Κείμενο 3: Tριανταφυλλίδης, M. [1938] 1993. Nεοελληνική γραμματική: Iστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του 'Απαντα. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών, σελ. 62-68.
© Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών

Iδίωμα και διάλεκτος. Γλωσσογεωγραφία

'Oσοι έχομε μητρική γλώσσα τα ελληνικά δεν τα μιλούμε ακριβώς το ίδιο σε όλη την ελληνόγλωσση γη. Παρουσιάζει δηλαδή και η γλώσσα μας, καθώς όλες οι άλλες, τοπικές παραλλαγές ή ιδιωματικές ποικιλίες. Και δε διαφέρει μόνο το γλωσσικό ιδίωμα δύο τόπων που απέχουν ο ένας από τον άλλο, καθώς λ.χ. η Κρήτη και η Ευρυτανία, παρά συχνά και η γλώσσα δύο γειτονικών χωριών, έτσι της Αράχοβας και της Δαύλιας στη Βοιωτία. Στην ιδιωματική ποικιλία της γλώσσας μιας χώρας θεμελιώνεται η διαίρεση της σε ό,τι ονομάζομε ιδιώματα και διαλέκτους.

Ιδίωμα και διάλεκτο ονομάζομε συνήθως το ίδιο πράμα, υποδιαιρέσεις της ίδιας γλώσσας. Συχνά ονομάζουν διάλεκτο ένα ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή που διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα. Κάποτε πάλι ονομάζουν μειωτικά το ιδίωμα που έμεινε λογοτεχνικά ακαλλιέργητο και ξέπεσε έτσι στη συνείδηση των ομογλώσσων.

Ιδιωματισμό πάλι λέμε τύπο διαλεχτικό άγνωστο στην κοινή (λ.χ. σκαρβελώνω αντί σκαρφαλώνω), ενώ ιδιωτισμός ή ελληνισμός είναι φράση στερεότυπη με ξεχωριστή σημασία, καθώς λ.χ. όλα κι όλα, μέρα μεσημέρι, τώρα ύστερα.

-'Αλλοτε πίστευαν πως υπάρχουν αυστηρά χωρισμένα ιδιώματα με ξεκομμένα όρια, έτσι που ν' απαρτίζουν με τα γνωρίσματά τους χωριστές ενότητες. 'Αλλοι αργότερα υποστήριξαν πως δεν υπάρχουν αλήθεια χωριστά ιδιώματα παρά μόνο σύνορα διαφορετικά κάθε φορά για το κάθε γραμματικό ή λεξιλογικό φαινόμενο. Σήμερα το ζήτημα αυτό ξεκαθαρίστηκε αρκετά με τη βοήθεια της γλωσσογεωγραφίας και των γλωσσικών ατλάντων.

Γλωσσογεωγραφία είναι η συστηματική έρευνα της γλώσσας μιας χώρας, που με τη βοήθεια ειδικών ερωτηματολογίων, με κατάλληλα διαλεγμένες φράσεις και λέξεις, εξακριβώνει την ιδιωματική χρήση σε όσο γίνεται περισσότερα αντιπροσωπευτικά μέρη της. Εκτός από τις αλλαγές τις γεννημένες με δανεισμούς από άλλες γλώσσες ή διαλέκτους ή με μίμηση, υπάρχουν και άλλες, δημιουργημένες συνήθως από τις νέες γενεές, και αυτές συνήθως γεννιούνται σε κάθε τόπο ανεξάρτητα από τους νεωτερισμούς στη γλώσσα των γειτονικών τόπων. Οι ισόγλωσσες γραμμές συγκεντρώνουν και σημαδεύουν σ' ένα γεωγραφικό χάρτη τη γεωγραφική περιοχή και έκταση ενός γλωσσικού φαινομένου, λ.χ. σε ποια μέρη λέγουν σε δίνω, με αρέσει αντί σου δίνω. μου αρέσει, σε ποιες περιοχές λέγουν μου άρεσε, μου άρεζε, μου άρεγε, μου άρεθε, μου άρενε, με άρεσε, με άρεζε, μ' άρεσι, μι άριζι, το άρεσα κτλ. ή πού λέγουν για το σκαρφαλώνω: σκαρβαλώνω, σκαρφελώνω, σκαντζουρώνω, γραντζαλώνω, γραπατζαλώνω, γραμπαλώνω, γραπατσαλιέμαι, χαλαριώνω, τζαγκαρώνω, σκαρπατσαλώνω, σκαρφατσαλώνω, σκαργκαλώνομαι, σκαλώνω, σκαρδώνω, σκαρτζώνω, καρκαλώνω, κατσάζω, κατσαρώνω, κολλάω κτλ. και ακόμη γρατζαλώνομαι, γραμπατζώνομαι, κραμπατζώνομαι, γκρεματζαλιούμαι, τσαγκαρώνομαι, χαλιαρώνω, κουρτοκλώνω κ.ά.

Η σύγκριση των ισογλώσσων για τα διάφορα γλωσσικά φαινόμενα, που συγκεντρώνονται στον ίδιο γλωσσογεωγραφικό χάρτη δίνει μια εικόνα της κατανομής των διαλεχτικών φαινομένων μέσα στον ίδιον τόπο.

Από τη γλωσσογεωγραφία μαθαίνομε πως η κάθε γλωσσική περιοχή κόβεται από τις ισόγλωσσες προς διάφορες διευθύνσεις, χωρίς να συμπέφτουν, συχνά όμως πολλές τους συμπυκνώνονται σε δέσμες ισογλωσσικές, και οι γεωγραφικές ζώνες που κλείνουν δείχνουν τα σύνορα ενός ιδιώματος.

Σύμφωνα με αυτά διάλεκτος είναι η γλώσσα τόπου που στο κεντρικό του μέρος παρουσιάζει ένα σύνολο από γνωρίσματα γλωσσικά, που την ξεχωρίζουν από τις γειτονικές διαλέκτους. 'Οσο πλησιάζομε προς την περιφέρεια βρίσκομε και αλλαγές που προμηνούν τη γειτονική διάλεκτο. 'Ετσι δεν είναι συνήθως η μετάβαση σ' αυτήν απότομη.

- Κάθε ιδίωμα συναπαρτίζει με την περιοχή όπου το μιλούν κάτι ενιαίο. 'Οσοι το έχουν μητρική γλώσσα αισθάνονται τη στενώτερη ενότητα πολιτισμού που τους δένει με τους συντοπίτες τους και έχουν τη συνείδηση πως όλοι μαζί μιλούν την ίδια γλώσσα και συνδέονται με αυτή και με τ' άλλα κοινά γνωρίσματα στενώτερα μεταξύ τους παρά με τους άλλους ομόγλωσσους και ομοεθνείς.

Οι λόγοι που ορίζουν τοπογραφικά τη διαμόρφωση των ιδιωμάτων είναι πολλαπλοί: Γεωγραφικοί, σχετικοί με τη διάπλαση του εδάφους, που ευκολύνει ή όχι τη συγκοινωνία (λ.χ. τα βουνά και η θάλασσα συνήθως χωρίζουν, έτσι η 'Οθρη, ο Κορινθιακός, το Ιόνιο πέλαγος, το Κρητικό πέλαγος). Παράλληλοι με αυτούς είναι συνήθως οι διοικητικοί, πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί, που αναγκάζουν τους κατοίκους να συχνάζουν στα ίδια κέντρα. Τη διαμόρφωση των ιδιωμάτων επηρεάζουν σημαντικά και εποικιστικοί λόγοι, καθώς βλέπομε και σήμερα να γίνεται με τους εποικισμούς των προσφύγων, με τη μετακίνησή τους, το σκόρπισμα, το ανακάτωμα με τους ντόπιους και την αλληλοεπίδραση των ιδιωμάτων τους. Το ίδιο έγινε συχνά και στα περασμένα.

Τα νεοελληνικά ιδιώματα. Η ιστορία τους

Τα σημερινά ιδιώματα, ριζωμένα στην αλεξαντρινή και μεσαιωνική κοινή, δεν έχουν σχέση και αντιστοιχία με τις αρχαίες διαλέκτους, εκτός από τα τσακώνικα.

Γεννημένα στο Mεσαίωνα, διαφοροποιήθηκαν περισσότερο στα χρόνια της σκλαβιάς, όπου με όλη την ξαναποχτημένη πολιτική ενότητα κάτω από τον τούρκικο ζυγό, η έλλειψη επικοινωνίας και οικονομικής ζωής έντονης, το σβήσιμο της παιδείας και άλλοι λόγοι περιόριζαν περισσότερο κάθε τόπο στα σύνορά του. Μόνο που η πολιτογράφηση των ξένων λέξεων γίνεται τώρα άνισα κατά τόπους. 'Ετσι τα βενετοκρατημένα μέρη, λ.χ. τα Εφτάνησα, δέχτηκαν μεγαλύτερη ιταλική επίδραση και λιγώτερες τούρκικες λέξεις από την επίλοιπη Ελλάδα, ενώ η μικρασιατική περιοχή, από νωρίτερα τουρκοκρατημένη, δέχτηκε βαθύτερη την τούρκικη επίδραση. Και τα όρια των ιδιωμάτων, θα έμειναν στα χρόνια αυτά ίδια περίπου με τα παλιότερα, όσο δε μεσολάβησαν μετακινήσεις πληθυσμού ή εποικισμοί, ομόγλωσσων (λ.χ. στη Σάμο, από τη βόρεια Ελλάδα, στις Σαράντα Εκκλησιές κ.ά.) ή ξένων (λ.χ. των Αλβανών).

Στην αρχή του περασμένου αιώνα τα νέα ιδιώματα είχαν πάρει τη σημερινή περίπου μορφή τους. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με την πύκνωση της συγκοινωνίας και την ύψωση του πολιτισμού -ακόμη και στα ελληνόγλωσσα μέρη έξω από το ελεύθερο βασίλειο- με την εντονώτερη τέλος εθνική ζωή στον 20ό αιώνα τονώθηκαν οι τοπικές κοινές, διαδόθηκε περισσότερο η νέα κοινή, απαρχαιώθηκαν διάφορα ιδιωματικά στοιχεία, λέξεις, τύποι, προφορές κτλ., και τα ιδιώματα άρχισαν να υποχωρούν, ιδίως στα κέντρα, εμπρός στην κοινή, να επηρεάζωνται απ' αυτήν ή και από λεξιλογικά κυρίως στοιχεία της γραπτής γλώσσας του 19ου αιώνα

Στον 20ό αιώνα τέλος, ύστερ' από τον ευρωπαϊκό πόλεμο, γίνεται η μετοικεσία των μικρασιατικών, θρακικών και καυκασιακών πληθυσμών μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους και έτσι επηρεάζεται σημαντικά η μελλοντική εξέλιξη των ιδιωμάτων, ίσως και γενικώτερα της νέας γλώσσας. Γιατί με την εγκατάσταση 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων στη μεγαλωμένη νέα Ελλάδα, όχι μόνο ανακόπηκε η οργανική εξέλιξη των ξεριζωμένων ιδιωμάτων, αφού όσοι τα μιλούν σκόρπισαν συνήθως και ανακατώθηκαν με άλλους ομογλώσσους, αλλά και η διάρθρωση και σημερινή κατανομή τους άλλαξε σημαντικά και μπερδεύτηκε, ιδίως στη βόρεια Ελλάδα. Και γενικά η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας είναι ενδεχόμενο να επηρεαστεί και να επιταχυνθεί, ανεξάρτητα από την επίδραση της νέας γραπτής κοινής, που θα την επηρεάσει μάλλον ανασχετικά.

Η κατάταξή τους. Μερικά βασικά γνωρίσματα

Επειδή δεν έχει προηγηθεί συστηματική γλωσσογεωγραφική έρευνα και λείπει έτσι ο γλωσσογεωγραφικός άτλαντας δεν είναι δυνατό να γίνει οριστική κατάταξη των ελληνικών ιδιωμάτων. Με βάση όμως τις σημερινές μας γνώσεις μπορεί να καταταχτούν αυτά (λογαριάζεται η θέση τους πριν από τη μετοικεσία του 1923) σύμφωνα με τ' ακόλουθα:

Με τη σημερινή μας γνώση των ιδιωμάτων δεν είναι δυνατό να λογαριαστούν για την κατάταξη λεξιλογικές διαφορές. Γνωρίσματα γραμματικά, που απλώνονται σε μεγάλη έκταση και αξίζει να τονιστούν, και που κλείνουν μέσα στις ισόγλωσσές τους πολλά ιδιώματα, μπορούν να λογαριαστούν:

α)

Η διατήρηση του τελ. ν, στα ονόματα ιδίως: τον ουρανόν, την μάναν, το γράμμαν, το στόμαν, μίαν κοντακιάν του έδωσε κι εκόπην το κοντάριν Κύπρ.

 

β)

Οι αλλαγές των ατόνων φωνηέντων: η τροπή του ο, ε σε ου, ι και το πέσιμο του ου, ι: ου λύκους, χαίριτι, κβαλάου (κουβαλάω), μισμέρ (μεσημέρι), στ' Λάμπ' τς μύλ' στου Λάμπου τους μύλους, τόπων. Μυτιλ.

 

γ)

Η άρρινη προφορά του μπ (b), ντ (d), γκ (g), δηλαδή η εξαφάνιση του έρρινου μπρος από τα ηχηρά μπ (mb), ντ (nd), γκ (ng): κουbί, μαdαρίνι, αgαλιά, αντί  κουμπί, μανταρίνι, αγκαλιά.

 

δ)

Η αλλαγή του χ μπρος στο ε, ι, σε παχύ σ ή απλό σ: τρέχσει.

 

ε)

Η διατήρηση της συλλαβικής ή και της χρονικής αύξησης: εδένετε-δένατε, εδενόμαστε-δενόμαστε δενόμασταν, ηλείφτηκε-αλείφτηκε.

 

ζ)

Η σύνταξη μ' αιτιατική του προσώπου, των ρημάτων δίνω, φέρνω, λέγω, αρέσω, κτλ., που παίρνουν ήδη αιτιατική του άμεσου αντικειμένου: σε φέρνω ένα δώρο, σε το είπα.

 

η)

Η επίταξη της άτονης προσωπικής αντωνυμίας: παρακαλώ σε, φέρνει μου.

-Σύμφωνα με τα παραπάνω τα γνωρίσματα αυτά δεν έχουν την ίδια έκταση ούτε με αυτά χωρίζονται αυστηρά τα ελληνικά ιδιώματα, ενώ υπάρχουν αντίθετα και άλλες συνδετικές ομοιότητες μεταξύ των ιδιωμάτων που έτσι χωρίζονται.

Τα γνωρίσματα (α), (δ), (η), χαραχτηρίζουν τα ιδιώματα των Δωδεκάνησων και μερικών άλλων νησιών του Αιγαίου, Χίου, Νάξου κτλ., καθώς και της Κύπρου και της Μικρασίας, χωρίζοντας έτσι τα ελληνικά ιδιώματα σε ανατολικά και σε δυτικά (η ισόγλωσση ακολουθεί περίπου τον 44ο μεσημβρινό).

Το γνώρισμα (β) παρουσιάζεται στη Στερεά, εκτός από την Αττική, στη βόρεια Εύβοια, στην 'Ηπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, στα βόρεια νησιά του Αιγαίου, στη Σάμο και τον Πόντο. (Πολλά ιδιώματα παρουσιάζουν μόνο την τροπή του ο, ε ή μόνο την εξαφάνιση του ου, ι). Με τις διαφορές αυτές του φωνηεντισμού χωρίζονται τα ελληνικά ιδιώματα σε βόρεια και σε νότια (η ισόγλωσση ακολουθεί περίπου τον 38ο παράλληλο).

Το γνώρισμα (γ) συνηθίζεται στη Β. Ελλάδα, γύρω στο Αιγαίο (ανατ. Στερεά και Θεσσαλία, ανατ. Μακεδονία, Θράκη), σε πολλά νησιά του Αιγαίου, Μυτιλήνη κτλ., στην Κρήτη και στα Εφτάνησα.

Το γνώρισμα (ζ) παρουσιάζεται στη βόρεια Ελλάδα, ανατολικά από τον Πίνδο και βόρεια από την 'Οθρη ως τα βόρ. Νησιά του Αιγαίου, την Πόλη και τον Πόντο, απλώνεται δηλαδή στη μισή τουλάχιστον Ελλάδα.

Το γνώρισμα (ε) βοηθεί να ξεχωριστούν τρεις περιοχές: α. Η ηπειρωτική ή βορειοκεντρική, όπου χάθηκε η χρονική αύξηση και η (άτονη) συλλαβική. Απλώνεται σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, πάνω από την 'Οθρη, στη Ρούμελη και μέρος της Πελοποννήσου· β. Η νησιώτικη ή περιφερειακή, όπου διατηρήθηκε η συλλαβική αύξηση. Απλώνεται στα Εφτάνησα, Κρήτη, νησιά και ανατολικά ακρογιάλια του Αιγαίου, Κύπρο και εν μέρει στην Πελοπόννησο και νότια Ρούμελη· γ. Σε μέρος της περιφερειακής περιοχής, τη νοτιοανατολική (με τη Χίο, μερικές Κυκλάδες, Δωδεκάνησα) όπου φυλάχτηκε και η χρονική αύξηση.