α. Κείμενο 23: Kακριδή-Ferrari, M. & Δ. Xειλά-Mαρκοπούλου. 1996. H γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο H νέα ελληνική ως ξένη γλώσσα. Aθήνα: 'Ιδρυμα Γουλανδρή-Xορν, σελ. 26-28.
© 'Ιδρυμα Γουλανδρή-Xορν

[...] Ως προς τη ΝΕ τώρα, το κύριο κοινωνιογλωσσικό της γνώρισμα είναι η για πολλούς αιώνες ύπαρξη διμορφίαςεσωτερικής διγλωσσίας - diglossia),1 ο διαχωρισμός δηλ. σε Καθαρεύουσα (Κ) - Δημοτική (Δ). Παρόλο που και επισήμως έχει εκλείψει από το 1976, ο διαχωρισμός αυτός, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, κληροδότησε στη ΝΕ πλήθος ιδιαιτεροτήτων, που είναι δύσκολο να καταλάβει ένας ξένος.

Στη διμορφία ακριβώς οφείλονται πολυτυπίες με υφολογικές/ σημασιολογικές διαφορές, που αναγκαστικά θα πρέπει να διδαχθεί ο ξένος, για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει σωστά τη γλώσσα. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:

Λεπτά / λεφτά  αδιακρίτως, αλλά: λεπτός / λεπτομέρεια

Κτήμα / χτήμα

Πτέρυγα, αλλά: φτερό, φτερούγα

Διασχίζω, αλλά: σκίζω

Ασθένεια / αρρώστια

Κατά κανόνα, ο τύπος που προέρχεται από την Κ (τώρα λόγιος) χαρακτηρίζει τα αφηρημένα σε σχέση με τα συγκεκριμένα ("κτήμα ες αεί", αλλά το χτήμα στο χωριό), τη μεταφορική σε σχέση με την κυριολεκτική σημασία (πτέρυγα του νοσοκομείου, αλλά φτερούγα του κοτόπουλου), το επίσημο αντί του καθημερινού ύφους (ασθένεια / αρρώστια). Μπορεί βέβαια να υπάρχουν και άλλες διαφορές κωδικοποιημένες ήδη μέσα στο σύστημά μας: άλλο έννοια, άλλο έννοια-έγνοια (φροντίδα), άλλο μαλακός, άλλο μαλθακός.2

Ο ξένος θα ρωτήσει για τις ιδιαιτερότητες αυτές και η απάντηση που θα του δοθεί πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη γνώση α) της διαχρονικής προέλευσης και β) της συγχρονικής χρήσης.

Η διαφοροποίηση σε Κ-Δ, όσο κι αν επισήμως δεν υφίσταται πια, έχει διαποτίσει και τις δύο βασικές κοινωνιολέκτους της ΝΕ: α) το ιδίωμα των μορφωμένων (των αστικών κέντρων) και β) τη λαϊκή γλώσσα των μη μορφωμένων. Σε μεγάλο βαθμό επίσης τα διάφορα επίπεδα ύφους του γραπτού λόγου.

Σχετικά με τις δύο παραπάνω θεμελιακές κοινωνιολέκτους της ΝΕ δεν υπάρχει ακόμα μια συστηματική μελέτη μεγάλης κλίμακας, με στατιστικά δεδομένα, όπως θα χρειαζόταν. Οι μελέτες που έχουμε στη διάθεσή μας ερευνούν κάποιες μεμονωμένες γλωσσικές μεταβλητές και τους κοινωνικούς και γλωσσικούς παράγοντες εμφάνισής τους, όχι όμως όλα τα γλωσσικά γνωρίσματα κάποιας κοινωνιογλωσσικής ποικιλίας, πράγμα άλλωστε σημαντικά πιο δύσκολο. 'Ετσι, οι πληροφορίες που έχουμε για τις δύο κοινωνιολέκτους περιορίζονται σε επιμέρους παρατηρήσεις, όταν η κοινωνική κατηγορία της μόρφωσης ερευνάται ως ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τις συγκεκριμένες παραγωγές κάποιας γλωσσικής μεταβλητής [...].

1. Υπενθυμίζουμε ότι ονομάζεται έτσι η ακραία έκφραση του διαχωρισμού σε επίσημο-ανεπίσημο λόγο. Εάν όλα τα κράτη με γραπτή παράδοση διακρίνουν ανάμεσα στα δύο αυτά επίπεδα ύφους, δεν έχουν όμως όλα διμορφία. Κατά τον Ferguson, έχουμε διμορφία, όταν μια γλωσσική κοινότητα που χρησιμοποιεί διαφοροποιημένες ποικιλίες επίσημου-ανεπίσημου ύφους χαρακτηρίζεται συγχρόνως και από τα εξής: α) απόλυτο διαχωρισμό των λειτουργιών που εξυπηρετούν οι δύο μορφές (Κ-Δ στην περίπτωσή μας), β) υψηλό κοινωνικό γόητρο της επίσημης μορφής, γ) ύπαρξη αξιόλογης λογοτεχνικής παράδοσης στην επίσημη μορφή και δ) το γεγονός -που θεωρείται και το καθοριστικότερο για τον ορισμό του φαινομένου- ότι η υπερκείμενη επίσημη μορφή δεν μαθαίνεται αυθόρμητα και αβίαστα, ως μητρική γλώσσα των παιδιών, από καμιά ομάδα της γλωσσικής κοινότητας. Η εκμάθησή της γίνεται μόνο στο σχολείο.

2. Σε τέτοιες περιπτώσεις ποικιλία δεν σημαίνει ότι υπάρχει παντού και η ίδια δυνατότητα επιλογής. Πολλά από τα παραπάνω ζεύγη δεν αποτελούν συνώνυμα, αλλά μαθαίνονται ως διαφορετικά λεξήματα. Η κάποτε εξωσυστηματική υφολογική εναλλαγή κληροδότησε ενδοσυστηματική διαφοροποίηση.

β. Κείμενο 24: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics.Κεφ. 2, Varieties of language. Kέμπριτζ: Cambridge University Press, σελ. 53-55.
© Cambridge University Press

Kοινωνική Διγλωσσία

'Εχοντας τονίσει τη θεωρητική δυνατότητα κάθε γλωσσικό στοιχείο να έχει τη δική του μοναδική κοινωνική κατανομή ανάλογα με τις συνθήκες χρήσης, είναι τώρα σημαντικό να αναφέρουμε ότι αυτή η δυνατότητα δεν αξιοποιείται στο έπακρο και ότι σε κάποιες κοινωνίες υπάρχει μια σχετικά απλή διευθέτηση με το όνομα κοινωνική δiγλωσσiα, στην οποία τουλάχιστον ένας τύπος κοινωνικού περιορισμού επί των στοιχείων μπορεί να εκφραστεί βάσει "ποικιλιών" μεγάλης κλίμακας, αντί βάσει μεμονωμένων στοιχείων. Ο όρος κοινωνική διγλωσσία εισήχθηκε στην αγγλόφωνη κοινωνιογλωσσολογική βιβλιογραφία από τον Charles Ferguson (1959) προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση που συναντάται σε μέρη όπως η Ελλάδα, ο αραβόφωνος κόσμος γενικά, η γερμανόφωνη Ελβετία και η νήσος της Αϊτής. Σε όλες αυτές τις κοινωνίες υπάρχουν δυο διακριτές ποικιλίες, αρκετά διακριτές ώστε ο μη ειδικός να τις θεωρεί διαφορετικές γλώσσες, όπου η μία χρησιμοποιείται μόνο σε επίσημες και δημόσιες περιστάσεις, ενώ η άλλη χρησιμοποιείται από όλους, κάτω από φυσικές, καθημερινές περιστάσεις.

Ο Ferguson ορίζει την κοινωνική διγλωσσία ως εξής:

Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση στην οποία, παράλληλα με τις κύριες διαλέκτους της γλώσσας (που ίσως να περιλαμβάνει μια πρότυπη ή τοπικές πρότυπες), υπάρχει μια εξαιρετικά αποκλίνουσα, σε υψηλό βαθμό κωδικοποιημένη (συχνά με πολυπλοκότερη γραμματική), υπέρθετη ποικιλία, το όχημα ενός μεγάλου και σεβαστού σώματος γραπτής λογοτεχνίας, είτε μιας παλιότερης εποχής είτε μιας άλλης γλωσσικής κοινότητας, η οποία αποκτάται κατά κύριο λόγο μέσω της επίσημης εκπαίδευσης και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του γραπτού και του επίσημου προφορικού λόγου αλλά δεν χρησιμοποιείται από κανένα τμήμα της κοινότητας στις καθημερινές συνομιλίες.

Για παράδειγμα, σε μια αραβόφωνη διγλωσσική κοινότητα η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σπίτι είναι μια τοπική εκδοχή της αραβικής (μπορούν να υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ διαλέκτων της αραβικής, σε σημείο αμοιβαίας ακατανοησίας), με μικρή διαφοροποίηση ανάμεσα στους περισσότερο και τους λιγότερο μορφωμένους ομιλητές. 'Οταν όμως κάποιος κάνει μια διάλεξη στο πανεπιστήμιο ή ένα κήρυγμα στο τζαμί, αναμένεται να χρησιμοποιήσει την πρότυπη αραβική, μια ποικιλία διαφορετική σε όλα τα επίπεδα από την τοπική καθομιλουμένη, και μάλιστα τόσο διαφορετική, ώστε να διδάσκεται στα σχολεία όπως διδάσκονται οι ξένες γλώσσες σε αγγλόφωνες κοινωνίες. Με τον ίδιο τρόπο, όταν τα παιδιά μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή, διδάσκονται την πρότυπη γλώσσα και όχι την τοπική καθομιλουμένη.

Η πιο εμφανής διαφορά ανάμεσα σε διγλωσσικές και κανονικές αγγλόφωνες κοινωνίες είναι ότι στις πρώτες κανείς δεν έχει το προνόμιο να μάθει την υψηλή ποικιλία (αυτή που χρησιμοποιείται σε επίσημες περιστάσεις και στην εκπαίδευση) ως πρώτη γλώσσα, καθώς όλοι μιλάνε τη χαμηλή ποικιλία στο σπίτι. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια κοινωνία η κατάκτηση της υψηλής ποικιλίας δεν προϋποθέτει τη γέννηση στην "κατάλληλη" οικογένεια, αλλά τη φοίτηση στο σχολείο. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη διαφορές ανάμεσα στις οικογένειες ως προς τη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στις χρηματικές απαιτήσεις της εκπαίδευσης: η κοινωνική διγλωσσία δεν εγγυάται γλωσσική ισότητα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους· ωστόσο οι διαφορές δεν εμφανίζονται με το που ανοίγει κάποιος ομιλητής το στόμα του αλλά μόνο σε επίσημες δημόσιες περιστάσεις που απαιτούν χρήση της υψηλής ποικιλίας. Aς σημειωθεί ότι ο ορισμός που δίνει ο Ferguson για την κοινωνική διγλωσσία είναι πολύ ειδικός σε αρκετά σημεία. Για παράδειγμα, απαιτεί οι υψηλές και οι χαμηλές ποικιλίες να ανήκουν στην ίδια γλώσσα, π.χ. στην πρότυπη (ή κλασική) και στην καθομιλουμένη αραβική. Ωστόσο, κάποιοι συγγραφείς έχουν επεκτείνει τον όρο αυτό ώστε να καλύπτει καταστάσεις που δεν θεωρούνται κοινωνικά διγλωσσικές σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό. Ο Joshua Fishman, για παράδειγμα, αναφέρει την Παραγουάη ως παράδειγμα διγλωσσικής κοινότητας [...], παρόλο που υψηλή και χαμηλή ποικιλία είναι αντίστοιχα τα ισπανικά και τα γκουαρανί, μια ινδιάνικη γλώσσα που καμία σχέση δεν έχει με τα ισπανικά. Καθώς έχουμε υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει πραγματική διάκριση ανάμεσα σε ποικιλίες μιας γλώσσας και ποικιλίες διαφορετικών γλωσσών, αυτή η χαλαρότητα φαίνεται αρκετά εύλογη.

Ωστόσο, ο Fishman (ακολουθώντας τον John Gumperz) επεκτείνει τον όρο κοινωνική διγλωσσία για να συμπεριλάβει επίσης κάθε κοινωνία στην οποία δύο ή περισσότερες ποικιλίες χρησιμοποιούνται κάτω από διαφορετικές περιστάσεις [...]. Αυτή είναι ίσως μια θλιβερή εξέλιξη, καθώς φαίνεται να καθιστά διγλωσσική κάθε κοινωνία, περιλαμβάνοντας ακόμη και την αγγλόφωνη Αγγλία (δηλ. εξαιρώντας τους μετανάστες με διαφορετικές μητρικές γλώσσες), όπου διαφορετικά "επίπεδα ύφους" - όπως αποκαλούνται - και "διάλεκτοι" χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιστάσεις (για παράδειγμα συγκρίνετε ένα κήρυγμα με μια αθλητική αναμετάδοση). Η αξία της έννοιας της κοινωνικής διγλωσσίας βρίσκεται στο ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κοινωνιογλωσσική τυπολογία -δηλαδή, στην ταξινόμηση των κοινοτήτων ανάλογα με τον τύπο της κοινωνιογλωσσικής κατάστασης που κυριαρχεί στο εσωτερικό τους- και η κοινωνική διγλωσσία παρέχει μια αποκαλυπτική αντίθεση με το είδος της κατάστασης που συναντάται σε χώρες όπως η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε κοινωνική διαλεκτικότητα ώστε να δείξουμε ότι οι εν λόγω "ποικιλίες" είναι κοινωνικές ποικιλίες και όχι "επίπεδα ύφους".

Τέλος, πώς μπορούμε να συμφιλιώσουμε τον ορισμό της κοινωνικής διγλωσσίας με τον ισχυρισμό μας ότι οι ποικιλίες δεν υφίστανται παρά μόνο ως ένας ανεπίσημος τρόπος να μιλάμε για σύνολα γλωσσικών στοιχείων που έχουν παρόμοια κοινωνική κατανομή; Αν θέλουμε να εμμείνουμε σε αυτή τη θέση, μπορούμε να δούμε τις διγλωσσικές κοινότητες ως κοινότητες στις οποίες τα περισσότερα γλωσσικά στοιχεία ανήκουν στο ένα από τα δύο μη επικαλυπτόμενα σύνολα, καθένα από τα οποία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις. Σε αντίθεση με την κατάσταση αυτή, τα γλωσσικά στοιχεία σε μια μη διγλωσσική κοινωνία δεν εμπίπτουν σε ένα μικρό αριθμό μη επικαλυπτόμενων συνόλων, αλλά προσεγγίζουν το αντίθετο άκρο όπου κάθε στοιχείο έχει τη δική του, μοναδική κοινωνική κατανομή. Mε βάση αυτό το μοντέλο, η διαφορά ανάμεσα σε διγλωσσικές και μη διγλωσσικές κοινωνίες δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα ή άξια διερεύνησης, αλλά μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί πως είναι λιγότερο απόλυτη από όσο υπονοεί ο ορισμός του Ferguson [...].

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου