α. Κείμενο 19: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Penguin Books, σελ. 171-172.
© Penguin Books

Επίπεδο ύφους

Αυτός ο τεχνικός όρος του ειδικού λεξιλογίου της γλωσσολογίας αφορά τις γλωσσικές ποικιλίες όπως αυτές μπορούν να ταξινομηθούν σε ένα συνεχές επισημότητας. H επισημότητα σε αντίθεση με το ανεπίσημο ύφος σηματοδοτείται συχνά στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες μέσω του λεξιλογίου -συγκρίνετε τα fatigued, tired, knackered 'καταπονημένος', 'κουρασμένος', 'πτώμα' / somewhat busy, rather busy, pretty busy. Ωστόσο, σε αυτή την αναμέτρηση μπορεί να συμμετέχουν και γραμματικές δομές, όπως η χρήση της ενεργητικής έναντι της παθητικής φωνής. Η αργκό, όπως έχουμε δει, είναι ένα λεξιλόγιο εξαιρετικά ανεπίσημο και συχνά συνδέεται με συγκεκριμένες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες.

Η συζήτηση της χρήσης διαφορετικών επιπέδων ύφους στην ομιλία και στη γραφή για διαφορετικούς σκοπούς και σε διαφορετικά συμφραζόμενα θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό μέρος της διδασκαλίας της αγγλικής, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, οι μαθητές θα πρέπει να εκτίθενται σε ένα ευρύ φάσμα επιπέδων ύφους μέσα από την ανάγνωση. 'Ενα πολύ σημαντικό καθήκον του δασκάλου της γλώσσας είναι να αυξήσει το ρεπερτόριο επιπέδων ύφους του μαθητή στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, μέσα από δραστηριότητες όπως το παιχνίδι των ρόλων, και μέσα από ποικίλες γραπτές και προφορικές εργασίες, στις οποίες να περιλαμβάνονται κάποιες σχεδιασμένες για να αυξήσουν την ευαισθησία σε διαφορετικούς τύπους ακροατών.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

 

β. Κείμενο 20: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics.Κεφ. 2, Varieties of language. Kέμπριτζ: Cambridge University Press, σελ. 48-51.
© Cambridge University Press

2.4. Επίπεδα ύφους

2.4.1 Επίπεδα ύφους και διάλεκτοι 

Ο όρος επίπεδο ύφους χρησιμοποιείται ευρέως στην κοινωνιογλωσσολογία εννοώντας 'ποικιλίες όσον αφορά τη χρήση', σε αντίθεση με τις διαλέκτους που ορίζονται ως 'ποικιλίες όσον αφορά τον χρήστη' [...]. Η διάκριση είναι απαραίτητη γιατί, ενώ το ίδιο άτομο είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει διαφορετικά γλωσσικά στοιχεία για να εκφράσει λίγο ή πολύ την ίδια σημασία σε διαφορετικές περιστάσεις, η έννοια της "διαλέκτου" δεν μπορεί λογικά να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει τόσες παραλλαγές. Για παράδειγμα, στη συγγραφή μιας επιστολής κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με τα λόγια: "Γράφω για να σας ενημερώσω ότι...", ενώ κατά τη σύνθεση μιας άλλης μπορεί να γράψει: "Απλώς ήθελα να σου πω ότι...". Οι παραλλαγές σε τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιάζονται επ' άπειρον και υποδηλώνουν ότι ο αριθμός των παραλλαγών που οφείλονται σε διαφορές επιπέδου ύφους (αν θα μπορούσε κάπως να ποσοτικοποιηθεί) μπορεί άνετα να είναι συγκρίσιμος με αυτόν που οφείλεται σε διαφορές στη διάλεκτο.

Μπορούμε να ερμηνεύσουμε διαφορές επιπέδου ύφους σύμφωνα με το μοντέλο των πράξεων ταυτότητας, όπως θα κάναμε για διαφορές διαλέκτου. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος μιλάει ή γράφει, δεν εντοπίζει μονάχα τον εαυτό του ως προς την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά παράλληλα εντάσσει την πράξη επικοινωνίας του σε ένα πολύπλοκο ταξινομικό σχήμα επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Αυτό το σχήμα παίρνει την μορφή μιας πολυδιάστατης μήτρας, όμοιας με την εικόνα της κοινωνίας που κάθε άτομο φτιάχνει στο μυαλό του. Με κίνδυνο υπερ-απλούστευσης μπορούμε να πούμε ότι η διάλεκτος φανερώνει το ποιος είσαι, ενώ το επίπεδο ύφους φανερώνει το τι κάνεις (αν και αυτές οι έννοιες έχουν πολύ μικρότερες διαφορές από ό,τι υπαινίσσεται το σλόγκαν).

Οι διαστάσεις μέσα στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί μια επικοινωνιακή πράξη δεν είναι λιγότερο περίπλοκες από αυτές που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τοποθέτηση του ομιλητή. Ο Michael Halliday [...] διακρίνει τρεις γενικούς τύπους διάστασης: το πεδίο, τον τρόπο και τον συνομιλιακό ρόλο (κάποιες φορές αντί του όρου συνομιλιακός ρόλος χρησιμοποιείται ο όρος ύφος, αλλά αυτός είναι καλύτερα να αποφεύγεται μια που το ύφος χρησιμοποιείται και απλοϊκά, ώστε να ερμηνεύεται περίπου όπως το επίπεδο ύφους). Το πεδίο αφορά τον σκοπό και το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Ο τρόπος αναφέρεται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία -ιδιαίτερα προφορικός ή γραπτός λόγος· και ο συνομιλιακός ρόλος εξαρτάται από τις σχέσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Για ακόμα μια φορά, ίσως βοηθήσει στην κατανόηση ένα σλόγκαν: το πεδίο αναφέρεται στο "γιατί" και στο "για ποιο πράγμα" λαμβάνει χώρα μια επικοινωνία· ο τρόπος αφορά το "πώς"· και ο συνομιλιακός ρόλος αφορά το "σε ποιον" (δηλ. το πώς ο ομιλητής ορίζει την εικόνα που έχει για το άτομο με το οποίο επικοινωνεί). Με βάση αυτό το μοντέλο, τα δυο παραδείγματα έναρξης μιας επιστολής που παρατέθηκαν πιο πάνω διαφέρουν ως προς τους συνομιλιακούς ρόλους, γιατί η μία έχει απρόσωπο ύφος (παραλήπτης είναι κάποιος με τον οποίο ο συγγραφέας έχει μόνο τυπικές σχέσεις) και η άλλη προσωπικό, αλλά το πεδίο και ο τρόπος τους είναι ίδια.

Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο οι διαφορές επιπέδου ύφους είναι τουλάχιστον τρισδιάστατες. 'Ενα άλλο μοντέλο που είναι ευρέως διαδεδομένο έχει προταθεί από τον Dell Hymes, στο οποίο δεκατρείς ξεχωριστές μεταβλητές καθορίζουν τα γλωσσικά στοιχεία που επιλέγει ένας ομιλητής, πέρα από τη μεταβλητή της "διαλέκτου". Ακόμα και αυτός ο αριθμός μεταβλητών είναι πολύ αμφίβολο αν αντανακλά όλη την πολυπλοκότητα των διαφορών σε επίπεδο ύφους. Ωστόσο, καθένα από αυτά τα μοντέλα παρέχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να βρουν θέση οποιεσδήποτε συναφείς διαστάσεις ομοιότητας και διαφοράς. Για παράδειγμα, οι σχέσεις ανάμεσα σε ομιλητή και ακροατή ενέχουν πάνω από μία τέτοια διάσταση, συμπεριλαμβανομένης της διάστασης της ισχύος, βάσει της οποίας ο ακροατής είναι κατώτερος, ίσος ή ανώτερος από τον ομιλητή, και της αλληλεγγύης, η οποία διαφοροποιεί τις σχετικά οικείες σχέσεις από τις πιο μακρινές. Στην αγγλική ο ομιλητής καθορίζει τη θέση του σε σχέση με τον ακροατή πάνω σε αυτές τις δυο διαστάσεις κατά κύριο λόγο μέσα από την επιλογή των όρων της προσφώνησης -Mr Smith, sir, John, mate, και ούτω καθεξής.

Μέχρι στιγμής έχουμε παρουσιάσει την έννοια "επίπεδο ύφους" όπως χρησιμοποιείται συνήθως, αναφερόμενη σε ένα είδος ποικιλίας που είναι παράλληλη με τη "διάλεκτο". 'Ομως έχουμε ήδη καταδείξει ότι οι διάλεκτοι δεν υπάρχουν ως διακριτές ποικιλίες, οπότε πρέπει να αναρωτηθούμε αν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και τα επίπεδα ύφους. Η απάντηση είναι, προφανώς, ότι δε φαίνεται να ανταποκρίνονται σε ποικιλίες πιο πραγματικές από τις διαλέκτους. Για παράδειγμα, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι η επιλογή στοιχείων στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης πρότασης αντανακλά διαφορετικούς παράγοντες, ανάλογα με τα στοιχεία που εμπλέκονται. 'Ενα στοιχείο μπορεί, για παράδειγμα, να αντανακλά την επισημότητα της περίστασης, ενώ κάποιο άλλο μπορεί να αντανακλά την εμπειρογνωμοσύνη του ομιλητή και του ακροατή. Aυτό συμβαίνει, π.χ. σε μια πρόταση όπως "Λάβαμε λίγο χλωριούχο νάτριο" όπου το λάβαμε είναι μια επίσημη λέξη (σε αντίθεση με το πήραμε), ενώ το χλωριούχο νάτριο είναι ένας τεχνικός όρος (σε αντίθεση με το αλάτι). Η διάσταση της επισημότητας είναι τελείως ανεξάρτητη από τη διάσταση της τεχνικότητας, πράγμα που αντανακλάται από το γεγονός ότι η επιλογή ανάμεσα στο λάβαμε και πήραμε δεν συνδέεται καθόλου με την επιλογή ανάμεσα στο χλωριούχο νάτριο και το αλάτι. 'Ετσι μπορούν να αναπαρασταθούν τέσσερις συνδυασμοί επισημότητας και τεχνικότητας από τις απόλυτα κανονικές ακόλουθες προτάσεις:

επίσημη, τεχνική

Λάβαμε λίγο χλωριούχο νάτριο

επίσημη, μη τεχνική

Λάβαμε λίγο αλάτι

ανεπίσημη, τεχνική

Πήραμε λίγο χλωριούχο νάτριο

ανεπίσημη, μη τεχνική

Πήραμε λίγο αλάτι

Τέτοια απλά παραδείγματα υποδηλώνουν ότι διαφορετικά γλωσσικά στοιχεία είναι ευαίσθητα σε διαφορετικές πλευρές της επικοινωνιακής πράξης, με τον ίδιο τρόπο που διαφορετικά στοιχεία αντιδρούν σε διαφορετικές ιδιότητες του ομιλητή. Μπορούμε να εννοούμε τα επίπεδα ύφους ως ποικιλίες μόνο με την κάπως αδύναμη έννοια συνόλων γλωσσικών στοιχείων που έχουν όλα την ίδια κοινωνική κατανομή, δηλ. όλα εμφανίζονται στις ίδιες περιστάσεις. Αυτό απέχει πολύ από την έννοια της ποικιλίας σύμφωνα με την οποία ένας ομιλητής παραμένει "πιστός" σε μια ποικιλία σε όλη τη διάρκεια κάποιων λεγομένων του, μιλώντας "μία διάλεκτο" (ίσως τη μοναδική που γνωρίζει να μιλάει) και "ένα επίπεδο ύφους". Ωστόσο, είναι ίσως σωστό να αναφέρουμε ότι αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο επίπεδο ύφους (που χρησιμοποιείται μόνο από τους κοινωνιογλωσσολόγους ως τεχνικός όρος) δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να εννοηθεί κατ' αυτόν τον τρόπο, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι όλα τα μοντέλα που παρουσιάζονται δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην ανάγκη για πολυδιάστατη ανάλυση των επιπέδων ύφους.

'Αλλο ένα σημείο ομοιότητας ανάμεσα σε διαλέκτους και επίπεδα ύφους είναι ότι επικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό μεταξύ τους -η διάλεκτος ενός ατόμου είναι επίπεδο ύφους ενός άλλου. Για παράδειγμα, στοιχεία που κάποιος χρησιμοποιεί κάτω απ' όλες τις συνθήκες, οσοδήποτε ανεπίσημες, μπορεί να χρησιμοποιούνται από κάποιον άλλο μόνο στις πιο επίσημες περιστάσεις, εκεί όπου έχει ανάγκη να ακουστεί όσο το δυνατόν περισσότερο ότι μιλάει όπως ο πρώτος. Αυτή είναι η σχέση ανάμεσα σε "φυσικούς" ομιλητές πρότυπων και μη πρότυπων διαλέκτων. Tύποι που για τον ομιλητή της πρότυπης είναι μέρος της διαλέκτου του, για τον ομιλητή της μη πρότυπης είναι μέρος ενός ειδικού "επιπέδου ύφους". Και πάλι, θα παρουσιάσουμε τεράστιο όγκο αποδείξεων για την υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού, αν και οι αποδείξεις είναι μάλλον περιττές εκεί όπου τα γεγονότα είναι τόσο κοινότοπα.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

γ. Κείμενο 21: Kακριδή-Ferrari, M. & Δ. Xειλά-Mαρκοπούλου. 1996. H γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο H νέα ελληνική ως ξένη γλώσσα. Aθήνα: 'Ιδρυμα Γουλανδρή-Xορν, σελ. 29-39.
© 'Ιδρυμα Γουλανδρή-Xορν

[...] Θα εξετάσουμε τώρα τα κύρια επίπεδα ύφους της ΝΕ: τα βασικά χαρακτηριστικά του προφορικού ύφους γενικά, και ορισμένα από τα επίπεδα ύφους του γραπτού λόγου.

2.2.1 Προφορικό ύφος

Κατά τον Mackridge αλλά και τους Mirambel, Tannen και Σηφιανού, "στη νεότερη Ελλάδα το προφορικό στοιχείο χαρακτηρίζει την πολιτιστική ζωή ευρύτερα απ' ό,τι στις Βορειο-ευρωπαϊκές χώρες". Οι 'Ελληνες γενικά ζουν και δρουν μαζί: τρώνε, πάνε σινεμά και κάνουν περίπατο παρέα, όχι μόνοι. Ως προς τη συμπεριφορά τους απέναντι στον λόγο, διηγούνται τακτικά ιστορίες και ανέκδοτα, είναι ομιλητικοί, διαχυτικοί, έτοιμοι να πουν τη γνώμη τους σε όλους και για όλα. Διακόπτουν πολύ και δεν ανέχονται τη σιωπή.

Η Tannen διαφοροποιεί ως εξής τους πολιτισμούς της προφορικής από αυτούς της γραπτής επικοινωνίας: "'Ο,τι ονομάστηκε "προφορική παράδοση" είναι μια χρήση της γλώσσας που δίνει βαρύνουσα σημασία στο κοινό απόθεμα γνώσεων, ή αλλιώς, στον δεσμό που συνέχει τον πομπό με τους ακροατές του. ό,τι εξάλλου ονομάστηκε "γραπτή παράδοση" δίνει βαρύνουσα σημασία στο περιεχόμενο, αποκομμένο από τα γύρω του συμφραζόμενα, ή αλλιώς, κρατάει σε υπολειτουργία τη διασύνδεση πομπού-ακροατών". Στους πολιτισμούς που χρησιμοποιούν στρατηγικές προφορικής επικοινωνίας έχουμε μεγαλύτερη χρήση εξωγλωσσικών στοιχείων και εστίαση στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Αντίθετα, στις κοινωνίες που βασίζονται σε στρατηγικές γραπτής επικοινωνίας -ο ρόλος του σχολείου είναι εδώ καθοριστικός- έχουμε περισσότερο ρητή (λεκτική) υπογράμμιση των στοιχείων και εστίαση στην πληροφορία, όχι στη διασύνδεση των ατόμων.

Με βάση τα παραπάνω, το προφορικό ύφος της ΝΕ, τόσο το διαλογικό όσο και το αφηγηματικό,1 χαρακτηρίζεται από δύο τάσεις:

α) προσπάθεια του ομιλητή να διηγηθεί την ιστορία του έτσι, ώστε να είναι πολύ περισσότερο ζωντανή και ενδιαφέρουσα για το κοινό του, παρά να αποδίδει πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται (έμφαση στη διαπροσωπική σχέση και όχι στο περιεχόμενο).

β) χρήση στρατηγικών εμπλοκής [involvement] στην ιστορία ή τη συνομιλία τόσο του ομιλητή, όσο και του ακροατή, εμπλοκή που συμβάλλει αποφασιστικά στη ζωντάνια και αμεσότητα του λόγου, αλλά και στην έμφαση της διαπροσωπικής σχέσης.

Τα γλωσσικά μέσα με τα οποία επιτυγχάνονται οι δύο αυτοί στόχοι είναι τα εξής:

1. Επανάληψη

α)

για επαναλαμβανόμενες πράξεις, που δηλώνονται έτσι ζωηρότερα:

Φύγε. Τίποτε. Φύγε. Τίποτε. (αντί: "του είπα πολλές φορές να φύγει και δεν έφευγε").

β)

για να τονιστεί ο πυρήνας της διήγησης και να φανεί το κέντρο του ενδιαφέροντός της:

Εγώ ήμουν πάντα με μια πέτρα στην τσάντα

(πρόκειται για την ουσία της ιστορίας).

 

2. Ευθύς και όχι πλάγιος λόγος, ακόμα και για την έκφραση της σκέψης κάποιου που δεν είναι ο ίδιος ο ομιλητής:

Του λέω: Αν δεν φύγεις...

Μου λέει: Δεν έρχεσαι αύριο να με πάρεις να πάμε κανένα σινεμαδάκι...

Σου λέει: "αυτή δεν έχει καλό σκοπό". (Με την έννοια: "Θα σκέφτηκε μέσα του ότι αυτή δεν έχει καλό σκοπό").

 

3. Ιστορικός Ενεστώτας για παρελθούσες πράξεις και, γενικότερα, χρήση του τώρα αντί του τότε:

Πέφτει αυτός απάνω μου...

Φοιτήτρια εγώ τώρα...(εννοείται τότε που έγινε το γεγονός)

 

4. Πολλές ηχομιμητικές λέξεις, συχνά κοινής (συμβατικής) χρήσης:

Βγάζω την πέτρα-τακ!

'Ετσι έπεσε, πλαφ!

(πρβ. και ψιτ-ψιτ, ματς-μουτς κ.λπ.)

 

5. Πολλά και ποικίλα συνώνυμα:

παιδιά: πιτσιρίκια, αγοράκια, πιτσιρικάδες, μπόμπιρες, οι φίλοι του, οι συνομήλικοί του κλπ.

6. Χρήση ερμηνείας και ερμηνευτικών εκφράσεων, ακόμα και όταν η αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται κάποιος δεν παρέχει τα στοιχεία αυτής της ερμηνείας:

ο ιδιοκτήτης του χτήματος (όταν απλώς φαίνεται κάποιος μέσα σ' ένα χτήμα).

 

 

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης "ερμηνευτικές" παραλείψεις σκηνών και πράξεων, που συνέβησαν μεν στην πραγματικότητα, αλλά που, κατά τη γνώμη του αφηγητή, δεν ενδιαφέρουν εκείνη τη στιγμή την αφήγηση. Επίσης ερμηνείες και αιτιολογικές συνδέσεις πράξεων που πιθανόν να μην συνδέονται με τον συγκεκριμένο τρόπο που θέλει ο αφηγητής:

Το αγόρι πέφτει από το ποδήλατο, επειδή είδε το κορίτσι να περνάει (στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε γιατί πέφτει από το ποδήλατο).

 

Η ερμηνευτική αυτή παρέμβαση του ομιλητή στην αφηγούμενη ιστορία τής προσδίδει συνοχή και κατ' επέκταση ζωντάνια και αμεσότητα.

Οι παραπάνω κατηγορίες παραδειγμάτων δείχνουν, νομίζουμε, σαφώς την εμπλοκή [involvement] του ίδιου του ομιλητή στον λόγο. 'Εχουμε όμως και επιδίωξη της εμπλοκής του ακροατή στον αφηγούμενο λόγο, η οποία επιτυγχάνεται με τα εξής (μεταξύ άλλων) γλωσσικά μέσα.2

1. Με έλλειψη και ελλειπτικές προτάσεις:

 

Κυκλοφορούσαμε πάντα με μια πέτρα στην τσάντα, και μόλις μας πείραζε ένας, αμέσως.

 

Την πρόταση συμπληρώνει στο μυαλό του ο ακροατής, οπότε επιτυγχάνεται η επιδιωκόμενη εμπλοκή του.

 

 

2. Με χρήση β' ενικού (αντί του α' ή γ'):

 

...όπου βλέπεις τον Τάδε να τρέχει... (εννοείτε "όπου βλέπω...")

...που να βλέπεις και να λες... (εννοείται "που να τον βλέπει κανείς και να λέει")

 

Το "τέχνασμα" αυτό, λόγω γραμματικής σύμβασης, εισάγει τον ακροατή στην αφηγούμενη ιστορία.

 

 

3. Με υποκοριστικά για δημιουργία οικειότητας:

 

Μου κόβετε λίγη φετούλα, παρακαλώ;

4. Με επαφικές εκφράσεις του τύπου έτσι (ερωτ.) κατάλαβες, ξέρεις κλπ.

 

Πάμε τώρα, έτσι;

'Ηθελε να πάω μαζί του, κατάλαβες;

Μένει εκεί, ξέρεις...

5. Με άλλα μέσα για ψυχολογική ένταξη του ακροατή στον λόγο του ομιλητή:

 

Τι μου κάνεις;

Τι κάνει το κορίτσι μας;

Θα πάμε πουθενά το Πάσχα; (εννοείται "θα πάτε...")

Η Σηφιανού επιβεβαιώνει τον παραπάνω χαρακτηρισμό της Tannen ως προς τον προφορικό προσανατολισμό της ΝΕ κοινωνίας. Στις έρευνές της σχετικά με την έκφραση της ευγένειας διαπιστώνει ότι χρησιμοποιούμε κυρίως στρατηγικές θετικής ευγένειας (ευγένειας αλληλεγγύης και οικειότητας δηλ.), που χαρακτηρίζει αυτού του τύπου τις κοινωνίες, σε αντίθεση με την αρνητική ευγένεια, που στηρίζεται στον σεβασμό της ατομικής ελευθερίας του άλλου και την αποφυγή παρενόχλησής του. Η τελευταία χαρακτηρίζει κοινωνίες γραπτής επικοινωνίας, π.χ. την αγγλοσαξωνική.

2.2.2 Ποικιλίες γραπτού ύφους

Θα κλείσουμε την ενότητα αυτή με μια συνοπτική αναφορά στα βασικά χαρακτηριστικά τριών επιπέδων ύφους του γραπτού ΝΕ λόγου: του λογοτεχνικού, του δημοσιογραφικού (και του συγγενούς του γραφειοκρατικού) και του επιστημονικού. Υπενθυμίζουμε, αν και θα φανεί στην επισκόπηση που ακολουθεί, το πόσο έχει σφραγίσει και τα τρία επίπεδα ύφους ο μέχρι πριν από μερικά χρόνια παντοδύναμος διαχωρισμός σε Κ-Δ.

2.2.2.1 Λογοτεχνικό ύφος

Δεν θα αναφερθούμε καθόλου στο κεφάλαιο αυτό σε ζητήματα υφολογίας και λογοτεχνικής κριτικής, όπως προκύπτει άλλωστε καθαρά από το όλο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμάς για τα ακανθώδη αυτά ζητήματα. Θα περιοριστούμε εδώ σε δύο κοινωνιογλωσσικές επισημάνσεις, που αφορούν την εκμετάλλευση από τη λογοτεχνία των κοινωνιολέκτων και των επιπέδων ύφους της ΝΕ.

Η λογοτεχνία υπήρξε τα τελευταία εκατό χρόνια το κύριο και, μέχρι αρκετά πρόσφατα, το μόνο προπύργιο της Δημοτικής στον γραπτό λόγο. Η ιδεολογική τοποθέτηση όμως των δημοτικιστών (σοσιαλιστές και εκπρόσωποι της εκσυγχρονιστικής τάσης της αστικής τάξης) και συγχρόνως ο φόβος τους μήπως χαθούν πολλά διαλεκτικά στοιχεία, είτε λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου είτε λόγω της εξάλειψης των διαλεκτικών διαφορών που επιφέρει η διάδοση της εκπαίδευσης, οδήγησαν τη λογοτεχνική Δημοτική να επιδιώξει συνειδητά την προσέγγιση της γλώσσας του απλού ανθρώπου, και μάλιστα αγροτικής προέλευσης. 'Ετσι έχουμε λεξιλόγιο του τύπου θαρρώ, ρόδο, παντοτεινά, ο κόρφος, να με συμπαθάς, κοντοστάθηκε, αψηλός, αφουγκράστηκε, το σύθαμπο, το δείλι, πλανεύω, σιμώνω κ.ά.

Μετά τον πόλεμο και την εμπειρία του εμφυλίου, όπου σκορπίζονται πια τα οράματα και οι αυταπάτες, η λογοτεχνική γλώσσα τείνει να γίνει ρεαλιστικότερη. Εγκαταλείπει σταδιακά τα διαλεκτικά και πολλές φορές και τεχνητά δημοτικοφανή στοιχεία και συμφιλιώνεται με τα λόγια. Σταθμός στην πορεία αυτή θεωρείται το Τρίτο Στεφάνι του Κ. Ταχτσή, σε μια γλώσσα που εικονίζει πια πιστά τη γλώσσα της μέσης τάξης σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο.

Η τάση αυτή ολοκληρώνεται με τη μεταδικτατορική πεζογραφία, όπου στον απόλυτα σχεδόν ρεαλιστικό λόγο ενσωματώνονται όλο και πιο πολύ στοιχεία από τις -λιγότερο ή περισσότερο- "περιθωριακές" ομάδες (βλ. παραπάνω), κυρίως αυτής των νέων.

Θα ήταν, νομίζω, ενδιαφέρον να ανιχνευόταν από κοινωνιογλωσσική σκοπιά, όχι αποκλειστικά υφολογική, και ένα άλλο ζήτημα σχετικό με τα θέματα που θίξαμε: η απόδοση από του πεζογράφους της προφορικότητας μιας αφήγησης ή ενός διαλόγου. Με ποια γλωσσικά μέσα δηλ. και με ποιους συμβιβασμούς προς τον γραπτό λόγο επιτυγχάνεται η εντύπωση αυθόρμητου προφορικού λόγου. Από το Κιβώτιο του 'Αρη Αλεξάνδρου,3 τη Φανταστική περιπέτεια του Αλ. Κοτζιά, το Πού 'ναι τα φτερά της Μάρως Δούκα, έως τους νεότερους και στην ηλικία συγγραφείς Χρ. Βακαλόπουλο, Βαγ. Ραπτόπουλο κ.ά., έχουν γίνει πολλές απόπειρες απόδοσής του. 4

2.2.2.2 Δημοσιογραφικό (και γραφειοκρατικό) ύφος

Παρόλο που στον πόλεμο Κ-Δ το δημοσιογραφικό ύφος5 κράτησε μιαν ενδιάμεση στάση, τόσο ο προσανατολισμός του όσο και η δομή του εξαρτήθηκαν πάντα από την Κ. Κατεξοχήν βέβαια ίσχυσε αυτό για τον γραφειοκρατικό λόγο της διοίκησης.

Η σχετική πρόσφατη απεξάρτηση και των δύο από την Κ τους κληροδότησε ποικίλες ιδιομορφίες, τις οποίες προσπαθούν να εξομαλύνουν διαμορφώνοντας -όχι πάντα επιτυχώς- ένα ομοιογενές λόγιο δημοτικό ύφος.

Το αρχικό μέλημα του δημοσιογραφικού ύφους ήταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, να διακριθεί από τον προφορικό λόγο.

Η ταύτιση του προφορικού με το αποκλειστικά συναισθηματικό και πρόχειρο και του γραπτού με το σοβαρό και ουδέτερο ύφος, αποτέλεσμα και αυτό της διμορφικής διάσχισης σε Κ και Δ, οδήγησε την έντυπη δημοσιογραφία χωρίς κανένα συμβιβασμό προς τους τρόπους του δεύτερου. 6

Στο φωνολογικό επίπεδο αποφεύγει τις συγκοπές φωνηέντων και την έκθλιψη, ευνοώντας έτσι χασμωδίες που δεν επιτρέπει ο προφορικός λόγος: το όνειρο, σε έναν χρόνο, από την Προεδρία, να άρουμε. Επίσης δεν ανέχεται πολλά από τα συμφωνικά συμπλέγματα της Δ (τώρα καθομιλουμένης): επτά, λεπτά, τακτικά (αλλά πια: νύχτα, νυχτερινός).

Από την άλλη πλευρά, τόσο ο δημοσιογραφικός όσο και ο λόγος της διοίκησης, περιεκτικός, σύντομος και συγκροτημένος, όπως πρέπει να είναι, προϋποθέτει ευέλικτη μορφολογία και πυκνή σύνταξη. 'Ετσι παρατηρούμε στο μορφολογικό επίπεδο τη διατήρηση και χρήση π.χ. των μετοχών ενεργητικού ενεστώτα:   ο προεδρεύων του Συμβουλίου, η δεσπόζουσα άποψη, το τρέχον ζήτημα.7

Το συντακτικό επίπεδο πάλι χαρακτηρίζεται από

-τάση για πιο περίπλοκη σύνταξη

-τάση για χρήση υποτακτικού και αποφυγή παρατακτικού λόγου

-τάση για χρήση παθητικής σύνταξης, η οποία θεωρείται "αφεστιάζουσα"

-ιδιαίτερη ροπή στη χρήση ουσιαστικών και γενικής πτώσης (γενικοπάθεια και ουσιαστικομανία τα ονομάζει ο Mackridge).

 'Ετσι παρατηρούνται και οι γνωστές υπερβολές που διαβάζουμε στις εφημερίδες. Για την επίτευξη του αποτελεσματικότερου ελέγχου των αποφασιζομένων και πραγματοποιουμένων δαπανών των προϋπολογισμών του δημοσίου τομέα με την ευρεία έννοια, καθώς και... (8 συνεχόμενες γενικές, χωρίς τα άρθρα). Στόχος των υπουργών του ΟΠΕΚ είναι ο καθορισμός νέου ορίου παραγωγής πετρελαίου, καθώς και η αύξηση της τιμής του. (Παρόλο που η πρόταση είναι ομαλότερη από την προηγούμενη, βλέπουμε ότι έχουμε και εδώ 9 ουσιαστικά, εκ των οποίων τα 5 έναρθρα, αλλά 1 ρήμα, 1 επίθετο, 1 κτητική αντωνυμία, 1 σύνδεσμο).

Ο παρατηρούμενος όμως τελευταία έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στην έντυπη και την ηλεκτρονική δημοσιογραφία, σε συνδυασμό και με άλλα φαινόμενα που διαπιστώνονται συγχρόνως στην ΝΕ κοινωνία,8 εισάγει στην πρώτη στοιχεία από τη δεύτερη. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι οι στερεότυπες εκφράσεις και μεταφορές, με τις οποίες είναι γεμάτα τόσο τα τηλεοπτικά δελτία, όσο και τα πρωτοσέλιδα (και όχι μόνον) των εφημερίδων, κυρίως των ταμπλόιντ, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν την ένταση της εντύπωσης πριμοδοτώντας την οικειότητα του λεξιλογίου: έχασε τη μάχη με το θάνατο, η κόλαση της φωτιάς, ο Εγκέλαδος χτύπησε και πάλι, ο υδράργυρος ανεβαίνει γοργά στο θερμόμετρο των σχέσεων κ.ά.

Η αποτελεσματικότητά τους παραμένει υπό αμφισβήτηση, αν δεν αίρεται και τελείως λόγω της υπερβολικής επανάληψης, η οποία εξουδετερώνει την πρωτοτυπία της επιλογής.

2.2.2.3 Επιστημονικό ύφος

Θα τελειώσουμε την επισκόπησή μας με μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με τον επιστημονικό λόγο.

Στην κλίμακα των επιπέδων ύφους που παρακολουθήσαμε ο επιστημονικός λόγος -περισσότερο λόγω του κύρους του και λιγότερο λόγω των καθαρά γλωσσικών χαρακτηριστικών του- τοποθετείται συνήθως στην κορυφή. Θεωρείται ότι αποτελεί την επισημότερη ποικιλία γραπτού ύφους. Περιγραφικός, αλλά χωρίς το συναισθηματικό λεξιλόγιο της λογοτεχνικής περιγραφής, πληροφοριακός, αλλά πολύ πιο πυκνός και ασφαλώς αντικειμενικότερος από τον δημοσιογραφικό, απομακρύνεται πιο πολύ από όλα τα επίπεδα ύφους από τον καθημερινό λόγο.

Χαρακτηριστικά του είναι η κυριολεξία, η χρήση τεχνικής ορολογίας, η "ευπρέπεια" στην έκφραση και η χρησιμοποίηση επιχειρημάτων με αποδεικτικό στόχο.

Τον διακρίνει κυρίως η αυστηρότερη σύνταξη:

-προκρίνει και αυτός τον υποτακτικό λόγο

-επιλέγει συνθετότερη χρήση συνδέσμων και μορίων

-προτιμά την παθητική σύνταξη περισσότερο από κάθε άλλο λόγο είδος λόγου

-χρησιμοποιεί πολλούς και διαπλεκόμενους μεταξύ τους ονοματικούς προσδιορισμούς.

Η επιδίωξη σαφήνειας και ακριβολογίας τον οδηγεί συχνά στην επανάληψη του ίδιου όρου και την αποφυγή συνωνύμων, κάτι που δεν συμβαίνει στα άλλα επίπεδα ύφους.

Τέλος, επιδιώκει να είναι άχρωμος, απρόσωπος και να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο όχι από την καθομιλουμένη, ακόμη κι αν αυτό αποκλίνει από το κλιτικό παράδειγμα της γλώσσας: ύδωρ αντί νερό, ήπαρ αντί συκώτι, οστούν αντί κόκαλο κ.ο.κ. Η χρήση αυτών αντί των αντίστοιχων καθημερινών λέξεων αποκαλύπτει, αλλά και δημιουργεί επιστημονικό (και επιστημονικοφανές) ύφος.

1 Εννοούμε βέβαια το αυθόρμητο και ανεπίσημο προφορικό ύφος προσωπικών συναναστροφών, όχι μορφές προφορικού λόγου που βασίζονται στον γραπτό, όπως π.χ. μια διάλεξη.

2 Εννοούμε εδώ όχι την εμπλοκή του ακροατή στη συνομιλία (το να πάρει δηλ. αυτός τον λόγο), αλλά την ένταξη/ εμπλοκή του στον λόγο του ομιλητή.

3 Αν και πρόκειται, κατά το πρότυπο γνωστής συγγραφικής σύμβασης, για γραπτή κατάθεση, αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες πειραματισμούς "προφορικότητας".

4 Και στον θεατρικό λόγο βλέπουμε διαφορές στην απόδοση της προφορικότητας του διαλόγου. Πρβλ. π.χ. την έντονη προφορικότητα των διαλόγων στη Βέρα, το Τάβλι και τις Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαϊδη και Ελ. Χαβιαρά σε σύγκριση με το έργο π.χ. του Ι. Καμπανέλλη, αλλά και άλλων μεταγενέστερων.

5 Θα αναφερθούμε εδώ κυρίως στον έντυπο δημοσιογραφικό λόγο, και μάλιστα στην πρωτοτυπική μορφή του, τα άρθρα και σχόλια τα σχετικά με την πολιτική ειδησεογραφία και επικαιρότητα.

6 Μία από τις συνέπειες είναι ότι τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σε ορισμένα έντυπα η αντίθετη τάση, ως αντίδραση στη λεγόμενη "ταλαιπωρία του λαιμοδέτη", και βέβαια και ως ανταγωνισμός στη ζωντάνια της τηλεοπτικής εικόνας.

7 Υπενθυμίζουμε ότι αναφερόμαστε σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο ύφος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τέτοια γλωσσικά στοιχεία δεν απαντούν και σε άλλα επίπεδα γραπτού λόγου ή και στην καθημερινή ομιλία.

8 'Ανοιγμα δηλ. προς την ιδιωτική ραδιοφωνία-τηλεόραση και, κατά συνέπεια, ανταγωνισμός για την ακροαματικότητα, που οδηγεί κατευθείαν σε συμπεριφορές λαϊκισμού.

δ. Κείμενο 22: Πετρούνιας, E. 1984. Nεοελληνική γραμματική και συγκριτική («αντιπαραθετική») ανάλυση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σελ. 121-122.
© University Studio Press

Κοινωνικές διάλεχτοι

Οι κοινωνικές διάλεχτοι διακρίνονται βέβαια μεταξύ-τους με παρόμοια ισόγλωσσα όπως και οι γεωγραφικές, οι διαφορές όμως εδώ είναι λιγότερες και μικρότερες. Οι κοινωνικές διάλεχτοι διακρίνονται μάλλον από τη διαφορά στη συχνότητα που χρησιμοποιούνται σ' αυτές διάφοροι τύποι και εκφράσεις.

Για παράδειγμα, η διάκριση στην προφορά: [ándras/ ádras] που αναφέρθηκε πιο πάνω σά γεωγραφική διάκριση έχει περάσει και σαν κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στην Κοινή. Σήμερα μπορεί ν' ακούσουμε τη δεύτερη προφορά σε όλα τα κοινωνικά ιδιώματα, σίγουρα όμως η χρήση-της είναι πιό συνηθισμένη στη γλώσσα της πιάτσας απο ότι π.χ. στο ιδίωμα των μορφωμένων. Αλλά και ο ίδιος ομιλητής είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει τόσο τη μία προφορά όσο και την άλλη, ανάλογα άν θέλει να επιμείνει στο ένα ή στο άλλο κοινωνικό ιδίωμα. Παρόμοια τη λέξη μπαγάσας ή τη λέξη μπόμπα στη σημασία 'εξαιρετική δουλειά, τέλεια', περιμένουμε να τις ακούσουμε σπάνια στο ιδίωμα των μορφωμένων, πιό συχνά σε άλλα ιδιώματα.

Πάντως η παρουσία και η συχνότητα διάφορων γλωσσικών στοιχείων διαχωρίζουν με αρκετή σαφήνεια τις κοινωνικές διαλέχτους. 'Αν ακούσουμε μαγνητοφωνήσεις διάφορων ομιλητών που περιγράφουν το ίδιο θέμα της καθημερινής ζωής (π.χ. ένα ποδοσφαιρικό αγώνα ή το κυκλοφοριακό μποτιλιάρισμα), είναι πολύ πιθανό οτι θα εντοπίσουμε την κοινωνική τάξη του καθενός, χωρίς να τους έχουμε δεί ποτέ. 'Αν ένας μορφωμένος ντυθεί εργατική φόρμα και πάει να μιλήσει με εργάτες σ' ένα εργοστάσιο, δέ θα είναι καθόλου εύκολο να τους ξεγελάσει οτι ανήκει στην τάξη τους.

Συχνά το ιδίωμα των μορφωμένων χρησιμοποιείται σάν κρατική γλώσσα, οπότε έχει την τάση να γίνεται πιό συντηρητικό. Στο άλλο άκρο, η γλώσσα της πιάτσας στις ποικίλες μορφές-της αλλάζει συνεχώς. Χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία και επικαιρότητα, από φαντασία, διάθεση για παιχνίδι, και εξυπνάδα, που όμως μπορεί να είναι εξεζητημένη και συχνά προσπαθεί να σοκάρει. Γι' αυτούς τους λόγους συνήθως νοιώθουμε δίβουλοι απέναντί-της. 'Αν προσθέσουμε το γεγονός οτι συχνά στη γλώσσα της πιάτσας πρέπει οι "απέξω" να μήν τα καταλαβαίνουν όλα, γίνεται κατανοητό γιατί το ιδίωμα αυτό αλλάζει τόσο γρήγορα -και κάνει τους δασκάλους ξένων γλωσσών που επιχειρούν να τη διδάξουν να νοιώθουν σά να αντλούν στον πίθο των Δαναΐδων.

Σε κοινωνίες οπου οι διάφορες τάξεις είναι απομονωμένες, οι διακρίσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαλέχτους μπορεί να γίνουν πολύ πιό έντονες, να προχωρήσουν σε διαφορετικούς γραμματικούς κανόνες και διαφορετικό λεξιλόγιο και σημασιολογία. Τελικά είναι δυνατό να δημιουργηθεί ακόμη και διγλωσσία.