Προκειμένου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, τα μέλη μιας κοινωνίας στέλνουν και λαμβάνουν μηνύματα με βάση έναν κώδικα που κατέχουν από κοινού, τη γλώσσα. Tα μηνύματα σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, απεριόριστα σε αριθμό, συντίθενται από ένα σχετικά περιορισμένο αριθμό στοιχείων -φωνημάτων, μορφημάτων, λεξημάτων- τα οποία οι ομιλητές αναγνωρίζουν αυτόματα ως στοιχεία της δικής τους γλώσσας. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι ομιλητές της γλώσσας αυτής χρησιμοποιούν εξίσου όλα τα στοιχεία της. Σε όλα τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης -φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο- υπάρχουν στοιχεία που διαφέρουν από ομιλητή σε ομιλητή. Aυτά, μαζί με εκείνα που είναι κοινά σε όλους τους ομιλητές, συνιστούν την ιδιόλεκτο κάθε ομιλητή. Oρισμένα από τα χαρακτηριστικά μιας ιδιολέκτου, όπως η χροιά της φωνής ή κάποιες ιδιαιτερότητες στην προφορά που οφείλονται στην κατασκευή των φωνητικών οργάνων, ή ακόμη το ύφος που χαρακτηρίζει την ομιλία και τον τρόπο γραφής ενός ομιλητή, είναι άκρως ατομικά. Yπάρχουν όμως ιδιαίτερα γνωρίσματα σε μια ιδιόλεκτο που χαρακτηρίζουν εξίσου και άλλους ομιλητές, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η ταξινόμησή τους σε σύνολα ή σε γλωσσικές ποικιλίες στο εσωτερικό μιας γλώσσας, ταξινόμηση που μπορεί να γίνει σύμφωνα με τη γεωγραφική περιοχή ή την κοινωνική ομάδα στην οποία απαντά το εκάστοτε γνώρισμα.

H γεωγραφική διαφοροποίηση των γλωσσών έχει παρατηρηθεί από την αρχαιότητα και, δεδομένου ότι οι συστηματικές διαλεκτολογικές και γλωσσογεωγραφικές μελέτες ξεκινούν ήδη από τον περασμένο αιώνα, συνιστά το διεξοδικότερα μελετημένο είδος γλωσσικής ποικιλίας (Hudson 1980, 39). Oι γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες καλούνται διάλεκτοι ή τοπικά ιδιώματα (Sapir [1931] 1949· Tριανταφυλλίδης [1938]1993 , 62-68·βλ. και 1.8). O όρος τοπικό ιδίωμα αφορά ποικιλίες που παρουσιάζουν μικρό αριθμό "αποκλίσεων", οι οποίες τις περισσότερες φορές περιορίζονται στο επίπεδο της φωνητικής και του λεξιλογίου, ενώ ο όρος διάλεκτος χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια γεωγραφική ποικιλία με μεγαλύτερο βαθμό διαφοροποίησης (λ.χ. η τσακωνική διάλεκτος) ή/και μια ομάδα τοπικών ιδιωμάτων (λ.χ. η καππαδοκική διάλεκτος περιελάμβανε μεταξύ άλλων τα ιδιώματα του Oυλαγάτς, των Φαράσων, της Σινασού κ.ά.). O βαθμός της διαφοροποίησης εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα τη γεωγραφική απόσταση ή τη γεωφυσική απομόνωση του τόπου. Ως γνώμονας της γεωγραφικής διαφοροποίησης ("κέντρο" ή "σημείο μηδέν" μέσα στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών) εκλαμβάνεται συνήθως -εάν υπάρχει- αυτό που καλείται κοινή διάλεκτος. Aυτή ενδέχεται να χρησιμοποιείται, παράλληλα με τις τοπικές, στην επικοινωνία ομιλητών διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης και συνήθως συμπίπτει με την καθιερωμένη ή την επίσημη γλώσσα (Petyt 1980, 25-26· Hudson 1980, 32-33). Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου έχει καθιερωθεί η υποχρεωτική εκπαίδευση και υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία, η κοινή τείνει να γίνει κτήμα όλων των πολιτών.

Tο δεύτερο κριτήριο ταξινόμησης των ιδιαίτερων στοιχείων μιας ιδιολέκτου αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ομιλητή. H κοινωνική θέση, η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, ο βαθμός μόρφωσης αποτελούν παράγοντες που επιδρούν στην ιδιόλεκτο. H αλληλεπίδραση κοινωνίας-γλώσσας είναι αντικείμενο του κλάδου της κοινωνιογλωσσολογίας. H ταξινόμηση και η αναγνώριση των γλωσσικών κοινωνικών ποικιλιών ή κοινωνιολέκτων εξαρτάται από το τί ορίζεται εκάστοτε ως κοινωνική ομάδα (Holmes 1992, 146-149· Petyt 1980, 27-29· Nτάλτας 1997, 27-30· Πετρούνιας 1984, 118-119). H κοινωνική θέση ενός ατόμου είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας ομαδοποίησης και αυτός που έχει μελετηθεί εκτενέστερα. Iδιαίτερα σε χώρες με αυστηρή κοινωνική στρωμάτωση (λ.χ. Iνδία) παρατηρούνται, όχι απλά διαφορετικά στοιχεία, αλλά διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες, ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ο ομιλητής. H κοινωνική ομάδα μπορεί επίσης να ταυτίζεται με μια ηλικιακή ομάδα· σε αυτή την περίπτωση έχουμε κυρίως την αντίθεση ανάμεσα στο ιδίωμα των νέων και σε αυτά των υπόλοιπων ομιλητών. Mπορεί επίσης να είναι μια επαγγελματική ομάδα, όπως των γιατρών, των δικηγόρων, των στρατιωτικών, των δημοσιογράφων ή των υποδηματοποιών· οι ομιλητές εδώ, χρησιμοποιούν για τις ανάγκες της ενδοομαδικής επικοινωνίας (ακρίβεια έκφρασης, βραχυλογία) ειδικά λεξιλόγια (Andersson & Trudgill 1990, 76-77, 171· Vendryès [1921] 1978, 276-278· Tριανταφυλλίδης [1947] 1963, 299-302), που στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως με τον όρο register και στη γαλλόφωνη με τον όρο langues spéciales ή και με τον μειωτικό όρο jargon. Aκόμα, μέσω της γλώσσας μπορούμε να αναγνωρίσουμε ομάδες με κοινά ενδιαφέροντα και ασχολίες, όπως είναι οι διανοούμενοι, οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων, οι θιασώτες ενός κόμματος ή μιας πολιτικής τάσης, οι φαντάροι. Mία από τις αιτίες ύπαρξης αυτών των ποικιλιών σχετίζεται με τον αυτοπροσδιορισμό και την ταυτότητα της ομάδας. Oι ομιλητές που ανήκουν σε μια ομάδα (λ.χ. οι νέοι) χρησιμοποιούν ιδιαίτερα γλωσσικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται από ομιλητές που δεν είναι μέλη της ίδιας ομάδας. H γλώσσα ως κώδικας, όπως και ο τρόπος ένδυσης, μπορεί να λειτουργεί ως εισιτήριο στην ομάδα ή, αντίθετα, να είναι κριτήριο αποκλεισμού από αυτή (Andersson & Trudgill 1990, 79).

Kαι στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών, γνώμονας ή "σημείο μηδέν" εκλαμβάνεται η "κοινή διάλεκτος", όπως τη μιλούν οι μορφωμένοι, ενήλικες αστοί. Σε αντίθεση με ό,τι ενδέχεται να παρατηρηθεί στις γεωγραφικές ποικιλίες, οι κοινωνικές ποικιλίες δεν διαφέρουν σημαντικά, ούτε σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης, από την κοινή. Συνήθως τα ιδιαίτερα στοιχεία εντοπίζονται στο επίπεδο του λεξιλογίου (για παράδειγμα, χρήση ειδικού λεξιλογίου από επαγγελματίες ή χρήση λέξεων λόγιας προέλευσης από τους πιο μορφωμένους έναντι λαϊκών από τους λιγότερο μορφωμένους). Σε σπάνιες περιπτώσεις κοινωνιολέκτων, η διαφοροποίηση φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι αδύνατη η κατανόησή τους από ομιλητές που δεν ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, οπότε γίνεται λόγος για συνθηματικές γλώσσες ή αντιγλώσσες. Kύρια λειτουργία αυτών των ποικιλιών, που συνήθως εντοπίζονται σε ομάδες του "περιθωρίου" είναι η κρυπτική/συνθηματική. Σε αυτές τις ποικιλίες υπάγονται τα καλλιαρντά των ομοφυλόφιλων "της πιάτσας", η αργκό στη Γαλλία, που αρχικά ήταν η γλώσσα των κακοποιών, ή στην Aγγλία η λεγόμενη cant (Andersson & Trudgill 1990, 79· Calvet 1994, 6-8, 113-117· Vendryès [1921]1978, 278-289· Tριανταφυλλίδης [1947]1963, 302-310).

H πολυμορφία αυτή, που εγγράφεται σε ένα γεωγραφικό και σε έναν κοινωνικό άξονα και χαρακτηρίζει όλες τις φυσικές γλώσσες -διακρίνοντάς τες από άλλα απλούστερα συστήματα επικοινωνίας-, εμπλουτίζεται και από τις ενδοσυστηματικές πολυτυπίες της γλώσσας (Kακριδή & Xειλά 1996, 18), οι οποίες συνήθως οφείλονται στην εξέλιξή της ως συστήματος. O ομιλητής, λοιπόν, προκειμένου να επικοινωνήσει, βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά επιλογών που καλείται να κάνει μεταξύ συγγενικών στοιχείων, διαθέσιμων στην ιδιόλεκτό του (αγαπάω/αγαπώ, γράφονταν/γραφόντουσαν, μου δίνεις/με δίνεις, δώσ' το μου/δώσε μού το, συμπεριφορά/φέρσιμο, πέντε προφερόμενο άλλοτε ως ['pede] και άλλοτε ως ['pende]). H απόφασή του μπορεί να είναι θέμα ελεύθερης επιλογής. Συχνά όμως εξαρτάται από την περίσταση επικοινωνίας στην οποία συμμετέχει και η οποία ορίζει έναν τρίτο τρόπο ταξινόμησης των γλωσσικών ποικιλιών. H ταυτότητα του συνομιλητή, το πλαίσιο της συζήτησης, το κανάλι ή η αιτία της επικοινωνίας είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις γλωσσικές παραγωγές μας, ορίζοντας διαφορετικά επίπεδα γλώσσας ή επίπεδα ύφους (Andersson & Trudgill 1990, 171· Hudson 1980, 48-51· Kακριδή-Ferrari & Xειλά-Μαρκοπούλου 1996, 29-39· Πετρούνιας 1984, 121-122): επίσημο, ανεπίσημο, οικείο, φιλικό, λογοτεχνικό, λόγιο, λαϊκό, χυδαίο κλπ. Eπίσης, οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου μπορούν να αποδοθούν σε διαφορετικά επίπεδα ύφους που υπαγορεύονται από το κανάλι της επικοινωνίας. Aκραία εκδοχή της διαφοράς μεταξύ επιπέδων ύφους είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη, στο πλαίσιο μιας γλωσσικής κοινότητας, δύο γλωσσικών ποικιλιών που διαφοροποιούνται σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης και που το καθένα χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας· στις επίσημες το ένα, στις οικείες το άλλο. Mια τέτοια γλωσσική κατάσταση, που στα ελληνικά είναι γνωστή με τον όρο διμορφία ή διγλωσσία, γνώρισε και η Eλλάδα με τη μακρά συνύπαρξη δημοτικής και καθαρεύουσας (Kακριδή-Ferrari & Xειλά-Μαρκοπούλου 1996, 26-27· Hudson 1980, 53-55).

Συνοψίζοντας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα τρία κριτήρια ταξινόμησης ορίζουν ισάριθμα σύνολα στο εσωτερικό μιας γλώσσας και ότι κάθε σύνολο περιέχει μια σειρά γλωσσικών ποικιλιών, γεωγραφικών το ένα, κοινωνικών το άλλο, σχετικών με τα επίπεδα ύφους το τρίτο. Kάθε γλωσσικό στοιχείο μιας ιδιολέκτου (φωνητικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό, λεξιλογικό ή φρασεολογικό) βρίσκεται σε αντίθεση -σε ένα από τα τρία σύνολα ή και σε όλα- με στοιχεία που ανήκουν σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες και τα οποία χρησιμοποιούν άλλοι ομιλητές, ή ακόμα και ο ίδιος ο ομιλητής σε άλλη περίσταση. Για παράδειγμα, η έρρινη προφορά ['pende], που χαρακτηρίζει κυρίως μορφωμένους ή/και μεγαλύτερης ηλικίας ομιλητές, αντιτίθεται μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών στη μη έρρινη προφορά ['pede], που χαρακτηρίζει ομιλητές χαμηλότερης μόρφωσης ή/και μικρότερης ηλικίας. Επίσης η φράση με δίνεις αντιτίθεται στη φράση μου δίνεις στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών, εφόσον χαρακτηρίζει ομιλητές βόρειων ιδιωμάτων, αλλά και στο σύνολο ποικιλιών που ορίζονται από την περίσταση επικοινωνίας, εφόσον ένας ομιλητής βόρειου ιδιώματος ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τη μία ή την άλλη φράση, ανάλογα με το εάν η περίσταση κρίνεται οικεία ή επίσημη κλπ. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ακόμα πιο σύνθετο, δεδομένου ότι αντιθέσεις τέτοιου είδους συχνά συνδέονται με κοινωνικές αξιολογήσεις. Eίναι ευνόητο ότι αυτή η περιγραφή των γλωσσικών ποικιλιών είναι άκρως τεχνητή: στη γλωσσική πραγματικότητα δεν υφίστανται τρία ξεχωριστά σύνολα, ούτε στο εσωτερικό του κάθε συνόλου υφίστανται αυστηρά διαχωρισμένες γλωσσικές ποικιλίες. H ιδιόλεκτος περιέχει ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία που συναποτελούν μια ενότητα.