α. Κείμενο 10: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Penguin Books, σελ. 76-77 & 171.
© Penguin Books

Η αργκό δεν είναι ειδικό λεξιλόγιο

Κάθε επάγγελμα αλλά και κάθε είδους δραστηριότητα έχει το δικό της εξειδικευμένο λεξιλόγιο. Δικηγόροι, γιατροί, ναύτες και ποδοσφαιριστές έχουν όλοι τις δικές τους ειδικές λέξεις ή χρήσεις λέξεων. Οι ποδοσφαιριστές χρησιμοποιούν λέξεις όπως κεφαλιά (χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι) και δοκάρι. Οι οικοδόμοι έχουν ειδικές λέξεις όπως σιδερώνω και καλουπώνω. Και οι δικηγόροι έχουν λέξεις όπως εφεσιβάλλω και χρησικτησία. Καθώς σήμερα η κοινωνία είναι πολύ πιο εξειδικευμένη από ό,τι στο παρελθόν, έχει αυξηθεί αντίστοιχα και ο αριθμός των εξειδικευμένων λεξιλογίων. Αυτή η διαδικασία της εξειδίκευσης, που συνεχίζεται ακόμα, είναι ίσως ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη του λεξιλογίου στον σύγχρονο κόσμο. Η μόνη άλλη δύναμη που την ανταγωνίζεται είναι η αγορά, όπου τόσα πολλά πράγματα βρίσκονται πάντα σε προσφορά. Η αγορά δεν μας εφοδιάζει απλώς με παντελόνια, αλλά με πολλά διαφορετικά είδη παντελονιών: τζην, βερμούδες, ζυπ κυλότ, κοτλέ και ούτω καθεξής. Τα περισσότερα αντικείμενα χρειάζονται ένα όνομα προκειμένου να πουληθούν.

Τα ειδικά λεξιλόγια δεν είναι τα ίδια αργκό, αλλά μπορούν να εμπεριέχουν την αργκό, φτάνει το ειδικό λεξιλόγιο να είναι ανεπίσημο. Οι γιατροί για παράδειγμα μπορεί να λένε στους ασθενείς ότι θα ελέγξουν τα αντανακλαστικά τους, αλλά σε έναν συνάδελφο μπορεί να αναφέρουν ότι έλεγξαν τα τινάγματά τους. Ο ασθενής αφήνει ένα δείγμα των ιστών του για εξέταση, αλλά οι γιατροί μπορεί να πούνε πως στέλνουν λίγο κρέας στο εργαστήριο. Ως ασθενής μπορεί να πηγαίνετε στο τμήμα ακτινογραφιών, αλλά οι "από μέσα" μπορεί να το λένε ακτίνες. Αυτές οι λέξεις δεν ορίζονται σε βιβλία ιατρικής, όμως μαθαίνονται και χρησιμοποιούνται στην πράξη. Στα περισσότερα είδη εργασίας υπάρχει ταυτόχρονα, εντός του ειδικού λεξιλογίου, μια επίσημη ορολογία και μια ανεπίσημη ορολογία ή εξειδικευμένη αργκό.

Τα ειδικά λεξιλόγια που σχετίζονται με ανεπίσημες, περιθωριακές ή παράνομες δραστηριότητες ίσως να αποτελούνται κυρίως από αργκό. Aς πάρουμε π.χ. τον χώρο των ναρκο-επιχειρήσεων, που είναι δυστυχώς ένας σημαντικός παράγοντας στη σημερινή κοινωνία. Είναι μια βιομηχανία που έχει τζίρο μεγαλύτερο από πολλές σημαντικές εταιρίες και που απασχολεί πάρα πολλά άτομα. Είναι όμως ένα είδος εμπορικής δραστηριότητας που βρίσκεται στις παρυφές της κοινωνίας. Ως συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του ειδικού λεξιλογίου του αποτελείται από αργκό, σε αντίθεση με τα ειδικά λεξιλόγια των γιατρών και των δικηγόρων, οι οποίοι εργάζονται στο νομιμοποιημένο τμήμα της κοινωνίας. Eνδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μέρος της ορολογίας των ναρκωτικών περνάει από αυτό το ειδικό λεξιλόγιο στο λεξιλόγιο της πιο κοινής αργκό -ίσως να μην υπάρχει μάλιστα άλλη περιοχή στη σύγχρονη ζωή που να επηρεάζει την αργκό τόσο πολύ όσο το εμπόριο ναρκωτικών. Λέξεις όπως χάι, φτιάχτηκε, χαλάστηκε, μαστούρωσε, που έχουν να κάνουν με τις επιδράσεις της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών, φαίνεται πως περνάνε συχνά σε γενική χρήση. Από την άλλη μεριά, λέξεις που περιγράφουν εργαλεία, όπως η bhang 'νεροσωλήνας' και η chillum 'σωλήνας' φαίνεται να έχουν παραμείνει εντός του ειδικού λεξιλογίου, ενώ η λέξη δόση χρησιμοποιείται στο γενικό λεξιλόγιο και σε σχέση με μη ναρκωτικές ουσίες όπως π.χ. στη φράση: "Eίδα πολύ τηλεόραση. Πήρα τη δόση μου για σήμερα"...

Ειδικό λεξιλόγιο

Το ειδικό λεξιλόγιο είναι ένας τεχνικός όρος της γλωσσολογίας που απλά αναφέρεται στο λεξιλόγιο και σε άλλα γλωσσικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με συγκεκριμένα θέματα και δραστηριότητες. Διαφορετικές ομάδες, επαγγελματικές και άλλες, αναπτύσσουν διακριτά, συχνά τεχνικά λεξιλόγια. 'Ενα ενδιαφέρον κοινωνιογλωσσολογικό ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτά τα τεχνικά λεξιλόγια (που συχνά αναφέρονται ως jargon από τους "από έξω") είναι πραγματικά απαραίτητα για την ακριβή συζήτηση ενός ειδικού θέματος και κατά πόσο είναι απλώς ένας τρόπος να σημάνουν τη συμμετοχή στη συγκεκριμένη ομάδα και να κρατήσουν απ' έξω τους "ξένους". Είναι απαραίτητος για τους γλωσσολόγους ο όρος λέξημα; Δεν μπορούσαν απλώς να χρησιμοποιούν τον όρο λέξη όπως όλος ο κόσμος; Γιατί ο διαιτητής στο ποδόσφαιρο αντιστοιχεί στον αγωνιδίκη (umpire) στο κρίκετ; Είναι αναμφίβολα αναγκαίο στη γεωγραφία να υπάρχει ο όρος esker 'μακρά ράχη υψώματος από άμμο που έχει αφήσει ο παγετός', αλλά είναι αναγκαίο και στην ανατομία να υπάρχει ο όρος βραχίονας όταν υπάρχει η λέξη μπράτσο;

'Ενα εξαιρετικά ζωτικό σημείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η κατάκτηση των τεχνικών λεξιλογίων για την παρακολούθηση διαφορετικών σχολικών μαθημάτων. Επομένως δεν είναι φυσικά μόνο οι καθηγητές των αγγλικών που θα πρέπει να ενδιαφέρονται για τη διεύρυνση του λεξιλογίου των μαθητών προς αυτήν την κατεύθυνση...


β. Κείμενο 11: Vendryes, J. [1921] 1978. Le langage: Introduction linguistique à l'histoire.Παρίσι: Albin Michel, σελ. 276-278.
© Albin Michel

Λέγοντας ειδική γλώσσα, εννοούμε μια γλώσσα η οποία δεν χρησιμοποιείται παρά μόνον από ομάδες ατόμων σε ειδικές περιστάσεις. Η περίπτωση του δικαστικού κλητήρα ή του δικαστή είναι ένα παράδειγμα. 'Οταν δικάζουν ή όταν συντάσσουν τις δικογραφίες τους, χρησιμοποιούν μια γλώσσα πολύ απομακρυσμένη από την καθημερινή χρήση: είναι η δικονομική γλώσσα. 'Αλλο παράδειγμα μπορούμε να εντοπίσουμε στην περίπτωση της λειτουργικής. Για να απευθυνθούμε στον Θεό, χρησιμοποιούμε συχνά μια ειδική γλώσσα, όπως τα λατινικά των καθολικών ιερέων. Τις εκκλησιαστικές γλώσσες πρέπει να τις κατατάξουμε στις ειδικές γλώσσες. Τέλος, ειδικές γλώσσες είναι και οι αργκό: οι κολλεγιόπαιδες, οι τεχνίτες, οι κακοποιοί χρησιμοποιούν μεταξύ τους μια προσυνεννοημένη γλώσσα. Υπάρχουν πολλές ακόμη ειδικές γλώσσες οι οποίες διακρίνονται από την καθομιλούμενη γλώσσα και χρησιμεύουν σε μια λίγο ως πολύ μυστική επικοινωνία μεταξύ ενός περιορισμένου αριθμού ατόμων. 'Εχουν όλες το εξής κοινό χαρακτηριστικό, ότι είναι ειδικές σε σχέση με την ίδια κοινή γλώσσα· και αν εξετάσουμε τον σχηματισμό τους, θα καταλάβουμε πως προκύπτουν από την ίδια τάση η οποία συνίσταται στην προσαρμογή της γλώσσας στις ανάγκες της ομάδας που τη χρησιμοποιεί.

Ορισμένες από αυτές τις ειδικές γλώσσες είναι γλώσσες διαφορετικές από την κανονική γλώσσα. 'Οπως τα λατινικά τα οποία χρησιμοποίησαν για πολύ καιρό οι επιστήμονες για τις διεθνείς τους σχέσεις. Επέλεξαν ως ειδική γλώσσα για να επικοινωνούν με άλλους επιστήμονες μια γλώσσα νεκρή· οι ιερείς μας κάνουν το ίδιο για να απευθυνθούν στον Θεό. Τα σανσκριτικά, άλλη νεκρή γλώσσα, παρέμεινε στην Ινδία η γλώσσα των πάντιτ, των καλλιεργημένων δηλαδή. Ως λειτουργικές γλώσσες διαφορετικές από τη ζωντανή γλώσσα, μπορούμε να αναφέρουμε τα ελληνικά, τα αρχαία σλαβικά, τα αρμενικά, ή, καλύτερα ακόμη, τα κοπτικά, τα οποία διατηρούν ως θρησκευτική γλώσσα άνθρωποι οι οποίοι κανονικά μιλάνε μια γλώσσα ολότελα άλλης οικογένειας, τα αραβικά. 'Ολα αυτά εξηγούνται από συγκεκριμένους λόγους: από την ανάγκη να γίνει η επικοινωνία δυνατή μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από χώρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους -είναι η περίπτωση της χρήσης των λατινικών από τους επιστήμονες-, ή ακόμη, σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές γλώσσες, από την υποταγή σε μια παράδοση ή, πολύ περισσότερο, από την ανάγκη να διακριθεί το ιερό από το κοσμικό.

Γενικά, οι ειδικές γλώσσες αναπτύσσονται πάνω στα κοινά αποθέματα μιας ζωντανής γλώσσας. Υπάρχουν, όμως, μερικές που είναι τόσο νεκρές όσο τα λατινικά. Τέτοια είναι η γλώσσα των δικαστηρίων. Κάθε όρος έχει λάβει μια οριστική σημασία· οι δικαστές οφείλουν να τη μάθουν και να συμβιβαστούν, χωρίς να αλλάξουν τίποτε. Κατά βάθος δεν είναι τίποτε άλλο από μια τεχνική γλώσσα, όπως η γλώσσα των γιατρών όταν συντάσσουν ένα ιατρικό δελτίο και, εν γένει, η γλώσσα των επιστημόνων κάθε είδους, όταν εξετάζουν ζητήματα της ειδικότητάς τους. Οι τεχνικές γλώσσες οφείλουν την ύπαρξή τους στην ανάγκη να περιγραφούν αντικείμενα ή έννοιες που δεν έχουν όνομα στην τρέχουσα χρήση· καλύπτουν, όμως, εξίσου, την ανάγκη να περιγράψουν "επιστημονικά" -με έναν όρο δηλαδή πιο συγκεκριμένο, ο οποίος να αποκλείει κάθε αμφισημία- αντικείμενα τα οποία η κανονική γλώσσα περιγράφει κατά τα άλλα πολύ καλά. 'Ετσι, άλλοτε επινοούν ειδικές λέξεις, άλλοτε χρησιμοποιούν με ειδική σημασία λέξεις της κανονικής γλώσσας· αυτό συμβαίνει όταν οι φυσικοί μιλάνε για "μάζα", για "ταχύτητα" ή για "δύναμη". Από αυτή την άποψη οι τεχνικές γλώσσες συντάσσονται με αυτό που λέμε αργκό.

Μετάφραση Θεόφιλος Τραμπούλης


γ. Κείμενο 12: Tριανταφυλλίδης, M. [1947] 1963. Eλληνικές συνθηματικές γλώσσες. Στο 'Απαντα, 2ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ['Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], AΠΘ., σελ. 300-302
© Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών

1. Ειδικές γλώσσες

Mια γλώσσα δεν ξεχωρίζει μόνο κατά τους τόπους που τη μιλούν, με τις ιδιωματικές της παραλλαγές και ποικιλίες, με τα ιδιώματά της και τις διαλέκτους της. Kαι μέσα στον ίδιο τόπο παρουσιάζει κανονικά μικροδιαφορές λεξιλογικές προπάντων κατά τα κοινωνικά στρώματα και τους επαγγελματικούς κύκλους που τη μεταχειρίζονται. Συνανήκουν αυτές στην κοινή γλώσσα και αντιστοιχούν στην κοινωνική και επαγγελματική κατανομή και ειδίκευση της κοινωνίας. Mια λέξη, το φύλλο λ.χ. έχει άλλη σημασία κύρια, που πρωτοέρχεται στο νου για ένα βοτανικό, έναν έμπορο χαρτιού, άλλη για ένα ζαχαροπλάστη, ένα χαρτοπαίκτη, για ένα μαραγκό, για έναν εκδότη εφημερίδας. H ποικιλία αυτή της σημασίας δε μας εμποδίζει βέβαια να καταλαβαινόμαστε στην καθημερινή ζωή, επειδή από το είδος και το θέμα της ομιλίας ή και από τα γύρω περιστατικά πάει ο νους του ακροατή σ' εκείνο που εννοεί ο συνομιλητής του: "Θα πάρη ο αέρας από το τραπέζι το φύλλο με τις σημειώσεις μου".

'Οταν όμως πρόκειται για ομογλώσσους, με την ίδια ασχολία και μεγαλύτερη ομοιότητα στην ψυχική τους ιδιοσυγκρασία, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται περισσότεροι νεολογισμοί, καινούριες σημασίες ή λέξεις, από το υλικό που παρέχει η κοινή γλώσσα έτοιμο, για να εκφραστούν έννοιες της επαγγελματικής ζωής ή και κοινές, που αντικρίζονται από αυτούς διαφορετικά. 'Ετσι σχηματίζονται στα σπλάχνα μέσα της κοινής και πλάι της οι λεγόμενες ειδικές γλώσσες, που καθρεφτίζουν τον κοινωνικό και επαγγελματικό διαφορισμό της κοινωνίας. Συναποτελούν σε μεγάλο τουλάχιστο σημείο την κοινή γλώσσα και συντελούν στον πλουτισμό της.

Στις ειδικές γλώσσες ανήκουν -πρώτος το παρατήρησε ο Wundt- και τα ιδιώματα που γεννιούνται από ανθρώπους που βρίσκονται καθημερινά μαζί για να κάμουν κάτι, είτε για ευχαρίστηση είτε για το επάγγελμά τους. Φανερώνεται τότε η τάση να ονομάζουν με ξεχωριστές λέξεις ή σημασίες τ' αντικείμενα που παίρνουν για αυτούς μεγαλύτερη σημασία, συναισθηματική ιδίως, ξεμακραίνοντας από την κοινή γλώσσα. Aυτό μπορεί να παρουσιαστεί ακόμη και ανάμεσα σε παιδιά αναθραμμένα μαζί ή εφήβους. Aκόμη και άνθρωποι που συνδέονται πολύ αισθηματικά ή φιλικά μπορεί να διαμορφώσουν ένα μικρό χωριστό λεξιλόγιο.

Στις ειδικές αυτές γλώσσες μπορούμε να κατατάξωμε και τα ιδιώματα που συνηθίζουν μερικές τάξεις (Standessprachen) απαρτισμένες από κλειστές ομάδες με αρκετή ομοιογένεια, καθώς είναι οι μαθητές των σχολείων, οι τρόφιμοι των ανώτερων Σχολών, καθώς το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, οι Στρατιωτικές σχολές1 -που σε άλλους τόπους με πιο πολύχρονη εκπαιδευτική ιστορία παρουσιάζονται κάποτε αρκετά πλούσιες. 'Ετσι θα είχαμε και εμείς να αναφέρωμε λέξεις και φράσεις όπως: έσπασε στη μελέτη, στο διάβασμα, έσκασε κανόνι, κανονιέρης, κόπηκε (σ' ένα μάθημα) ή την έφαγε, ή τα νεώτερα που δεν τα λέγαμε στην εποχή μου, θα σπάσω πλάκα, λέει τρίχες, είναι ένας τρίχας, τρέχεις; σπασίλας.

Δεν είναι βέβαια όλες αυτές οι ειδικές γλώσσες, γλώσσες σωστές, κανονικές, όπως τις εννοούμε συνήθως. Aπαρτίζονται από λίγες ή περισσότερες λέξεις ή και εκφράσεις για έννοιες κοινές, γνωστές -ή και για ειδικές της ζωής εκείνων που τις έχουν και προϋποθέτουν μόνο κοινά ενδιαφέροντα. Tέτοιες λέξεις θα ήταν λ.χ. στα μάγκικα: κρεμαστή η καδένα, βραχιόλια οι χειροπέδες, έκανε τη γάτα για την κλεψιά με σκαρφάλωμα στο σπίτι, μπανίζω ή ανθίζομαι για το καταλαβαίνω, νιώθω.

Mα να έχωμε τάχα εδώ, στα μάγκικα, μόνο μια ειδική γλώσσα; ή κάτι περισσότερο, κάτι άλλο;

 



1Στη Σχολή των Eυελπίδων έλεγαν, άλλοτε τουλάχιστο, κουμπουρώνω 'δεν ξέρω το μάθημα' μιρμιρία 'γρίνια, μελαγχολία', το έτριξα ή το τράβηξα 'ξέρω καλά το μάθημα', νίλα 'άγρια υποδοχή του νέου μαθητή από τους παλιούς', και νιλαδόρος. Στη στρατιωτική πάλι γλώσσα συνηθίζονται τα δεκάρα, λ.χ. «άρπαξε μια δεκάρα» 'τιμωρία με κράτηση δέκα ημερών', εξάρα, μιναρές 'μήνας ολόκληρος', γράμμα ή γράμμα συστημένο 'υπηρεσία', γαλονάς 'ο αξιωματικός', οπλατζής για το διοικητή, που όταν παρουσιαζόταν καλούσε ο στρατός «στα όπλα», σκοτώνω, τη σκότωσε για το πούλημα της κουραμάνας, Θοδώρα 'διάλυση', Kαλλιόπη 'απόπατος', κοντογούνι 'κράτηση' (έκαμε έξι και παρών για στρατιώτη που έλειψε αυθαίρετα έξι μέρες από τη μονάδα του και ξαναπαρουσιάζεται εγκαίρως την τελευταία στιγμή για να μην κηρυχτεί λιποτάκτης) κτλ.