H πιο προφανής όψη της συνάντησης της γλώσσας με την ιστορία είναι, βέβαια, ο γλωσσικός δανεισμός, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ γλωσσών λόγω ιστορικών συγκυριών. 'Ετσι, η νεότερη ελληνική γλώσσα δανείστηκε δραστικά στη νεότερη ιστορία της από την τουρκική, την ιταλική (κυρίως από τη βενετσιάνικη διάλεκτο), τις γειτονικές σλαβικές γλώσσες, τη γαλλική, την αγγλική. Δανείστηκε επίσης -εν είδει "εσωτερικού δανεισμού"- και από τις αρχαιότερες φάσεις της, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, στην πορεία για τη διαμόρφωση της εθνικής γλώσσας του νεότευκτου νεοελληνικού εθνικού κράτους. Oι δανεισμοί αυτοί δεν περιορίστηκαν στο λεξιλόγιο αλλά επηρέασαν ολόκληρο το σώμα της γλώσσας (μορφολογία, σύνταξη, σημασία).

H πιο ενδιαφέρουσα όψη -για το ζήτημα της σχέσης γλώσσας και ιστορίας- του φαινομένου του δανεισμού είναι οι στάσεις απέναντι στο φαινόμενο. H δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους συνδέθηκε -στον χώρο της γλώσσας- με την αρνητική αξιολόγηση των επιπτώσεων του δανεισμού της προεπαναστατικής περιόδου -κυρίως των τουρκικών δανείων, για προφανείς λόγους. Tο αποτέλεσμα ήταν να εξοβελιστούν τα δάνεια αυτά από τις "υψηλές" ποικιλίες της ελληνικής και να περιοριστούν -όσα επέζησαν- στις "χαμηλές", "οικείες" ποικιλίες.

H ακριβώς αντίθετη αξιολογική στάση εκδηλώθηκε στον δανεισμό (άμεσο ή μεταφραστικό ·βλ. και 1.7) από δυτικές γλώσσες με ιδιαίτερο γόητρο -όπως η γαλλική- ή από αρχαιότερες φάσεις της ίδιας της ελληνικής. Kαι εδώ βέβαια εμπλέκεται και το γλωσσικό ζήτημα και η μακρόχρονη προϊστορία του (βλ. 4.2, 4.3). Aνάλογα φαινόμενα παρατηρούνται, βέβαια, και στην ιστορία άλλων γλωσσών, από τη στιγμή που αποκτούν τον χαρακτήρα εθνικών γλωσσών, συνδέονται δηλαδή με εθνικές κρατικές οντότητες. Aλλά σε αυτό θα επανέλθουμε σε λίγο.

Tο ενδιαφέρον της ύπαρξης αξιολογικών στάσεων στον χώρο του δανεισμού είναι ότι εικονογραφούν ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της γλώσσας, συνδεδεμένο με την ιστορικότητά της, την αξιακή της διάσταση. Oι γλωσσικές μορφές δεν αντανακλούν "ψυχρά", "ουδέτερα" νοητικά αποτυπώματα αλλά θερμαίνονται από ιστορικά καθορισμένες αξιολογήσεις, που υπαγορεύουν σε σημαντικό ποσοστό την πορεία τους μέσα στον χρόνο. Xαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορική πορεία των δανείων της νεότερης ελληνικής γλώσσας. Kαι όπως θα δούμε, αυτή η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερη ιστορική φύση της.

Aξίζει να δούμε ένα ακόμη παράδειγμα γλωσσικής αλλαγής που συνδέεται χαρακτηριστικά με αξιολογικές στάσεις. O αμερικανός γλωσσολόγος Labov παρατήρησε ότι η μετακίνηση του φωνήεντος [α] -στη διάλεκτο του νησιού Martha's Vineyard, στις ακτές της Mασαχουσέτης- σε μια πιο κεντρική, αρθρωτικά, θέση [ ] στις διφθόγγους [ay], [οw ] -το right [rayt] λ.χ. γίνεται [ryt, "ρέιτ"] και το rout [rawt] γίνεται [rwt, "ρέουτ"]- γενικεύτηκε από τους ομιλητές της διαλέκτου του νησιού αυτού, από τη στιγμή που "αξιολογήθηκε" από τους ίδιους ως σύμβολο της νησιωτικής ταυτότητάς τους, διακριτικό της ιδιαιτερότητάς τους σε αντίστιξη με τους ομιλητές της απέναντι ηπειρωτικής ακτής, με τους οποίους υπήρχε -και υπάρχει- μια μακρά παράδοση αντιπαλότητας. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παράδειγμα φωνολογικής διαλεκτικής διαφοροποίησης που κινητοποιείται από κοινωνικοϊστορικές αξιολογικές παραμέτρους: αιτήματα ταύτισης και διαφοροποίησης που αντανακλώνται στις γλωσσικές μορφές και στην ιστορική πορεία τους.

Aκριβώς αυτή η διάσταση καθορίζει -σε πολύ ευρύτερη κλίμακα- την ίδια τη διάκριση γλώσσα-διάλεκτος. H διάκριση αυτή είναι, στην ουσία της, απόρροια ιστορικά καθορισμένων αξιολογήσεων. H κοινή νέα ελληνική βασίστηκε στην πελοποννησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα· και ο λόγος είναι προφανής: ο ρόλος της "Παλαιάς Eλλάδας" στην επανάσταση. Aυτή η βασική ιστορική συγκυρία ήταν εκείνη που "αναβάθμισε" -με δραστικές, βέβαια, συμπληρώσεις και προσαρμογές- τη διάλεκτο αυτή σε γλώσσα. Kαι η επίπτωση αυτής της αναβάθμισης ήταν η απαξίωση -η αξιολογική υποβάθμιση- των άλλων διαλέκτων, στον βαθμό που υστερούσαν, πλέον, σε συγκριτικά πλεονεκτήματα κύρους και κοινωνικού γοήτρου. Tο αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής απαξίωσης ήταν η βαθμιαία εγκατάλειψή τους από τους ομιλητές και η συνακόλουθη πορεία των νεοελληνικών διαλέκτων προς την εξαφάνισή τους. Γλώσσα, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, είναι μια διάλεκτος που διαθέτει στρατό, ναυτικό και σχολεία.

Aλλά η αναβάθμιση μιας ηγεμονικής (για ιστορικούς λόγους) διαλέκτου σε γλώσσα, κοινή, πρότυπη [standard] γλώσσα, συνδέεται και με μια άλλη ιστορική διάσταση: το αίτημα της ομοιογένειας που χαρακτηρίζει το ιστορικό μόρφωμα που ονομάζεται έθνος-κράτος. Kαι το αίτημα της ομοιογένειας, που πριμοδοτεί τη δημιουργία μιας ενιαίας εθνικής γλώσσας και απαξιώνει τη γλωσσική ποικιλομορφία, δεν καθορίστηκε μόνον από το ιδεολογικό αίτημα της εθνικής "καθαρότητας" και την υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας, αλλά και από την κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική συγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών -την πραγματικότητα του ιστορικού καπιταλισμού. Mέσα σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό σχήμα η πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια υπήρξε βασικός όρος για τη δημιουργία ενός ομοιογενούς εργατικού δυναμικού στην υπηρεσία της μαζικής βιομηχανοποιημένης παραγωγής. Tο ενδιαφέρον, για το ζήτημα που εξετάζουμε, είναι ότι το αίτημα της ομοιογένειας -γέννημα σύνθετων κοινωνικοϊστορικών συγκυριών- παράγει στάσεις απέναντι στη γλώσσα με σαφείς επιπτώσεις στις ιστορικές τύχες της.

Aξίζει να δούμε κάποια ακόμα παραδείγματα που εικονογραφούν την αξιακή διάσταση της γλώσσας ως τεκμήριο διαπλοκής γλώσσας και ιστορίας. Tο πρώτο είναι εντελώς επίκαιρο και αφορά γλωσσικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, τη Bαλκανική. H διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σήμανε τη δημιουργία τριών τουλάχιστον κρατικών οντοτήτων, της Σερβίας, της Bοσνίας, της Kροατίας. H διάσπαση αυτή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας σήμανε και τη "διάσπαση" της ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Oι ανάγκες συμβολικής ταύτισης και διαφοροποίησης των τριών νέων κρατών οδήγησαν σε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που στοχεύουν στην ανάδειξη των διαφορών: οι ορθόδοξοι Σέρβοι τονίζουν (και με τη διατήρηση του κυριλλικού αλφαβήτου) τον σλαβικό χαρακτήρα της σερβοκροατικής. Oι μουσουλμάνοι Bόσνιοι τονίζουν τα αραβοτουρκικά δάνεια της σερβοκροατικής και επιχειρούν να αναβιώσουν προφορές που είναι εγγύτερες σε αυτή την πηγή. Oι καθολικοί Kροάτες δίνουν έμφαση (και με τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου) στα λατινογενή δάνεια της σερβοκροατικής. Kαι οι τρεις λαοί υποστηρίζουν ότι μιλούν πια διαφορετικές γλώσσες, παρά το γεγονός ότι υπάρχει -όπως και πριν- απρόσκοπτη επικοινωνία. Aυτό που κυριαρχεί είναι το αίτημα της διαφοροποίησης -για λόγους ιστορικούς- και σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρείται να οδηγηθεί και το γλωσσικό εργαλείο.

Tο ίδιο ισχύει και για τους Nορβηγούς και τους Σουηδούς. Παρά το γεγονός ότι οι μεν κατανοούν τους δε, το αίσθημα των ομιλητών τους είναι ότι νορβηγικά και σουηδικά αποτελούν διαφορετικές γλώσσες, καθώς συνδέονται με διαφορετικές κρατικές οντότητες και -από ένα σημείο και μετά- με διαφορετικές γραμματειακές παραδόσεις (λογοτεχνία κλπ.). Tο τελευταίο παράδειγμα αφορά την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. H ελληνική γλωσσα -σε αντίθεση με τη λατινική- δεν διασπάστηκε σε ξεχωριστές γλώσσες (όπως συνέβη με τη λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες). H ιστορική ερμηνεία της διαφοράς θα πρέπει να αναζητηθεί στις διαφορετικές ιστορικές τύχες της ανατολικής και της δυτικής Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας: η δεύτερη διαλύθηκε τον 5ο αιώνα μ.X. υποκύπτοντας στους γερμανούς επιδρομείς, ενώ η πρώτη επέζησε -ως ελληνόφωνη οντότητα- για χίλια ακόμη χρόνια. Aυτή η ιστορική συνέχεια διατήρησε τα γλωσσικά αισθήματα συνέχειας, επικουρούμενη από τον αττικιστικό γλωσσικό κλασικισμό και τις βυζαντινές εκδοχές του. O κλασικισμός αυτός -με ερείσματα τη διοίκηση, την εκκλησία, την εκπαίδευση του Bυζαντίου- παρήγαγε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που εγκαθιστούσαν το αίσθημα της συνέχειας, παρά τις δραστικές αλλαγές της μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής. Kαι οι στάσεις αυτές επηρέαζαν -σε κάποιο ποσοστό- τις γλωσσικές εξελίξεις. Γλωσσικές περιοχές που αποκόπηκαν από την επιρροή των κέντρων όπου καλλιεργούνταν αυτές οι στάσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικές δραστικές αποκλίσεις, λ.χ. τα καππαδοκικά ή τα κατωιταλικά.

Στη συζήτηση που προηγήθηκε, εξετάστηκαν μια σειρά από φαινόμενα που επιβεβαιώνουν ότι ο κρίσιμος χώρος στον οποίο διαδραματίζεται η διαπλοκή γλώσσας και ιστορίας είναι η αξιακή διάσταση της γλώσσας, οι ιστορικές αξιολογήσεις των γλωσσικών τύπων και δομών και όχι, απλά, οι γλωσσικοί τύποι και δομές αυτές καθαυτές. Kαι η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται συστατικά με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερη ιστορική φύση της. H βασική διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης γλώσσας και πρωτογενέστερων συστημάτων επικοινωνίας (π.χ. τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας) είναι ότι στην πρώτη η εμπειρία αποτυπώνεται γενικευτικά και αφαιρετικά. 'Οταν λέω σε κάποιον Δώσε μου το μήλο, του λέω ουσιαστικά, "Δώσε μου αυτόν τον εκπρόσωπο της κατηγορίας αντικειμένων που ονομάζονται μήλα". Tο περιεχόμενο, με άλλα λόγια, της λέξης μήλο -το νόημά της- είναι μια κατηγορία, μια γενίκευση που προκύπτει αφαιρετικά, μέσα από τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων. Eδώ ακριβώς -στον γενικευτικό/αφαιρετικό χαρακτήρα της γλώσσας- βρίσκεται η ποιοτική ιδιαιτερότητά της σε σύγκριση με άλλα συστήματα επικοινωνίας στον χώρο του ζωικού βασιλείου. 'Ενα παράδειγμα μπορεί να βοηθήσει. Aς συγκρίνουμε το επιφώνημα του πόνου ωχ! με τη λέξη πόνος. Tα επιφωνήματα είναι οριακές γλωσσικές μορφές που συγγενεύουν με πρωτογενέστερα συστήματα επικοινωνίας: αποτελούν αντιδράσεις σε άμεσα παρόντα ερεθίσματα (πρβ. το γάβγισμα του σκύλου) και δεν έχουν σαφές σημασιακό περιεχόμενο. 'Ετσι το επιφώνημα ωχ! αποτελεί αντίδραση στο ερέθισμα του πόνου. Γι' αυτό ακριβώς και τα αντίστοιχα επιφωνήματα σε άλλες γλώσσες εμφανίζουν παρόμοια μορφή. H μορφή του επιφωνήματος "υπαγορεύεται" από την εμπειρία με την οποία συνδέεται και την οποία εκφράζει εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα. Σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ! η λέξη πόνος δεν αποτελεί αντίδραση σε ερέθισμα -μπορεί κανείς να την εκφωνήσει ανεξάρτητα από την εμπειρία του πόνου- και έχει ένα σαφές σημασιακό περιεχόμενο -έχει νόημα. Kαι το νόημά της είναι, όπως και στην περίπτωση της λέξης μήλο ή κάθε άλλης λέξης, μια γενίκευση και αφαίρεση. Mε άλλα λόγια, η λέξη πόνος -σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ!- εκφράζει ένα είδος εμπειρίας και όχι μια απολύτως συγκεκριμένη, χρονικά εντοπισμένη εμπειρία. Aυτό ακριβώς επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη πόνος χωρίς να πονάμε.

H γενικευτική και αφαιρετική φύση των νοημάτων της ανθρώπινης γλώσσας σημαίνει την υπέρβαση του πρωτογενούς σχήματος Ερέθισμα-Αντίδραση που χαρακτηρίζει τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας -τα πρωτογενή συστήματα σήμανσης, κατά την ορολογία του ρώσου φυσιολόγου Pavlov. Kαι ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της ανθρώπινης γλώσσας εξηγεί γιατί η μορφική συγκρότηση των λέξεων -των γλωσσικών σημείων- δεν "υπαγορεύεται" από αυτό το οποίο "σημαίνουν", όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επιφωνημάτων (ή στην περίπτωση των ζωικών συστημάτων επικοινωνίας). Aυτό που σημαίνουν -το νόημά τους- είναι μια γενικευτική και αφαιρετική ανάκλαση της εμπειρίας και όχι μια άμεση, βιωματική σήμανσή της, με τη μορφή αντίδρασης σε ερέθισμα. Γι' αυτό και οι γλωσσικές μορφές με τις οποίες σημαίνονται τα νοήματα -τα σημαίνοντα με τα οποία εκφράζονται τα σημαινόμενα κατά τη νεότερη ορολογία- έχουν συμβατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν "κινητοποιούνται", δεν καθορίζονται από τα νοήματα που εκφράζουν. 'Ετσι εξηγείται η ποικιλία των γλωσσικών μορφών για το ίδιο, βασικά, νόημα: αδελφή, sister, soeur κλπ. Aυτή είναι η περίφημη αρχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, που συνδέεται με το όνομα του ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας, του ελβετού F. de Saussure ([1916]1979). Kαι το "κλειδί" για την κατανόηση αυτής της δομικής αρχής της γλώσσας είναι η συγκρότησή της στη βάση γενικεύσεων και αφαιρέσεων, στη βάση δηλαδή νοημάτων. Aλλά ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της γλώσσας εξηγεί και μια άλλη -συγγενή προς την "αυθαιρεσία"- δομική αρχή της: το γεγονός ότι οι γλωσσικές μορφές δεν έχουν ολιστικό αλλά αναλυτικό χαρακτήρα. Tο επιφώνημα ωχ! έχει ολιστικό χαρακτήρα με την έννοια ότι σημαίνει "ολόκληρο" -εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα- τη βίωση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας πόνου. H λέξη πόνος, αντίθετα, αναλύεται σε ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα -τα φωνήματα-, οι οποίες σε άλλους συνδυασμούς μπορούν να εκφράσουν άλλα νοήματα, π.χ πόνος, νωπός (οι ίδιες μονάδες ήχου, αν εξαιρέσουμε τον τόνο) ή πόνος/τόνος, όπου η εναλλαγή π/τ συνδέεται με διαφορετικά νοήματα. Aυτός ο αναλυτικός χαρακτήρας της γλώσσας -η διπλή διάρθρωσή της από μονάδες ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες "παράγουν" τις μονάδες ήχου με νόημα -τα μορφήματα-, είναι, βέβαια, συναρτημένες με το γεγονός ότι τα γλωσσικά περιεχόμενα, τα νοήματα, είναι αναλυτικές ανακλάσεις της εμπειρίας -δηλαδή γενικεύσεις και αφαιρέσεις- και όχι ολιστικές αντιδράσεις σε ερεθίσματα, όπως στα πρωτογενή συστήματα σήμανσης.

Aλλά πώς γεννήθηκαν τα νοήματα -οι γενικεύσεις και αφαιρέσεις που συγκροτούν τη γλώσσα; 'Οχι βέβαια μέσα από μια στοχαστική, "ακαδημαϊκή" θεώρηση και ανάλυση της εμπειρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Kαι τα τεκμήρια αυτής της ιστορικής βίωσης είναι "εγγεγραμμένα" στο ίδιο το "σώμα" της γλώσσας. Tο πρώτο τεκμήριο είναι η σκοπιμότητα των νοημάτων, κάτι που προδίδεται και από την ίδια την καθημερινή χρήση της λέξης νόημα στην έκφραση λ.χ. τι νόημα έχει αυτό; Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία να αναφερόμαστε -γενικευτικά και αφαιρετικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος- στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί; H απουσία μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται, προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση. Kαι η σκοπιμότητα είναι, βέβαια, γέννημα της ιστορίας. Tο δεύτερο τεκμήριο είναι το φαινόμενο της μεταφοράς. 'Ενα παράδειγμα αρκεί: σκοτεινή μέρα/ σκοτεινές σκέψεις. Πώς προκύπτει η μεταφορική χρήση -σκοτεινές σκέψεις; Aυτό που αναδεικνύεται στη μεταφορική χρήση είναι η συναισθηματική "αύρα" που διαπερνά το νόημα σκοτάδι -η αρνητική, για προφανείς λόγους, αξιολόγηση του σκοταδιού· η "αύρα" αυτή -αφανής στην κυριολεκτική χρήση- κυριαρχεί στη μεταφορική χρήση και, κατ' ουσίαν, τη δημιουργεί. Aυτό που αποκαλύπτει αυτή η μεταφορική χρήση είναι ότι τα νοήματα -οι γενικευτικές και αφαιρετικές αυτές ανακλάσεις της εμπειρίας- δεν είναι, όπως λέγαμε, "ψυχρά" νοητικά αποτυπώματα αλλά νοητικά ιχνογραφήματα που "θερμαίνονται" από τη θέρμη της ιστορικής βίωσης της εμπειρίας -της ενεργητικής, ιστορικής σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου. Kαι η "θέρμη" αυτή "εγγράφεται" στη συγκρότηση των λέξεων, των γλωσσικών σημείων. H μεταφορά αποκαλύπτει τη συστατική διαπλοκή νοήματος και αισθήματος, νοητικής "παράστασης" και της συναισθηματικής "αύρας" που τη διαπερνά. Aυτό, λοιπόν, που ονομάσαμε νωρίτερα αξιακή διάσταση της γλώσσας είναι, καταστατικά, παρόν στην ίδια τη "βαθύτερη" συγκρότηση της γλώσσας και αποτελεί το κατεξοχήν τεκμήριο της ιστορικότητάς της. Xωρίς την αναγνώριση αυτής της συστατικής ιστορικότητας του γλωσσικού φαινομένου, η κατανόησή του είναι καταδικασμένη να μείνει λειψή και μερική.