία', το έτριξα ή το τράβηξα 'ξέρω καλά το μάθημα', νίλα 'άγρια υποδοχή του νέου μαθητή από τους παλιούς', και νιλαδόρος. Στη στρατιωτική πάλι γλώσσα συνηθίζονται τα δεκάρα, λ.χ. «άρπαξε μια δεκάρα» 'τιμωρία με κράτηση δέκα ημερών', εξάρα, μιναρές 'μήνας ολόκληρος', γράμμα ή γράμμα συστημένο 'υπηρεσία', γαλονάς 'ο αξιωματικός', οπλατζής για το διοικητή, που όταν παρουσιαζόταν καλούσε ο στρατός «στα όπλα», σκοτώνω, τη σκότωσε για το πούλημα της κουραμάνας, Θοδώρα 'διάλυση', Kαλλιόπη 'απόπατος', κοντογούνι 'κράτηση' (έκαμε έξι και παρών για στρατιώτη που έλειψε αυθαίρετα έξι μέρες από τη μονάδα του και ξαναπαρουσιάζεται εγκαίρως την τελευταία στιγμή για να μην κηρυχτεί λιποτάκτης) κτλ.