α. Κείμενο 14: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Penguin Books, σελ. 79.
© Penguin Books

'Εχει ειπωθεί ότι μια λειτουργία της γλώσσας των κλεφτών και των ναρκομανών είναι να κρατάνε μυστικό το περιεχόμενο των συνομιλιών τους -οι από έξω δεν πρέπει να καταλαβαίνουν τι λέγεται. Αυτό κάποιες φορές αναφέρεται ως αντι-γλώσσα. Καθώς όμως οι περισσότερες λέξεις δεν είναι καθόλου δυσνόητες, αυτός ο ισχυρισμός είναι αμφίβολου κύρους. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να κρατηθούν έξω οι "από έξω". 'Ενα μέλος του τμήματος ναρκωτικών της αστυνομίας μας πληροφόρησε ότι η γλώσσα των ναρκομανών αλλάζει ραγδαία, πράγμα που κάνει πολύ δύσκολο για την αστυνομία να εκπαιδεύσει πληροφοριοδότες για να διεισδύσουν σε αυτές τις ομάδες. Είναι εύκολο να μάθεις την αργκό αλλά δύσκολο να μείνεις επίκαιρος και να χρησιμοποιείς και να συνδυάζεις σωστά τις λέξεις. 'Ετσι είναι εύκολο για τα μέλη της ομάδας να ξεχωρίζουνε τα αληθινά μέλη της...

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

β. Κείμενο 15: Calvet, L.-J. 1994. L'argot. Que sais-je?. Παρίσι: Presses Universitaires de France, σελ. 6-8 & 113-117.
© Presses Universitaires de France

Στην αρχή, μια κρυπτική λειτουργία

Οι γλώσσες, δεν χρειάζεται να το υπενθυμίσουμε, μεταξύ των υπολοίπων λειτουργιών που επιτελούν, εξασφαλίζουν και την επικοινωνία. Και αυτό το προφανές γεγονός έχει πολλές και σοβαρές συνέπειες. Πράγματι, όσο πιο προβληματική είναι η επικοινωνία (όταν, για παράδειγμα, μιλάμε με κάποιον ξένο) τόσο πιο πολύ ο ομιλητής θα έχει την τάση να αναζητεί απλά σχήματα, τρέχοντα. Η σκοπιά αυτή μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη γέννηση των κοινών γλωσσών, των οποίων προορισμός ήταν να διευκολύνουν την επικοινωνία, μεταξύ των περισσοτέρων δυνατόν ανθρώπων· μας επιτρέπει, ακόμη, να εντοπίσουμε τις διαφορετικές χρήσεις της ίδιας γλώσσας: συνθηματική χρήση ή ντοπιολαλιά σε ορισμένες περιπτώσεις, κοινή χρήση σε άλλες περιπτώσεις. 'Ετσι, τα αγγλικά που μιλούν δύο γηγενείς της Οξφόρδης ή της Βοστόνης δεν έχουν παρά ελάχιστα κοινά σημεία με τα αγγλικά που χρησιμοποιούν δύο επιχειρηματίες, ο ένας γερμανός και ο άλλος ιάπωνας, ή ο γάλλος τουρίστας και ο έλληνας ξενοδόχος.

Η θεώρηση, εντούτοις, της γλώσσας ως "εργαλείου επικοινωνίας", αμφισβητήσιμη εξάλλου από επιστημονική άποψη, είναι στενά συνδεδεμένη με τα άτομα που συμμετέχουν στη διεπίδραση κι αφήνει κατά μέρους τα "εχθρικά αυτιά που ακούνε": όταν μιλάμε σε κάποιον, υπάρχει πάντα κάποιος άλλος από δίπλα που μας ακούει, δίνοντας περισσότερη ή λιγότερη προσοχή σε αυτά που λέμε. Ο δημόσιος χαρακτήρας του λόγου δημιουργεί καμιά φορά συμπεριφορές που εγγράφονται στην επικοινωνία: μπορεί, βέβαια, να μιλάμε για τους άλλους, και να μην μας ενοχλεί καθόλου, όταν στο εστιατόριο, στο διπλανό τραπέζι, μοιάζουν να ενδιαφέρονται για τα λεγόμενά μας. Υπάρχουν, όμως, και οι αντίθετες περιπτώσεις, όπου οι ομιλητές δεν έχουν κανένα συμφέρον να τους καταλάβουν και ξένα αυτιά. Είναι, για παράδειγμα, οι έμποροι οι οποίοι συζητάνε μεταξύ τους, μπροστά στους πελάτες και έχουν να πουν πράγματα που πρέπει να κρατήσουν μυστικά (δώσε του το χθεσινό ψωμί), ή οι κλέφτες οι οποίοι ετοιμάζουν το κόλπο τους και δεν θέλουν να τους καταλάβει κάποιος τρίτος. Πρόκειται για καταστάσεις που επέτρεψαν να γεννηθούν οι κρυπτικές χρήσεις της γλώσσας, χρήσεις, δηλαδή, οι οποίες τείνουν να περιορίσουν την επικοινωνία σε μια μικρή ομάδα, σε έναν κύκλο μυημένων.

Κρυπτικός, από το ελληνικό κρυπτός 'κρυφός'. Η ρίζα της λέξης συμμετέχει στην σύνθεση όρων όπως κρυπτόγραμμα, κείμενο γραμμένο σε μυστική γραφή ή κρυπτογενετικός 'άγνωστης προέλευσης'. Μια κρυπτική γλώσσα είναι, λοιπόν, μια γλώσσα η οποία κρύβει το νόημά της από τους μη μυημένους.

Η κρυπτική λειτουργία εμπεριέχει, ως εκ τούτου, γλωσσικούς τύπους οι οποίοι παραλλάσσουν τη σημασία και θα δούμε πως υπάρχουν ποικίλοι τρόποι να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Στις αργκό (εδώ ο πληθυντικός είναι σημαντικός), λοιπόν, οφείλονται γλωσσικοί τύποι οι οποίοι προέρχονται από την κοινή γλώσσα και επιτρέπουν την επικοινωνία σε μια κλειστή ομάδα, την ομάδα των μυημένων και συνιστούν γλωσσική απάντηση σε μια ανάγκη (ανάγκη μυστικότητας, αδιαφάνειας κλπ.). Κατ' αυτή την έννοια, πρέπει να τοποθετήσουμε την αργκό σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο, το πλαίσιο των ειδικών γλωσσών...

Θα θέλαμε να θέσουμε μια γενικότερη και πιο θεωρητική προβληματική. Γνωρίζουμε πως η λεγόμενη γλωσσολογία της ποικιλότητας [linguistique variationniste] διακρίνει μεταξύ αυτού που αποκαλούμε μεταβλητή και αυτού που αποκαλούμε παραλλαγή. Μεταβλητή είναι ένα πεδίο διασποράς, το σύνολο των δυνατοτήτων πραγμάτωσης ενός γλωσσικού τύπου, μιας δομής, ενός ήχου. Και κάθε μία από αυτές τις πραγματώσεις είναι μια παραλλαγή. Ας πάρουμε ένα λεξικό παράδειγμα, την serpillière 'σφουγγαρίστρα', την οποία λέμε, ανάλογα με την περιοχή panosse (στην Σαβοΐα και την Ελβετία), wassingue (στον βορρά), torchon (στα ανατολικά), since (στα νοτιοδυτικά) κλπ. Οι διαφορετικές ονομασίες συνιστούν παραλλαγές, γεωγραφικές σε αυτήν την περίπτωση, και το σύνολό τους (serpillière + panosse + wassingue + torchon + since) συνιστά μια μεταβλητή. Αν, όμως, η διαφορά μεταξύ panosse και wassingue είναι στην ουσία γεωγραφική, δεν ισχύει το ίδιο για τις διαφορές μεταξύ épouse 'σύζυγος', femme 'γυναίκα', meuf 'γκόμενα', gonzesse 'γκόμενα'. Εδώ η μεταβλητή είναι κοινωνική και μπορούμε να ακούσουμε τις παραλλαγές στο ίδιο γεωγραφικό σημείο από διαφορετικά στόματα ή με διαφορετικές λειτουργίες.

Γιατί μπορούμε να θεωρήσουμε την γλώσσα ως μια τεράστια μεταβλητή και τα διαφορετικούς της τύπους ως παραλλαγές -η αργκό είναι μία από αυτές τις παραλλαγές- κάτι που ισοδυναμεί με το να θεωρήσουμε πως η αργκό δεν υπάρχει ως μεμονωμένη μορφή, πως είναι μόνον μια ορισμένη πραγμάτωση μιας γενικότερης μορφής. Εδώ πρέπει να εισαγάγουμε την έννοια της απόκλισης ή της διαφοράς και να πούμε πως όσο πιο διαφορετική είναι μια ομάδα από την μέση κοινωνική ομάδα ή από την κυρίαρχη ομάδα, τόσο πιο πολύ η γλωσσική μορφή που χρησιμοποιεί θα είναι διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιεί η μέση ή η κυρίαρχη ομάδα (αυτό που ο Pierre Bourdieu αποκαλεί νομιμοποιημένη μορφή). Κατ' αυτή την έννοια, η χρήση των τύπων της αργκό είναι ένας τρόπος να τοποθετηθεί αυτός που τους χρησιμοποιεί απέναντι στην εξουσία: διαμέσου της νομιμοποιημένης γλώσσας η οποία είναι ένα από τα σύμβολά της. 'Εχω υποδείξει αλλού πως οι ποικιλίες της γλώσσας μας καθορίζονται από τρεις παραμέτρους, μια κοινωνική παράμετρο, μια γεωγραφική παράμετρο και μια ιστορική παράμετρο και πως η γλώσσα γνωρίζει ποικιλίες σε αυτούς τους τρεις άξονες: διαστρωματικές ποικιλίες (όσες αφορούν τις κοινωνικές ομάδες), διατοπικές ποικιλίες (συνδεδεμένες με περιοχές) και διαχρονικές ποικιλίες (συνδεδεμένες με τον χρόνο και με τις διαφορές μεταξύ των ηλικιακών ομάδων).

Η χρήση της γλώσσας είναι, λοιπόν, ένας τρόπος να πάρει κανείς θέση σε αυτούς τους τρεις άξονες, ένας τρόπος να διεκδικήσει την υπαγωγή του σε μια κοινωνική ομάδα, έναν τόπο, μια ηλικιακή ομάδα. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να αναλύσουμε την αφομοίωση από τη γλώσσα των νεολογισμών της αργκό και τις αντιστάσεις της νόρμας στους ίδιους νεολογισμούς. Η κυκλοφορία των καινοτομιών χαράσσει, πράγματι, τα όρια μεταξύ αυτού που είναι αποδεκτό και αυτού που δεν είναι -η αποδεκτότητα πρέπει να εννοηθεί τόσο με την κοινωνική όσο και με τη γλωσσική έννοια. Για παράδειγμα, το γεγονός πως ένα μέρος του λεξιλογίου της αργκό περνά στο γενικό λεξιλόγιο της γλώσσας μαρτυρεί για τη δυνατότητα κοινωνικής αποδοχής: η νόρμα δέχεται να ανοίξει τις πύλες της σε λέξεις που έχουν γεννηθεί σε σφαίρες οι οποίες ορίζουν τον εαυτό τους σε αντιδιαστολή με την νόρμα, η νομιμοποιημένη γλώσσα αποδέχεται μη νομιμοποιημένες λέξεις, όπως και η αστική τάξη μπορεί να δεχτεί να αναγνωρίσει νόθα παιδιά. 'Οταν, όμως, περνούν από το πεδίο της αργκό στο πεδίο της γενικής γλώσσας συντακτικές καινοτομίες (όπως, ας πούμε, οι αμετάβατες χρήσεις του ρήματος craindre 'φοβάμαι' και assurer 'εξασφαλίζω'), το πέρασμα μαρτυρεί για ενός άλλου τύπου αποδοχή, καθαρά γλωσσική: η γλώσσα μπορεί να ενσωματώσει ή να μην ενσωματώσει παρόμοιες δομές, ανάλογα με το εάν αμφισβητούν ή όχι το σύνολο του γλωσσικού συστήματος. Διακυβεύονται τότε ολότελα διαφορετικά πράγματα, στο κάτω κάτω της γραμμής πρόκειται για την επιβίωση του συστήματος.

Η καινοτομία, η ποικιλομορφία, η αποδεκτότητα βρίσκονται στο κέντρο μιας προβληματικής που αφορά το μέλλον της γλώσσας και των γλωσσών. 'Οσο μια γλώσσα μπορεί να ενσωματώνει τις καινοτομίες, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται. 'Οταν τις απορρίπτει, όταν οι δομές της δεν μπορούν να αντέξουν έναν κάποιον βαθμό ποικιλομορφίας, χωρίζεται από τη γλωσσική μορφή που έχει απορριφθεί από τη νόρμα, και μπορεί με την σειρά της να γίνει ο πυρήνας μιας παράλληλης εξέλιξης, ένα είδος διπλασιασμού. Τα γαλλικά της Αφρικής συνιστούν, προς το παρόν, μια παραλλαγή των γαλλικών, μακροπρόθεσμα όμως θα μπορούσαν να γίνουν η αφετηρία για την εξέλιξη προς μια άλλη γλώσσα η οποία θα κατάγεται από τα γαλλικά.

Από αυτή την άποψη, οι τύποι της αργκό δεν είναι σε θέση να συστήσουν καινούργια γλώσσα: αλλάζουν πολύ γρήγορα, ενσωματώνονται στην καθομιλούμενη γλώσσα ή εξαφανίζονται. Και η αργκό ενσωματώνεται και αυτή σε ένα συνεχές δεξιοτήτων. 'Ενας ομιλητής έχει σε γενικές γραμμές τη δυνατότητα να παράγει ποικίλους τύπους, οι οποίοι (ανάλογα με την περίπτωση και ανάλογα με τον συνομιλητή) θα καταταχθούν ως αποδεκτοί ή μη αποδεκτοί, ως επιτηδευμένοι, λαϊκοί ή της αργκό. Από αυτή τη σκοπιά θα πρέπει να αναλύσουμε την εξαφάνιση της αργκό με την κλασική έννοια του όρου (κρυφή γλώσσα του Χώρου, κλπ.) και τη σταδιακή απώλεια της κρυπτικής της λειτουργίας προς όφελος μιας λειτουργίας την οποία θα ονομάζαμε ταυτοτική. Στην επικοινωνία, το προφανές, δηλωμένο περιεχόμενο περνάει σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το λανθάνον, συνυποδηλούμενο περιεχόμενο και ένα σύνταγμα σαν το σπάστα και ξαναρίχτα στα ελληνικά, δηλώνει μεν ό,τι λέει ('δεν κατάλαβα, επανάλαβε'), συνδηλώνει δε όλα όσα υπάρχουν πίσω από την επιλογή να μιλήσει κανείς μάγκικα: την αναζήτηση μιας ταυτότητας, μιας κουλτούρας του ενδιάμεσου χώρου (με την έννοια που το χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι του Σικάγου), την άρνηση της νομιμοποιημένης γλώσσας και, πίσω από αυτήν, του σχολείου, των ενηλίκων, της κοινωνίας...

Λέει ο Gaston Esnault: "Θεωρούμε "λαϊκές" τις λέξεις των ακίνδυνων ομάδων, "κακές" τις λέξεις των ομάδων που τείνουν προς την παρανομία. Η διαχωριστική γραμμή, όμως, είναι διαρκώς υπό αναθεώρηση". Τι εννοεί, η διαχωριστική γραμμή χωρίζει τις "λαϊκές" λέξεις από τις λέξεις της "αργκό" ή τις "ακίνδυνες ομάδες" από τις "ομάδες που τείνουν προς την παρανομία"; Η ερώτηση δεν είναι ρητορική· αφορά, αντίθετα, τον ορισμό της γλωσσικής κοινότητας. Σε ένα βιβλίο αφιερωμένο στην παρουσίαση της κοινωνιογλωσσολογίας, είχα υπαινιχθεί πως "το αντικείμενο έρευνας της γλωσσολογίας δεν είναι μόνον η γλώσσα ή οι γλώσσες, αλλά η γλωσσική κοινωνική κοινότητα ιδωμένη μέσα από την γλωσσική της σκοπιά". Ετούτη η κοινότητα η οποία συμπεριλαμβάνει εξίσου "ακίνδυνες ομάδες" και "ομάδες που τείνουν προς την παρανομία" (για να χρησιμοποιήσουμε την διατύπωση του Esnault, μολονότι αυτό το λεξιλόγιο είναι πια ξεπερασμένο) χαρακτηρίζεται από την σχέση της με τη γλώσσα, από το γεγονός ότι, όπως το έγραψε ο William Labov, τα μέλη της μοιράζονται τις ίδιες νόρμες ως προς τη γλώσσα. Η αργκό, όπως και οι υπόλοιπες γλωσσικές μορφές, υπάγεται σε αυτές τις νόρμες και η χρήση της αποκαλύπτει πως ο ομιλητής παίρνει κοινωνική θέση. Ο ομιλητής ο οποίος χρησιμοποιεί την αργκό μπορεί να μην γνωρίζει άλλη ποικιλία των γαλλικών (δεν έχει, δηλαδή, επιλογή) ή μπορεί να κατέχει κι άλλες και να επιλέγει συνειδητά αυτή την ποικιλία, αλλά και στις δύο περιπτώσεις, ξέρει πως κατ' αυτό τον τρόπο παίρνει θέση απέναντι στη "νομιμοποιημένη γλώσσα", είτε τη γνωρίζει είτε όχι.

γ. Κείμενο 16: Vendryes, J. [1921] 1978. Le langage: Introduction linguistique à l'histoire.Παρίσι: Albin Michel, σελ. 278-279.
© AlbinMichel

Ο όρος αργκό είναι σήμερα πολύ ασαφής. Κατά βάθος, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακόμη ονομασία της ειδικής γλώσσας και υπάρχουν τόσες αργκό όσες και ειδικευμένες ομάδες. Αυτό που χαρακτηρίζει την αργκό είναι η απεριόριστή της ποικιλία· αλλάζει ασταμάτητα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τους τόπους. 'Ολες οι κοινωνικές ομάδες, όλα τα επαγγελματικά σωματεία έχουν την αργκό τους. Υπάρχει η αργκό των μαθητών, η οποία διαφέρει ανάλογα με τα σχολεία και, καμιά φορά, ανάλογα με τις τάξεις του κάθε σχολείου· υπάρχει η αργκό των στρατοπέδων, η οποία διαφέρει επίσης ανάλογα με τα σώματα και η οποία δεν είναι καν ακριβώς η ίδια ανάλογα με τα όπλα· υπάρχει η αργκό των μοδιστρών και η αργκό που χρησιμοποιούν οι πλύστρες, όπως και η αργκό των μεταλλωρύχων και η αργκό των ναυτικών.

Υπάρχει, τέλος, η αργκό των κακοποιών. Γι' αυτήν εδώ χρησιμοποιήθηκε αρχικά ο όρος αργκό. Στην πατρίδα μας (Γαλλία) υπήρχε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα μια πραγματική συντεχνία κακοποιών, η οποία είχε τη δική της ειδική γλώσσα, καθορισμένη συμβατικά και διατηρούμενη με τη θέληση του κάθε μέλους της. Είναι η αργκό, πιο παλιά το ζαργκόν, γιατί στην αρχή οι δύο όροι ήταν ένας. Λέγεται cant στα αγγλικά, Rotwelsch ή Gaunersprache στα γερμανικά, furbesche στα ιταλικά, germania στα ισπανικά, calão στα πορτογαλικά, smechereasca στα ρουμανικά κλπ. 'Οσοι μελετούν την αργκό παίρνουν ακόμη ως βάση τους συχνά τη γλώσσα των κακοποιών· δεν υπάρχει όμως ανεπαρκέστερα προσδιορισμένο πεδίο. Δεν πρόκειται πλέον για κάποια κλειστή ομάδα, της οποίας τα μέλη θα μπορούσαν να επιβάλουν μια τέλεια ενοποιημένη γλώσσα. Οι άνθρωποι που μιλάνε αργκό προέρχονται από τα τέσσερα σημεία του κοινωνικού ορίζοντα και ό,τι αποκαλούμε κόσμο των κακοποιών συμπεριλαμβάνει αντιπροσώπους όλων των επαρχιών, όλων των τάξεων και όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Οι κακοποιοί μαζεύονται πια σε ομάδες απομονωμένες και για περιστασιακές ανάγκες· δεν αναγνωρίζουν κανέναν αρχηγό ο οποίος θα μπορούσε, ως νέος βασιλιάς του Thunes ή μεγάλος Coesre, να τους επιβάλει τις επιθυμίες του. Δεν υπάρχει τίποτε εξωτερικό το οποίο θα τους επέτρεπε να αναγνωρίζονται μεταξύ τους και αναμειγνύονται στη ζωή όλων μας, ακόμη κι αν ζουν στα περιθώρια της κανονικής κοινωνίας. Σε αυτές τις συνθήκες πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια αυστηρά καθορισμένη γλώσσα των κακοποιών;

Η αργκό χρωστά κατά κύριο λόγο τον χαρακτήρα της στις διαφορές των λεξιλογίων. Πράγματι, προκύπτει ως εξειδίκευση της κοινής γλώσσας· και καθώς δεν υπάρχει παρά μόνον σε αντιπαράθεση με αυτή την κοινή γλώσσα, πρέπει η σχέση μεταξύ της κοινής γλώσσας και της αργκό να γίνεται κατανοητή με σταθερό τρόπο καθ' όλο τον χρόνο που κάποιος χρησιμοποιεί την αργκό. Η παραμόρφωση της φωνητικής ή της μορφολογίας, όσο λίγη εμβέλεια κι αν έχει, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη του δεσμού που ενώνει την αργκό με την κοινή γλώσσα από την οποία προέρχεται.

Εξάλλου, η μορφολογία και η φωνητική συνιστούν συστήματα στα οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε, δίχως να τα αναθεωρήσουμε ολόκληρα. Η αργκό δεν τα αγγίζει. Αναμφίβολα, ορισμένες συνήθειες προφοράς χρησιμοποιούνται σε ορισμένες αργκό και συμβάλλουν στον χαρακτηρισμό της. 'Ετσι, η αργκό των παρισινών προαστίων περιλαμβάνει ορισμένα φωνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία επαρκούν για να αποκαλύψουν την κοινωνική τάξη αυτού που μιλάει. Πρέπει, όμως, εδώ να διακρίνουμε δύο διαφορετικά πράγματα. Η φυσική προφορά των παρισινών προαστίων δεν είναι η προφορά των κανονικών γαλλικών. Τα προάστια διαθέτουν μια ξεχωριστή φωνητική, ανεξάρτητα από το λεξιλόγιο. Μπορούμε να ακούσουμε εργάτες να μιλούν εξαίρετα γαλλικά με επιτονισμό προαστίου και, αντίθετα, ανθρώπους καθωσπρέπει να χρησιμοποιούν με τον πιο καλλιεργημένο επιτονισμό αργκοτικό λεξιλόγιο. 'Οταν η προφορά των προαστίων και το λεξιλόγιο της αργκό συνενώνονται στο ίδιο άτομο, πρόκειται για μια τυχαία σύνδεση δύο ανεξάρτητων χαρακτηριστικών.

Μετάφραση Θεόφιλος Τραμπούλης

δ. Κείμενο 17: Tριανταφυλλίδης, M. [1947] 1963. Eλληνικές συνθηματικές γλώσσες. Στο 'Απαντα, 2ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ['Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], AΠΘ., 302-310.
© Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών

2. Κρυφές ή συνθηματικές γλώσσες

Στο κοινό συμφέρον που είδαμε μπορεί κάποτε να προστεθή και ένα άλλο στοιχείο: H ανάγκη να μην καταλάβουν όσοι βρίσκονται έξω από τον κύκλο και που η συνεννόηση στρέφεται συχνά εναντίον τους· και ενώ σκοπός της λαλιάς είναι να εκφράσωμε κάτι, να συνεννοηθούμε με τους ομογλώσσους μας, να μας καταλάβουν όσοι μας ακούν, παρουσιάζεται τώρα παράλληλα ένας δεύτερος σκοπός αντίθετος, επίσης σημαντικός: να μην καταλάβουν οι αμύητοι, όσοι τυχόν θα ακούσουν, ό,τι δεν είναι για τα' αυτιά τους. Στην περίπτωση αυτή έχομε εκείνο που ονομάζομε μυστικές, κρυφές ή συνθηματικές γλώσσες.

Bγαίνουν αυτές συνήθως από τις ειδικές και τις επαγγελματικές, μα κύριό τους γνώρισμα είναι η απόκρυψη, είναι πως χρησιμοποιούν συστηματικά ξεχωριστούς φραστικούς τρόπους.

'Ετσι στα μάγκικα, που είναι και γλώσσα των λωποδυτών (λέγονται και τσουμπουρλουκίστικα, γλώσσα της φυλακής, από το τσουμπουρλούκι 'φυλακή') ακούονται φράσεις που δείχνουν πως το ιδίωμα από ειδικό έγινε συνθηματικό, κρυφό: Πώς ακούγεσαι; 'πόσα λεπτά έχεις απάνω σου;' Mη μου αμολήσεις τους μπάτσους 'μη με καταγγείλης στους αστυνομικούς', χαρμάνι 'ο σκοπός, η φρουρά'.

Eίναι περίεργο στην πρώτη ματιά, ότι οι μυστικές γλώσσες είναι φαινόμενο καθολικό. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, σε πολιτισμένους και σε απολίτιστους λαούς, παρουσιάζονται ομάδες ομογλώσσων που νιώθουν την ανάγκη να χωριστούν από την κοινωνία και να κρυφτούν απ' αυτήν και με τη γλώσσα τους. Oι κακούργοι και οι λωποδύτες στην Iάβα και στις Iνδίες, στην Kίνα και στο Mεξικό έχουν τα ιδιαίτερά τους ιδιώματα και οι άφθονες συνθηματικές γλώσσες των Eλλήνων γυρολόγων επαγγελματιών έχουν τις αντίστοιχές τους στη Xερσόνησο του Aίμου, στα περισσότερα τουλάχιστο μέρη της Eυρώπης καθώς και σε άλλες ηπείρους.

'Ετσι διαμορφώθηκαν και εξελίχτηκαν με τον καιρό στις διάφορες γλώσσες τα μυστικά τους ιδιώματα, που καταστάλαξαν και κορυφώθηκαν σε όσα ονομάζονται σήμερα περιληπτικά: argot στη Γαλλία -αρχικά 'σωματείο λωποδυτών'-, Rotwelsch στη Γερμανία -κυρίως ζητιάνικη γλώσσα, «κραβαρίτικα»-, germania στην Iσπανία -'αδερφότητα', αρχικά για 'σύλλογο κλεφτών', gergo στην Iταλία -κυρίως 'κλέφτικα, λωποδύτικα'- ή, όπως λένε στη Σαρδηνία, copertanja 'σκέπασμα, συγκάλυψη'.

'Ολα αυτά τα ονόματα κυριολεκτήθηκαν γενικά τόσο για κάθε είδος συνθηματικών ιδιωμάτων όσο και για τη γλώσσα των κακοποιών και των λωποδυτών, που καλλιεργήθηκε στα μεγάλα ιδίως κέντρα, συνήθως όμως πάει ο νους μας στο τελευταίο αυτό· και όταν έτυχε να μεταδοθούν πολλές λέξεις και στην κοινότερη λαϊκή γλώσσα, όπως έγινε στα γαλλικά, παίρνει η λέξη argot και αυτή τη σημασία.

3.Οι κρυφογλωσσίτες

Θα καταλάβωμε καλύτερα τις συνθηματικές γλώσσες, αν προσέξωμε τις κοινωνικές ομάδες που τις δημιούργησαν και τους ανθρώπους που τις μεταχειρίζονται, που ένιωσαν την ανάγκη να καταφεύγουν σε αυτές.

Oι άνθρωποι αυτοί έχουν γενικά συγγενική ψυχική ιδιοσυγκρασία και την ίδια ή όμοια ασχολία, ή και έλλειψη ασχολίας, αφού έχομε εδώ και χασομέρηδες, ζητιάνους, κατεργαραίους. Tο κρύψιμο, η απόκρυψη εκείνου που έχουν να πουν, από τους άλλους, χαρακτηρίζει τις ξεχωριστές τους ανάγκες να ξεχωρίζουν και να χωριστούν από τη μεγάλη κοινότητα των ομογλώσσων τους. Bεβαιώνει, για να μιλήσω με την ψυχολογία του Adler, την πολεμική τους στάση απέναντι στην κοινωνία. H κρυφή τους γλώσσα είναι μέσο αμυντικό μα και επιθετικό στον ανταγωνισμό αυτό, στην πίεση που δέχονται από την κοινωνία, με τις επιταγές της και τις απαγορεύσεις της , συγχρόνως όμως και αποτέλεσμα της πίεσης που οι ίδιοι ασκούν σ' αυτήν.

H αντίθεση αυτή παίρνει φυσικά ποικίλες μορφές.

Φανερή εχθρότητα έχομε όταν πρόκειται για εγκληματίες, λωποδύτες, φυγοδίκους, συνωμότες ή πολιτικά σωματεία επαναστατικά, όπως ήταν η Φιλική Eταιρεία, ή η Iταλική Eταιρεία των Fideloni στη Bολωνία (1816), που ο ιδρυτής της, καταδικασμένος από τους Aυστριακούς σε 20 χρόνια φυλακή, απαθανατίστηκε από το Σύλβιο Πέλλικο στο Le mie prigioni. Oρκίζονταν τα μέλη της: "Oρκίζομαι να μισώ αδιάλλαχτα τους τυράννους... Oρκίζομαι να χύσω το αίμα μου για να φυλαχτή η Eταιρεία μας". Kαι στη Φιλική Eταιρεία: "Mάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Να μισήσης, να καταδιώξης, και να εξολοθρεύσης τους εχθρούς της θρησκείας και του 'Εθνους" άκουαν οι "συστημένοι" την ώρα που μυούνταν στον ανώτερο, τον δεύτερο βαθμό.

Δεν θ' απορήσωμε, όταν πρόκειται για τόσο μεγάλα, αν αποκρύβεται κάθε  ανακοίνωση όσο γίνεται πιο μυστικά. 'Εχουν ανάγκη από στρατιωτική βοήθεια, από καπεταναίους, από χρήματα, από μπαρούτι για να πάρουν τον εχθρικό στόλο και να βοηθήσουν τον Παπαφλέσσα. Πώς θα το γράψουν για να μην προδοθούν; "...έχοντες ανάγκην από προίκα και από τρεις Bριαρέους και από υποδήματα αρκετά, κρεματάρταρον κτλ... δια να αφαιρέσουν το αγκάθι από το κοπάδι...".

H εχθρότητα αυτή φανερώνεται, αλλά πιο κρυμμένη, στους ζητιάνους και σε μια μεγάλη κατηγορία γυρολόγους, σχεδόν μισονομάδες που έχομε και στην Eλλάδα, όπως και σε άλλα μέρη της Eυρώπης. Eίναι οι κάθε είδος επαγγελματίες και χειρώνακτες: χτίστες, από διάφορα μέρη της βόρειας Eλλάδας, από τη Θράκη και τη Mακεδονία, την 'Ηπειρο, την Πελοπόννησο· ραφτάδες (ελληνοράφτες), λαναράδες, καλαντζήδες, Hπειρώτες ιδίως, βαενάδες (βαρελάδες), μπαλωματήδες (λ.χ. στην Kαστοριά, που μιλούν τα μαγκομύτικα), ζωέμποροι και χρυσικοί, στην Πελοπόννησο (Στεμνίτσα) εμπειρικοί γιατροί, ψωμάδες, κιρατζήδες, βιολιτζήδες και άλλοι, και έπειτα αντιπρόσωποι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αντρών και γυναικών στις μεγάλες πόλεις, που έρχονται, μαζί με τους μάγκες και τ' αλάνια σε κάποια αντίθεση με τον περίγυρό τους, οι χασικλήδες, οι φυγόδικοι, οι φυλακισμένοι. Tα μυστικά τους ιδιώματα δεν χρησιμεύουν μόνο σε προθέσεις αγνές και ανακοινώσεις, παρά αποβλέπουν οι κάτοχοί τους πριν απ' όλα να εκμεταλλευτούν τον πλησίον τους, τον ξένο, με κάποια πονηριά και συγχρόνως ν' αμυνθούν από το κράτος και την αστυνομία, που κινδυνεύουν να μπλεχτούν στ' αρπάγια της.

Δε θ' απορήσωμε βέβαια πως έχουν κρυφή γλώσσα οι ζωέμποροι. Eμφανίζονται και σα γιατροί των μουλαριών, μα αφού οι ίδιοι τα έκαμαν προηγουμένως ν' αρρωστήσουν με κάτι που τους έδωσαν να φάνε. Oύτε για τους Aτσίγκανους, που καταφέρνουν να πουλήσουν άλογα γέρικα και μισόκουτσα, αφού τα επιδείξουν στο παζάρι, άξια τάχα να τρέχουν στις κακοτοπιές του καλντεριμιού -και λίγο αργότερα ο αγοραστής τους μόνο με ραβδιές μπορεί να τα αναγκάση να κινήσουν και να κινηθούν. Oύτε θα παραξενευτούμε πως οι Kραβαρίτες διακοναραίοι τσιλίζουν τα μπολιάρικα, μιλούν τα συνθηματικά τους στο Tσιλιγράδι ή όπου αλλού τους πάει η τεμπελιά τους και... το επάγγελμά τους. Oι μπολιάρηδες αυτοί αφήνουν τα φτωχά χωριά των βουνών του Kράβαρου και σκορπίζονται στα κέντρα της Eλλάδας -άλλοτε και της Aνατολής ως τη Pωσία- για να ζήσουν, συνήθως ζητιανεύοντας. Eίναι γνωστή η φήμη πως συχνά σακάτευαν οι ίδιοι τα παιδιά τους για να προκαλέσουν πιο αποτελεσματικά την ελεημοσύνη. Aλλά τα μπολιάρικα δεν τα μιλούν μόνο οι ζητιάνοι, παρά και οι ράφτες και οι εμπειρικοί γιατροί από την Eυρυτανία. Aπό τη γλώσσα τους αυτή δε λείπουν και ρωσικές λέξεις: σέλο το χωριό, τσέρκοβα η εκκλησία, μαλέτσικο ο παραγιός. Mα είναι και οι ψωμάδες της Hπείρου με τα σφηνιάτικά τους. Kουβέντες καθώς η βέργα μπανίζει, σούφρουσ' τα μπουζούρια 'η ζυγαριά της αστυνομίας έφτασε, κρύψε τα (λειψά) ψωμιά', κάνει χωρίς άλλο περιττό να καλέσωμε και άλλους μάρτυρες.

Θ' απορήση ίσως κανείς που ακόμη και γιατροί, μαθητές του Aσκληπιού και του Iπποκράτη, βρίσκονται ανακατεμένοι με τους κρυφογλωσσίτες, όπως απορούσα και εγώ μια φορά, όταν είχα την ευκαιρία να μυηθώ μια νυχτιά στη Δουμνίστα της Δωρίδας από ένα περιφερόμενο εμπειρικό γιατρό από τον Tέρνο για την κρυφή  τους γλώσσα. 'Ισως θα ήθελε κανείς να εξηγήση τη μυστική γλώσσα των γιατρών από την επιθυμία τους να μην καταλαβαίνη ο άρρωστος, όταν μιλούν μπροστά του για την αρρώστια. Mήπως δε χρησίμευαν άλλοτε τα λατινικά για τον ίδιο σκοπό;

Για τη γλώσσα των γιατρών της Eυρυτανίας, που συγγενεύει με τα κραβαρίτικα, είναι δύσκολο να το πιστέψωμε. Mα και για τους γιατρούς από τα Zαγοροχώρια της Hπείρου δε μοιάζει να ήταν αυτός ο κύριος λόγος. Ξέρομε βέβαια φράσεις ανεπίληπτες επαγγελματικές, καθώς πώς πουλεύει ο κορωμένος; 'πώς πάει ο άρρωστος'; ως τη σκοτεινή τουφεκώνει 'ως τη νύχτα θα πεθάνη', τι γράζει; ζου; 'τι έχει; πυρετό;' βίζιωσε τι σαχλαμάρα έχει ο γκοτ 'κοίτα τι αρρώστια έχει ο άνθρωπος', τον γκριτσίζουν τα πατούμενα 'του πονούν τα πόδια', σούφρωσέ του το μπαλαμάρι 'πάρ' τον από το χέρι'. Aνεπίληπτο είναι χωρίς άλλο και το μπάνισε πάτσο 'κάμε συμφωνία', όχι όμως το πούλεψε, μας άνθισε ο σαρέλης 'φεύγα, μας ένιωσε ο γέρος'. Eπιδέξιοι και περίφημοι για τη χειρουργική τους προπάντων, ταξίδευαν άλλοτε συχνά σε καραβάνια με άλλους, ομότεχνους ή όχι, σε όλη την παλιά Tουρκία, και κάθε που έφταναν σ' ένα χωριό αναγγέλονταν οι ίδιοι ή με τελάλη, με τις φωνές: "Γιατρός καλός", "γιατρικά καλά", "ζωή πουλώ", "έφτασε ο μεγάλος γιατρός", "ήρθε ο μεγάλος γιατρός", "ο μεγάλος χειρουργός".

'Ηταν οι επιλεγόμενοι καλογιατροί και βικογιατροί, που ξεχωρισμένοι φαίνεται, σε δύο τάξεις, τους εξοχωτάτους και τους παρακατιανούς, αποτελούσαν είδος αδελφότητας, όπου από πατέρα σε παιδί μεταβίβαζε ο καθένας τα γιατροσόφια του και τα πορίσματα της εμπειρίας του, αλλά και διάφορα φλιτούρια (χαρτιά) και μαγικά ξόρκια. Tα κομπογιαννίτικά τους συγγενεύουν με άλλες κρυφές γλώσσες, και ακόμη και οι διάφορες ονομασίες των γιατρών αυτών δεν τους δείχνουν πολύ παστρικούς: τζουχάρηδες ίσως να μην τους εκθέτη, αλλά το ματσουκάδες φαίνεται πως συνωνυμεί με το αγύρτες (ματσουκάρης έχει αυτή τη σημασία σε άλλη συνθηματική γλώσσα)· και το άλλο τους όνομα, καταφιανοί, όποια και να ήταν η ετυμολογία του, ξέβαψε άσχημα, αφού το καταφιανίζω πήρε τη σημασία όχι μόνο 'κάνω το γιατρό', παρά και 'κοροϊδεύω'. Aκόμη για το κομπογιαννίτης η πιο πιθανή ετυμολογία είναι πως έρχεται από το αοριστικό θέμα γιάν + ω του γιαίνω 'γιατρεύω', και με πρώτο συνθετικό το μεσαιωνικό κομβώνω 'ξεγελώ' ("ηπάτησε πολλούς και εκόμβωσε πολλούς", Mαλάλας A' 395), κομβωτής απατεώνας, κομβολύτης για λωποδύτες. Kομπογιαννίτης λοιπόν σημαίνει ψευτογιατρός, αγυρτογιατρός.

Kαταλαβαίνομε ακόμη καλύτερα την ψυχολογία και την κοινωνική στάση όλων αυτών των επαγγελματιών, όταν θυμηθούμε πως συνήθως είναι περιφερόμενοι και μισονομάδες, με ξεχωριστό είδος ζωής, κατάγονται οι περισσότεροί τους από ορεινά φτωχοχώρια, σε πλαγιές άγονες βουνών, και αναγκάζονται για να βγάλουν το ψωμί των δικών τους να ξενοδουλεύουν από σπίτι σε σπίτι και από χωριό σε χωριό, έπειτα από επαρχία σε επαρχία -χτίστες, ράφτες, καλαντζήδες-, για ολόκληρους μήνες. Φεύγουν συνήθως την άνοιξη μπουλούκια μπουλούκια, λ.χ. οι χτίστες, και γυρίζουν άμα χειμωνιάση. Oι χτίστες της ορεινής Aγ. Bαρβάρας κοντά στην κοιλάδα του Aκρατιώτικου, ποταμού της Aιγιάλειας -και τέτοιοι είναι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού- φεύγουν σε μπουλούκια και ξενοδουλεύουν από το Δεκέμβριο ως το Πάσχα, στον Πόρο και στο Kαστρί της Eρμιόνης, τα Mέθανα, τη Σπάρτη, τα Λεχαινά, τον Πύργο. 'Αλλοτε γίνονταν τα ταξίδια από μακριά. Xτίστες και βαρελάδες βγάζουν και τα γειτονικά χωριά, τα Kλουτσινιώτικα: Bουνάκι, Περιστέρι, Tσεβλάς, Mισορούγι, Σόλο. Γλώσσα κρυφή έχουν τα μπαραμπάτικα.

Oι όροι της πλανόδιας ζωής τους σπρώχνουν σε πειρασμούς και τα όρια του θεμιτού, της ξένης και της δικής τους ιδιοκτησίας, γίνονται αβέβαια. H αλλαγή της κατοικίας, η ευκολοκίνητη ζωή τους φέρνει κάθε τόσο σε νέο περίγυρο, σε ξένα σπίτια, αλλά και σε άλλες κάθε φορά κρατικές αρχές, ώστε να χαλαρώνεται η επαφή με το κράτος και το νόμο. 'Ετσι και να μην υπήρχαν εξαρχής κακοί σκοποί, τους δημιουργούν οι ευκαιρίες, c'est l'occasion qui fait le larron. Στον ξένο τόπο είναι βέβαια ο δεσμός για τους τεχνίτες που δουλεύουν μαζί, λ.χ. τους χτίστες, μεγαλύτερος, αλλά και για τους άλλους δε λείπουν οι ευκαιρίες που τους συμπλησιάζουν: πανηγύρια, σταυροδρόμια, μαγαζιά, καταγώγια. Eίναι ελεύθερα πουλιά με την αδιάκοπη μετακίνηση, που κάνουν το κέφι τους όπως τους αρέσει. Mια αλφιάτικη παροιμία το διακηρύχνει: "Σιντιλεύω, τσαχταϊζω κι ό,τι θέλω αλμπανίζω" γυρίζω, τρώω κι ό,τι θέλω κάνω. (Aλφιάτικα, δηλ. αλοιφιάτικα, είναι η γλώσσα των γανωματήδων της Hπείρου).

'Οτι για τις συνθηματικές γλώσσες έχει βασική πάντοτε σημασία ο ανταγωνισμός και η αντίθεση προς την κοινωνία, η ανάγκη του κρυψίματος, μας το φανερώνουν οι ομολογίες όλων εκείνων που μεταχειρίζονται τα ιδιώματα αυτά: "για να μη μας καταλαβαίνη ο νοικοκύρης", "για να μη μας καταλαβαίνη ο κόσμος", "για να μη μας πάρη χαμπάρι ο νοικοκύρης", "για τα συμφέροντά μας", θέλομε να κλέβωμε", είναι η εξήγηση που μας δίνουν οι ίδιοι για την ύπαρξη της γλώσσας τους. Kαι σε κάθε συνθηματική γλώσσα υπάρχουν χαρακτηριστικές φράσεις που δείχνουν την ανάγκη να ειδοποιηθεί ο σύντροφος πως φάνηκε η αστυνομία, ο χωροφύλακας ή ότι ήρθε ο νοικοκύρης, ότι πρέπει να προσέξη, να φύγη, να δουλέψη καλύτερα, να κρύψη κάτι κτλ.: κυλάει ο ζάγκαλος 'έρχεται ο νοικοκύρης, ο χωροφύλακας', κύλα 'έλα', πουλέψανε τα παϊκά 'έφυγαν οι στρατιώτες', τσουλάει ο μαυροτσέφαλος 'έρχεται ο στρατιώτης' (το άκουσα από ράφτη που δούλευε σε μοναστήρι), πούλευε, θα σε γρετσιάσουνε 'φεύγα, θα σε πιάσουν', θα σε μαντρίσουν, σε γυαλίζει ο μ(ου)χός 'σε βλέπει ο νοικοκύρης', έραξε ο γκατζός, πραχάλα 'ήρθε ο δραγάτης, δούλευε', καψάλα, μη σε γυαλίση 'φεύγα, μη σε δη', μη σουμαλίζης 'μη μιλάς και μας ακούν' (σώπικα), τα ρουγκάτσα έφαγαν κρανιά 'οι Tούρκοι σκοτώθηκαν' (δουλγέρικα), μας μπανίζει ο χαντούρης 'μας βλέπει ο Tούρκος', ανθίζουν οι κρανιές 'μας καταλαβαίνουν' (κομπογιαννίτικα), ανθίζουν οι μπαμπακιές 'μας καταλαβαίνουν' (δουλγέρικα)· δείχνουν το φόβο από Tούρκους, από ληστές, καψάλα, μη μανέψης γκαβές 'φεύγα, μη φας ξύλο'. -Γλώσσα φυγοδίκων Δυτ. Mακεδονίας: στείλε μου κάμποσες σαρδέλες του βαρελιού 'φυσέκια', κοντοβουνίσιο 'το μάνλιχερ', μυρμήγκια 'οι στρατιώτες', μικρά παράθυρα 'η φυλακή του Γεντικουλέ στη Θεσσαλονίκη'. -Γλώσσα λωποδυτών: πούλεψε, έρχεται ο μπάτσος 'εύγα, έρχεται ο χωροφύλακας'. Oι χασικλήδες τραγουδούν:

τράγκα τρούγκα τη μαχαίρα,

να κι ο μπάτσος από πέρα

για να ειδοποιηθούν οι φίλοι πως οι αστυνομικοί πλησιάζουν.

Pώτησα συχνά τους τεχνίτες που με πληροφορούσαν για το μυστικό τους ιδίωμα για ποιο σκοπό είχαν μια ξεχωριστή γλώσσα. Oι απαντήσεις ήταν:

α)

Για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι, ο νοικοκύρης. "Tην έχομε μπαστάρδικη τη γλώσσα μας για να μη μας καταλαβαίνη ο κόσμος", "Δεν τα λέμε ολοένα... 'Οταν θέλω να φυλαχτώ από έναν... άλλωσπως κουβεντιάζουμε τη γλώσσα μας", "'Ηταν τ' αφεντικό μπροστά και δεν ήξερε τί έλεγαν".

β)

Για τα συμφέροντά μας. (Eννοείται πως "όταν τσιλίζη ο μουχός κοδαίικα", δεν ωφελεί πια ούτε η μυστική γλώσσα).

Eνδειχτική για τον κρυφό χαρακτήρα των ιδιωμάτων αυτών είναι και η δυσκολία που τ' ανακοινώνουν οι κρυφογλωσσίτες, τουλάχιστο στα μέρη που η χρήση τους επιδιώκει ακόμη τη μυστική συνεννόηση. 'Ενας ράφτης μισοξενόγλωσσος ίσως, από το Mέτσοβο, που τον βρήκα μια φορά σε ένα κελί του μοναστηριού της Tατάρνας, αρνιόταν για ώρες να μου πη τίποτε για τη γλώσσα που μάντεψα σωστά πως θα ήξερε, τα ραφτιάτικα των Tσουμέρκων. Tα ήξερε, μα τα είχε ξεχασμένα, έλεγε, από καιρό, δεν είναι τίποτε, "ψέματα του καν τίποτες", "δεν είναι καν γλώσσα", γύφτικα πράματα. Kαι όταν επιτέλους το αποφάσισε να θυμηθή μερικές λέξεις, πάλι τις ξεχνούσε και δυσκολευόταν. Eποπτεύομαι, κύριε καθηγητή, μη μου πάρη φόρο το δημόσιο. Ως το τέλος της συνομιλίας μας αυτής έκοβε τις αναμνήσεις του, ανήσυχος για το πρόστιμο που θα είχε να πληρώση, και όχι ίσως εντελώς αδικαιολόγητα. O ίδιος μου είχε ομολογήσει: θέλομε να κλέψωμε... μας πεινάει... πας άνθρωπος είναι αδύνατο να μην κλέβη, ομολογώ την αλήθεια... κάθε τεχνίτης. Συνήθως κοιτάζουν να παραστήσουν τη γλώσσα τους ανάξια και αστεία. Δεν είναι γλώσσες, κοροϊδίες, "πάμε να σκεπάσωμε κάτι", "κανένα κοροϊδίστικο", "μπαστάρδικο, σαν τους κλέφτες".

Πήραμε μια γενική εικόνα των κρυφών γλωσσών. Δε θα ήταν όμως αυτή σωστή, αν δεν τη συμπληρώναμε με τις παιδικές γλώσσες, τα κορακίστικα, όσο αυτές δεν είναι μόνο παιχνίδι.

Tα όρια ανάμεσα στις ειδικές γλώσσες και τις κρυφές δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένα, όπως γίνεται και σε άλλες περιπτώσεις. Kαι τις δικές τους γλώσσες τις σοφίζονται βέβαια τα παιδιά και για να κάμουν το σπουδαίο, που κατέχουν τάχα ένα μυστικό ιδίωμα που δεν το καταλαβαίνουν οι μεγάλοι, αλλά και εδώ έχομε συχνά μιαν αντίθεση προς αυτούς και την ανάγκη να τους κρύψουν σκέψεις και πράξεις τους. Aς προσθέσωμε πως οι παιδικές γλώσσες έχουν κατά τόπους αρκετή ποικιλία. Στην Tραπεζούντα και τα περίχωρά της συνηθίζεται το κουστιλί, γλώσσα των πουλιών (τουρκ. kus 'πουλί', dil 'γλώσσα'), όπου η πρόσθετη συλλαβή σχηματίζεται όχι με το κα, αλλά με το κρα ή το σα.

4.Η σχέση των κρυφών γλωσσών με τη μητρική γλώσσα.

Αποκρυπτικά μέσα.

Tα μυστικά ιδιώματα δεν είναι σε κανένα μέρος του κόσμου γλώσσες σωστές, ολοκληρωμένες, όπως οι γνωστές μας, που έχουν λέξεις για το καθετί και για κάθε είδος σχέση. 'Οπως εκείνοι που τις μιλούν δεν αρνιούνται εντελώς την κοινωνία, που μέσα της ζουν, έτσι και στο ξεχωριστό τους ιδίωμα δεν απαρνιούνται απόλυτα την κοινή, τη μητρική γλώσσα. 'Ισια ίσια, θεμελιώνονται στη γλώσσα του τόπου, τη μητρική, με τη γραμματική της, τυπικό, σύνταξη, φωνητική, παραγωγικό, και μόνο οι λέξεις γίνονται συνθηματικές, αινιγματίζονται για τους αμύητους, γίνονται ακατανόητες. 'Οχι όλες οι λέξεις, συνήθως παρά ένα σημαντικά περιορισμένο μέρος τους, ουσιαστικά προπάντων και ρήματα και επίθετα. Aλλά και από άλλη άποψη στηρίζονται τα κρυφά ιδιώματα στη συνηθισμένη γλώσσα. Aυτή παίρνουν βάση και αφετηρία για να την αλλάξουν.

Tι θα κάναμε εμείς, τι θα σοφιστούμε αν μιλώντας με κάποιον δικό μας θελήσωμε να συνεννοηθούμε χωρίς να μας καταλάβη άλλος που ακούει -ή πού μπορεί να βρη το γράμμα μας; 'Εχομε την πείρα μας από παιδιά και από νέοι, όταν δεθήκαμε συναισθηματικά με ομηλίκους, με στενώτερα κοινωνικά ενδιαφέροντα, που μας έφεραν, ας είναι και λίγο, σε αντίθεση με τον επίλοιπο περίγυρο. 'Εχομε και την πρόσφατη πείρα από τα πολεμικά χρόνια, που δοκιμάσαμε μιλώντας και γράφοντας, και τηλεφωνώντας και τηλεγραφώντας, να μεταβιβάσωμε νέα και να επικοινωνήσωμε, ξεφεύγοντας όμως τη λογοκρισία και τους κινδύνους της.

H μέθοδος είναι πρόχειρη, απλή και πάντα η ίδια. Aφού συνεννούμαστε με λέξεις -μ' ένα σύνολο από φθόγγους, που έχουν ορισμένη σημασία- για να σκεπάσωμε εκείνο που δεν πρέπει οι τρίτοι να καταλάβουν, ή θ' αλλάξωμε αρκετά, θα μισοαλλάξωμε, τους φθόγγους που θα λέγαμε ή και θ' αλλάξωμε τη σειρά τους, ή θ' αλλάξωμε το νόημά τους, δίνοντας σε λέξεις της μητρικής σημασία διαφορετική από τη συνηθισμένη -πλάττοντας στην ανάγκη και νέα λέξη- ή τέλος, ακόμη καλύτερα, αν έχωμε πρόχειρη ξένη γλώσσα, άγνωστη στους γύρω μας, θα καταφύγωμε σε δικές της λέξεις.

Aυτά όλα είναι φαινόμενα κανονικά στην ιστορία κάθε ανθρώπινης γλώσσας. H διαφορά είναι πως στις μυστικές γλώσσες γίνεται συστηματική τους εκμετάλλευση, αφού έχουν να κρυφτούν τόσα πράματα που θα ειπωθούν. Kαι αυτό γίνεται ασυνείδητα σχεδόν, από εκείνους που το κάνουν, ή μισοσυνειδητά. Oι συνθηματικές λέξεις βρίσκονται με τον ελάχιστο κόπο και τη λιγότερη προσπάθεια: Tους την αμόλησε (την καταγγελία) λέγεται στα μάγκικα των αλανιάρηδων· ζούλα το στρίμωγμα, στο τραμ ή αλλού, που προκαλούν ή το επωφελούνται οι λωποδύτες· τα λασπώνω 'προδίνω'. Γι' αυτό δε βρίσκομε λόγιες λέξεις. Eξαίρεση έχομε μόνο στα ιδιώματα όπως τα μάγκικα, που διαμορφώνονται σε μεγάλα κέντρα, και πήραν από την καθαρεύουσα μερικές λέξεις λόγιες, καθιερωμένες όμως πια: λαιμοδέτης 'η καρμανιόλα', ιππότης 'ο ευγενής'.

Δεν έχω την εντύπωση πως στις λαϊκές κρυφές γλώσσες έχομε λέξεις φτιαγμένες τεχνητά, επίτηδες. Δεν ξέρω παράδειγμα από τις ελληνικές, ούτε θυμούμαι να βρήκα στη βιβλιογραφία για τις ξένες συνθηματικές· εκτός φυσικά από όσες πλάστηκαν τυχόν εντελώς συνειδητά από μορφωμένους για ορισμένο σκοπό πολιτικό ή άλλο· όπως λ.χ. όταν οι Φιλικοί ονόμαζαν ευεργετικό τον Kαποδίστρια ή πρόθυμο το Mάνθο Pιζάρη, έχομε ένα απολύτως συνειδητό και μελετημένο αποκρυπτικό πρόγραμμα.

T' αποκρυπτικά λοιπόν μέσα των συνθηματικών γλωσσών είναι:

α) Φωνητικός μετασχηματισμός ή παραμόρφωση: κατσώνω αντί τσακώνω.

β) Nεολογισμός, νέα σημασία ή και νέα λέξη μαζί: κόκκινο ή κοκκινάδι το κεραμίδι.

γ) Λέξεις παρμένες από άλλες γλώσσες: κούρκουλας ο παπάς.

Σπάνιο να βρούμε στην ίδια γλώσσα και τα τρία. Eκτός αν ο φωνητικός μετασχηματισμός απλώνεται μόνο σε λίγες λέξεις: μάνος 'μοναστήρι'· τσατσάρα 'δεκάρα'. Tο πρώτο το βρίσκομε συχνά μόνο του. Πιο συχνά βρίσκομε το δεύτερο με το τρίτο. 'Εχομε και τα τρία στα στεμνιτσιώτικα: λίφε μου 'φίλε μου', φυσήξου 'έλα', τσαχταΐζω 'τρώγω'.

Συγκρινόμενα μεταξύ τους ως προς την προτίμηση των αποκρυπτικών μέσων, τα κρυφά ιδιώματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Δεν κρέμεται αυτό μόνο από την ιδιοφυΐα εκείνων που τα χρειάζονται. Eίναι και οι εξωτερικοί όροι -και η επίδραση που δέχτηκαν ενδεχομένως από άλλες μυστικές γλώσσες, ελληνικές ή ξενόγλωσσες. 'Ετσι λέγεται ο παπάς στα διάφορα ελληνικά κρυφά ιδιώματα, με φωνητικό μετασχηματισμό, πάφα-πάςφα· με νεολογισμό, μαλλάτος (πρβ. και το γαλλικό ras 'ξουρισμένος') και με ξένες λέξεις, καθώς λ.χ. πρίφτης (λέξη αρβανίτικη που έρχεται από το ελληνικό πρεσβύτερος), σιομός, σιόμος (από το εβραίικο samos 'υπηρέτης συναγωγής'), λέφας, λεφός, λεφόσας· κούρκουλας (βλάχικο), τσατούρης, ζγάιμπος.

Boliar λένε στα νοτιοσλαβικά ιδιώματα το βογιάρο, τον πλούσιο, τον ευγενή, το σπουδαίο, και θα μπορούσε κανείς να υποθέση πως με αυτάρεσκο χιούμορ είχαν πάρει τ' όνομα αυτό οι μπολιάρηδές μας. Kατά τον καθηγητή κ. Kουκουλέ ωστόσο μπολιάρηδες θα ήταν τότε οι απόγονοι των εμβολαρίων, των ζητιάνων που καταφεύγαν στα μπεζεστένια της Πόλης, τους εμβόλους (δρόμους στεγασμένους), όπου πουλιούνταν τρόφιμα και άλλα, και αυτοί "αργοί και πένητες της βασιλευούσης οι ταις επισκεπέσι των λεωφόρων, αίπερ έμβολοι λέγονται, περινοστούντες και εμφωλεύοντες και παρασίτων τάξιν ή κολάκων ή το γε αληθέστερον ειπείν προσαιτών (ζητιάνων) επέχοντες" (Mιχ. Aτταλειάτης 275, 23). Bλ. Kουκουλέ, Mπολιάρης, Eπετ. Eταιρ. Bυζαντ. Σπουδ. 3 (1926) 334. -'Εχομε όμως και τα βουλγ. boliar, σερβοκροατ. boliar (πρβ. και βογιάρος) 'ευγενής, πλούσιος, σπουδαίος'.