Κείμενο 3: Σακελλαρόπουλος, Π. 1998. Σχέσεις μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 342-347.
© Παπαζήσης

 

ΟΙ ΠΡΩΙΜΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ



 Αναφέραμε ήδη τις μελέτες που δείχνουν τις πρώιμες ικανότητες του νεογέννητου και που το οδηγούν από τις πρώτες ημέρες της ζωής να εγκαταστήσει την επικοινωνία. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι μελέτες στράφηκαν περισσότερο στις ενεργητικές, αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στο μωρό και τη μητέρα του και πολύ λιγότερο στη συμπεριφορά ξεχωριστά του καθένα. Η μονάδα παρατήρησης είναι η δυαδική αλληλεπίδραση και η ανάλυσή της πρέπει να είναι διπλής κατεύθυνσης.

 

Η φράση του Winnicot "ένα μωρό δεν υπάρχει μόνο του", εννοώντας ότι δεν μπορούμε να το απομονώσουμε από τις μητρικές φροντίδες, συμπληρώνεται από τον Soulé "και μια μητέρα δεν υπάρχει μόνη της".

 

Οι τρόποι επικοινωνίας της μητέρας σ' αυτή την πρώιμη φάση είναι εξωλεκτικοί. Τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις, οι αντιθέσεις δεν εκφράζονται με λέξεις. Οι συνθήκες του διαλόγου που εγκαθιδρύει με το μωρό της περνούν από το σώμα της, π.χ. τη μυϊκή χαλάρωση που το μωρό αντιλαμβάνεται όταν είναι στην αγκαλιά της. Το μωρό είναι επίσης ευαίσθητο στη σιγουριά που του προσφέρει η εμπειρία των μητρικών φροντίδων ή στην απελπισία και στην αγωνία που η εμπειρία φέρνει μαζί της.

 

Τα βρέφη εκφράζουν πολύ καθαρά τα συναισθήματα τους: φωνάζουν, κλαίνε, χαμογελούν, διεγείρονται, ησυχάζουν, παρακολουθούν. Το μωρό προσπαθεί να επικοινωνήσει πολύ νωρίς με τη μητέρα του και με εκείνους που ενδιαφέρονται γι' αυτό, για τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις του. Οι μιμικές, οι πρώιμες ηχητικές εκφράσεις είναι τρόποι δράσης και έχουν την αξία γλώσσας, υπό την προϋπόθεση ότι το περιβάλλον είναι ευαίσθητο στις συναισθηματικές προθέσεις που μεταφέρουν.

 

Από τις πρώτες μέρες της ζωής του μωρού, το βλέμμα αποτελεί τον κύριο τρόπο αλληλεπίδρασης. Πολύ νωρίς εγκαθίσταται η επαφή "βλέμμα με βλέμμα". Η ποιότητα της ανταλλαγής βλεμμάτων σ' αυτή τη περίοδο είναι τέτοια που μπορούμε να παρατηρήσουμε την απεικόνιση της συμβιωτικής σχέσης(ο ένας "πνίγεται" στο βλέμμα του άλλου) ή την πλήρη αδιαφορία(ο ένας αγνοεί τον άλλο). Ορισμένες μητέρες βρίσκουν ευχαρίστηση και αντλούν ικανοποίηση από αυτή τη βλεμματική επαφή, ενώ άλλες δεν μπορούν να νιώσουν τέτοια συναισθήματα και αντιδρούν με άγχος.

 Η ποιότητα της ανταλλαγής βλεμμάτων είναι για τον εξωτερικό παρατηρητή μια ένδειξη του συναισθηματικού κλίματος μέσα στο οποίο βιώνεται η σχέση μητέρας-βρέφους.

Μια άλλη ένδειξη της σωστής λειτουργίας της αλληλεπιδραστικής σχέσης είναι οι κραυγές του μωρού και οι απαντήσεις που προκαλούν στη μητέρα.  Συνήθως, οι κραυγές των μωρών μεταδίδουν στον ενήλικα το αίσθημα της επείγουσας ανάγκης στην οποία πρέπει να απαντήσει αμέσως. Με τον τρόπο αυτό, το μωρό δίνει το ίδιο το έναυσμα για τη σκηνή της αλληλεπίδρασης που θα ακολουθήσει. Τα μωρά παρουσιάζουν μεγάλες ατομικές διαφορές στη συχνότητα και τη διάρκεια της εκπομπής των κραυγών. 'Οταν κλαίνε ασταμάτητα, κάνουν τους γονείς να αμφιβάλλουν για τις γονεϊκές τους ικανότητες και προκαλούν αισθήματα απελπισίας και επιθετικότητας.

 

Ο τρόπος με τον οποίο το μωρό κρατιέται από τη μητέρα ποικίλλει από τη μερική στην πλήρη χαλάρωση, από το τοπικό στο γενικό σφίξιμο των μυών και αποτελεί τον "τονικό διάλογο". Η δυναμική αυτού του διαλόγου φαίνεται από τον τρόπο που η μητέρα είναι προσεκτική απέναντι στην άνεση του μωρού, π.χ. αλλαγή της θέσης, αγκάλιασμα. Η επαφή "δέρμα με δέρμα" ξεκινά από τις πρώτες ημέρες (αγγίγματα, χάδια, φιλιά), αργότερα αναζητιέται από το ίδιο το μωρό που φαίνεται να αντλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Και σ' αυτή την περίπτωση, οι ποικίλες απαντήσεις του παιδιού αναγνωρίζονται από τη μητέρα ως προσκλήσεις ή ως άρνηση για τη συνέχιση αυτού του είδους της ανταλλαγής. 

 

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ

ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ

 

Κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, η μητέρα επεξεργάζεται ψυχικά, συνειδητά και ασυνείδητα, την εικόνα του παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί. Συνδέει με την εικόνα αυτή φόβους, άγχη, διάφορες φαντασιώσεις και αναμονές. Το παιδί έχει πάρει ήδη τη θέση του στον μητρικό ψυχισμό.

Το παιδί που πρόκειται να γεννηθεί είναι ιδιαίτερα ενσωματωμένο στη δυναμική της οιδιπόδειας σύγκρουσης του κάθε γονέα. Η μητέρα και ο πατέρας βλέπουν με ένα πολύπλοκο τρόπο να πραγματοποιούνται οι οιδιπόδειες επιθυμίες τους, αλλά επίσης να επαναδραστηριοποιούνται οι βιωμένες συγκρούσεις και τα άγχη που τις συνοδεύουν.

 

O S. Lebovici [...] μιλώντας γι' αυτό το παιδί που είναι έντονα συνδεδεμένο με το ασυνείδητο των δύο γονιών το ονομάζει φαντασιακό παιδί[enfant fantasmatique}. To διαχωρίζει από το ιδεατό παιδί [enfant imaginaire], αποτέλεσμα μιας ονειροπόλησης και των συνειδητών ονείρων κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, σε προσυνειδητό ή συνειδητό επίπεδο. Το πραγματικό παιδί, αυτό που έχει μπροστά της η μητέρα αμέσως μετά τον τοκετό, προκαλεί ανησυχία αλλά και θαυμασμό.

 

Κάθε μωρό δεν παρίσταται απλώς στη σχέση αλληλεπίδρασης, αλλά την καθορίζει και τη μεταβάλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του. Οι μελέτες των Brazelton και συν. [...] έδειξαν την ευρύτητα των ατομικών διαφορών του κάθε νεογέννητου σε μια σειρά από αντιδράσεις και συμπεριφορές που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους. Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο το μωρό επηρεάζει την ποιότητα και την ποσότητα των φροντίδων που λαμβάνει.

 

Το ενδιαφέρον στρέφεται στο να μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς μπορούν να συνδυαστούν και να ενσωματωθούν σε κάθε δυάδα από τη μια μεριά το νεογέννητο με τον δικό του χαρακτήρα, τις αντιδράσεις συμπεριφοράς του, και από την άλλη η μητέρα με τη δική της ψυχική λειτουργία, τις προσμονές της και την ήδη δημιουργημένη σχέση με το φαντασιακό παιδί. Η υγιής και ευλύγιστη ψυχική λειτουργία της μητέρας καθορίζει κατά πόσο τα φαντασιακά μητρικά σενάρια που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα καθορίσουν την σχέση αλληλεπίδρασης ή αντίθετα θα επαναδομηθούν κάτω από την επίδραση της ενεργού συμμετοχής του μωρού. Ο όρος "φαντασιακές αλληλεπιδράσεις"μπήκε στην ορολογία από τους L. Kreisler & B. Cramer {...]. Το φαντασιακό παιδί δείχνει τη φύση των προβολών των ασυνείδητων επιθυμιών της μητέρας. Με τη συμπεριφορά το βρέφος μπορεί να εκπληρώσει τις φαντασιακές ευχές της μητέρας ή αντίθετα να προκαλέσει τη βία ή το μίσος. Οι ασυνείδητες μητρικές συγκρούσεις κινητοποιούνται ανάλογα με τη δομή της προσωπικότητας της μητέρας και της ψυχικής της λειτουργίας.

 

Η εφαρμογή της ψυχαναλυτικής θεωρίας στη μελέτη των πρώιμων αλληλεπιδράσεων αποδίδει μια κεντρική σημασία στις ασυνείδητες γονεϊκές φαντασιώσεις. Μελετώνται οι σχέσεις και η σύνδεση ανάμεσα σε ένα υλικό ενδοπροσωπικό και ενδοψυχικό που προέρχεται από τις εκμυστηρεύσεις των γονέων και ένα υλικό διαπροσωπικό και αλληλεπιδραστικό που προέρχεται από τη άμεση παρατήρηση.

 

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ

 

'Οπως είδαμε, η αλληλεπιδραστική λειτουργία είναι ενδεικτική της σχέσης μητέρας-βρέφους σε δύο επίπεδα: συγκεκριμένη και παρατηρήσιμη στο ένα, φαντασιακή στο άλλο. Τα τρία κύρια χαρακτηριστικά που απαιτούνται για μία ισορροπημένη και ικανοποιητική λειτουργία αλληλεπίδρασης είναι η πληρότητα του δοσίματος και των συναισθημάτων, η ευελιξία και η σταθερότητα. Ποιοτικές ή ποσοτικές μεταλλαγές αυτών των χαρακτηριστικών είναι υπεύθυνες για την εγκατάσταση παθογόνων αλληλεπιδράσεων. Οι ποσοτικές μεταλλαγές εγγράφονται στο επίπεδο της υπο- ή υπερ-διέγερσης που προκαλεί η μητέρα στο παιδί:

1. υπό-διέγερση: ανεπάρκεια, έλλειψη δοσίματος και διεγέρσεων. Συμβαίνει συχνά όταν η μητέρα είναι καταθλιπτική και το αίσθημα της ανικανότητας την αναστέλλει και την κάνει να χάνει το ενδιαφέρον της για το παιδί.  

 

2. υπερ-διέγερση: προέρχεται από την ίδια τη μητέρα ή από την αδυναμία της να προστατέψει το παιδί από τα υπερβολικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Το βρέφος πέρα από έναν ουδό προσωπικής διαθεσιμότητας δεν μπορεί να απαντήσει στα ερεθίσματα που δέχεται. Χάνεται έτσι κάθε αξία επικοινωνίας. Οι ποιοτικές μεταλλαγές χαρακτηρίζουν τις ασυμβατότητες [inadequations] που εμποδίζουν μια λειτουργία ανάπτυξης, π.χ. οι συχνοί ερεθισμοί μιας ερωτογενούς ζώνης ή μιας λειτουργικής περιοχής (στοματικής, πρωκτικής, αναπνευστικής) ή οι ποιοτικές και χρονικές ασυνέχειες που εμποδίζουν τις εξελικτικές προόδους.

 

Oι αλληλεπιδράσεις δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά μόνο σε σχέση με μια δεδομένη στιγμή στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού. Πρόκειται για μια στιγμιαία εικόνα ενός ατόμου που υφίσταται όλες τις ταχείες αλλαγές της ανάπτυξης.

 

Οι διαδοχικές εκτιμήσεις, με τη δυνατότητα της σύγκρισης που παρέχουν, σκιαγραφούν την οργανωτική και αναπτυξιακή δυναμική του βρέφους. Σε σχέση με την ηλικία του παιδιού μπορεί να φανεί αν η σχέση αλληλεπίδρασης εξελίχθηκε ή έμεινε καθηλωμένη μέσα από συνεχείς επαναλήψεις. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί παλινδρόμηση σε κάποια σχήματα αλληλεπίδρασης που αντιστοιχούσαν σε προηγούμενες φάσεις ανάπτυξης του παιδιού. Τα στοιχεία που παίρνουμε κατά την εκτίμηση της σχέσης αλληλεπίδρασης πλουταίνουν σε ένα βαθμό ανεκτίμητο τις γνώσεις στο ιστορικό του παιδιού και του ενήλικα.

 

Συγκρίνοντας τις αντιλήψεις και τα δεδομένα που καταγράφονται πιο πάνω, με τα αντίστοιχα του αρχικού κειμένου, δηλ. του τέλους της δεκαετίας του 1950, βλέπουμε ότι όλα τα βασικά θέματα που αφορούν τη σχέση και τις αλληλεπιδράσεις μητέρας-παιδιού ήδη αναφέρονται στην τότε προβληματική. Οι δεκαετίες που πέρασαν, συμπλήρωσαν τις γνώσεις, τις διεύρυναν, αλλά δεν τις αναίρεσαν. Αντίθετα, το θέμα του επόμενου κεφαλαίου: "Ο ρόλος του πατέρα" ήταν, τότε, ουσιαστικά ανύπαρκτο.

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

 

Το πέρασμα στην πατρότητα ψυχαναλυτικά θεωρήθηκε μια "κρίση" [...], που φέρνει σοβαρές ανακατατάξεις στον ψυχισμό του άνδρα και στη σχέση με τη σύντροφό του. Αυτή η κρίση που ξεκινάει ήδη από την εγκυμοσύνη είναι πολύ περισσότερο εμφανής, όταν πρόκειται για το πρώτο παιδί. Η έκφρασή της καθορίζεται από κοινωνικές και πολιτιστικές παραμέτρους, αλλά κυρίως από την ιδιαιτερότητα της ψυχικής δομής κάθε άνδρα.

 

Στη συνέχεια, οι ψυχαναλυτές με βάση το υλικό από τις αναλύσεις ενηλίκων, αλλά και ανθρωπολογικά ή κοινωνιολογικά δεδομένα, προσπάθησαν να απαντήσουν σε σημαντικά ερωτήματα που αφορούν τον ρόλο του πατέρα και τη συμμετοχή του στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού και κυρίως στη δόμηση της σεξουαλικής του ταυτότητας. Εξέτασαν επίσης τις ψυχοσυναισθηματικές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το πέρασμα στην πατρότητα, όπως η επαναδραστηριοποίηση της οιδιπόδειας σύγκρουσης και η ανάδυση μιας ασυνείδητης εχθρότητας για το παιδί που βιώνεται ως αντίπαλος αδελφός [...].

 

Στη Γαλλία το 1956, ο J. M. Lacan εισάγει μια νέα έννοια που αφορά το "'Ονομα του Πατέρα". Για την υγιή ψυχική ανάπτυξη του παιδιού δεν αρκεί να αναγνωριστεί ο πατέρας ως ο φυσικός γεννήτορας. Πρέπει η μητέρα να αναγνωρίσει τον λόγο του πατέρα ως φορέα του Νόμου και να τον μεταφέρει μέσα από τα ίδια της τα λόγια. Μόνο μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, το παιδί μπορεί να αναφέρεται στο "'Ονομα του Πατέρα" και να ενταχθεί στο συμβολικό επίπεδο. Αν το παιδί δεν δεχθεί τον Νόμο ή η μητέρα δεν αναγνωρίσει στον πατέρα αυτή τη θέση, το παιδί παραμένει καθηλωμένο στη δυαδική σχέση, στο φαντασιακό επίπεδο, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης στο συμβολικό, συνθήκες που για το J. M. Lacan καθορίζουν την ψύχωση.

 

Στη συνέχεια, άλλοι συγγραφείς ασχολήθηκαν θεωρητικά με το ρόλο της πατρικής λειτουργίας στην απαγόρευση και τη μετάδοση [...] ή ανέπτυξαν κλινικές παρατηρήσεις που αφορούν τη λειτουργία του πατέρα στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό [...] και τη σχέση του με το παιδί [...].

 

Δύο ελληνίδες ερευνήτριες τα τελευταία χρόνια [...] ασχολήθηκαν με το "πέρασμα στην πατρότητα" στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Με την ανάλυση συνεντεύξεων νέων ανδρών, που γίνονταν για πρώτη φορά πατέρες, φάνηκαν συγκρούσεις συνειδητές ή ασυνείδητες που σηματοδοτούν αυτό το πέρασμα. Η λύση των συγκρούσεων εξαρτάται από την ανεξαρτητοποίηση των νέων γονέων από την πατρική τους οικογένεια και την ικανότητά τους να δημιουργήσουν τη συζυγική τους σχέση. Οι μέλλοντες πατέρες είτε εγκλωβίζονται σε σχήματα προκαθορισμένα από την προσωπική τους ιστορία ή από πολιτισμικές συνθήκες, είτε, τέλος, αντιμετωπίζουν δημιουργικά τη νέα κατάσταση εμπλουτίζοντας την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.

 

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

 

Η ικανότητα του πατέρα να εγκαταστήσει μια πλούσια αλληλεπιδραστική σχέση με το βρέφος αποτέλεσε θέμα επιστημονικής μελέτης της τελευταίας δεκαπενταετίας. Μέχρι τότε, επικρατούσε η άποψη σύμφωνα με την οποία η σχέση με το παιδί ήταν καταρχήν βασισμένη στο ένστικτο, καθορισμένη βιολογικά και αποκλειστικά μητρική. Οι πατέρες στην καλύτερη περίπτωση είχαν ως λειτουργία να βοηθούν τις γυναίκες τους να γίνουν μητέρες.

 

Τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως στις βιομηχανικές χώρες, οι πατέρες συμμετέχουν πολύ στη φροντίδα των παιδιών τους. 'Ερευνες περιγράφουν την υπερηφάνεια και την ευχαρίστηση που έχουν, όταν ασχολούνται με τα βρέφη τους. Αρκετά χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης μητέρας-βρέφους ανευρίσκονται και με τον πατέρα. Σύμφωνα με τον Yogman [...], η αλληλεπίδραση πατέρα-βρέφους έχει κυρίως ένα σωματικό χαρακτήρα και είναι πιο διεγερτική για το βρέφος. Οι πατέρες ξεκινούν συχνότερα απ' ό,τι οι μητέρες παιχνίδια αγγίγματος και κοιτάγματος. Αυτές οι διαφορές παρατηρούνται στο τέλος του πρώτου μήνα και ξαναβρίσκονται ανάμεσα στον 8ο και 24ο μήνα [...]. Για τον Kestenberg [...], οι διαφορετικοί κινητικοί ρυθμοί της μητέρας ή του πατέρα αποτελούν για το μωρό στοιχεία που το βοηθούν να διαφοροποιήσει τους γονείς του.

 

Ο πατέρας παίζει ρόλο στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των βρεφών να ξεκινήσουν αλληλεπίδραση με άγνωστα πρόσωπα. Τα μωρά 5 μηνών που επωφελούνται με έναν κανονικό τρόπο από την αλληλεπίδραση με τον πατέρα τους μπαίνουν ευκολότερα σε αλληλεπίδραση με περισσότερες εκδηλώσεις ευχαρίστησης με ένα άγνωστο πρόσωπο. Αυτή η διαφορά φαίνεται κυρίως στα αγόρια. Ενός έτους έχουν μικρότερη φοβία των ξένων, όταν ο πατέρας έχει εμπλακεί συστηματικά στη φροντίδα τους [...].

 

Οι πατέρες μπαίνουν σε επιθετικά παιχνίδια με τα βρέφη, αλλά μπορούν και τα σταματάνε με άγριο τρόπο όταν γίνουν καταστρεπτικά. Τα βρέφη αντιλαμβάνονται την αλλαγή στο συναίσθημα του πατέρα και το "όχι" που μπορεί να γίνει αυστηρό.

 

Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ο πατέρας δεν εγκαθιστά ένα σύστημα συναισθημάτων πιο βίαιο από ό,τι η γυναίκα του, που θα μπορούσε να παίζει ένα σημαντικό ρόλο μεταγενέστερα στην οργάνωση των συναισθημάτων της χαράς, της σεξουαλικής διέγερσης, του θυμού. Φαίνεται εξάλλου ότι τα μωρά που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα είναι ανίκανα συχνά να ρυθμίσουν τις βίαιες αλληλεπιδράσεις με τους συνομηλίκους τους [...].