Κείμενο 2: Σακελλαρόπουλος, Π. 1998. Σχέσεις μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 170-178.
© Παπαζήσης

 

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΥ

 

Στο τέλος της δεκαετίας του '60, πολυάριθμες μελέτες, που βοηθήθηκαν από την εμφάνιση των ηλεκτρονικών τεχνικών καταγραφής, επέτρεψαν ενός άλλου τύπου εξερευνήσεις στον κόσμο του νεογέννητου. Η προσοχή των ερευνητών στράφηκε κυρίως στις αισθητηριακές και κινητικές του ικανότητες.

 

Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών τροποποίησαν τις μέχρι τότε απόψεις γύρω από το νεογέννητο. Η εικόνα του παθητικού όντος. ικανού μόνο να δέχεται τις μητρικές φροντίδες, αποκλεισμένου από τον κόσμο λόγω της αδυναμίας του να αντιληφθεί, αναθεωρείται. Η διαπίστωση των πρόωρων αισθητηριακών ικανοτήτων του δίνει μια θέση ενεργού συνομιλητή απέναντι στη μητέρα.

 

Το "προφίλ" του κάθε νεογέννητου και οι ιδιαιτερότητες του καθορίζονται από τον βαθμό κινητικότητας, από την ευκολία που ένα stress προκαλεί τα κλάματά του, από το πόσο ησυχάζει μόνο του ή με την παρουσία ενός άλλου προσώπου. Η αντίληψη για τη μητρική λειτουργία άλλαξε επίσης αρκετά: δεν περιορίζεται πια στην παροχή φροντίδων. Η αντιληπτική ικανότητα της μητέρας και η προσαρμογή της στα μηνύματα του νεογέννητου είναι στοιχεία απαραίτητα για τη δημιουργία μιας σχέσης αλληλεπίδρασης.

 

Στις επόμενες σελίδες περιγράφουμε τις αισθητηριακές (όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση), κινητικές και φωνητικές ικανότητες του νεογέννητου. Η μελέτη των αλληλεπιδραστικών σχέσεων θα μας απασχολήσει σε επόμενο κεφάλαιο. Οι μελέτες που θα αναφερθούν διευρύνουν και συμπληρώνουν ουσιαστικά τις εργασίες του παλαιού κειμένου.

 

ΟΡΑΣΗ

Η όραση δεν μπορεί να μελετηθεί κατά την ενδομήτρια ζωή. Υπάρχει, όμως, η ένδειξη ότι το έμβρυο αντιδρά (αυξάνεται ο καρδιακός ρυθμός και οι κινήσεις) όταν ρίξουμε ένα δυνατό φως στα κοιλιακά τοιχώματα της μητέρας [...].

 

Πιστεύαμε ότι το έμβρυο δεν βλέπει σχεδόν τίποτα. Αποδείχθηκε, όμως, ότι έχει πολύ μεγάλες ικανότητες και μπορεί να διαχωρίζει τα αντικείμενα με βάση το σχήμα και το μέγεθος τους [...].

 

Τα νεογέννητα ελκύονται περισσότερο από οπτικά ερεθίσματα που μοιάζουν στο ανθρώπινο πρόσωπο (ένας κύκλος με τρεις έντονους μικρούς κύκλους διαφορετικού χρώματος στη θέση των ματιών και του στόματος). Στην ηλικία των 5 μηνών, το ομοίωμα του προσώπου δεν είναι πλέον ελκυστικό, γιατί προτιμούν ένα πραγματικό πρόσωπο με κινούμενα εσωτερικά χαρακτηριστικά [...].

 

Πολλές πρόσφατες μελέτες δικαίωσαν τις μητέρες, οι οποίες βεβαίωναν ότι το μωρό τους τις κοιτούσε από τη νεογνική περίοδο. 'Αλλωστε, το κράτημα και το χάιδεμα του μωρού είναι ακριβώς οι χειρονομίες που, σύμφωνα με τη μελέτη του Greeman [...], ευνοούν το άνοιγμα των ματιών του νεογέννητου και το καθιστούν ικανό να ακολουθήσει οπτικά το ερέθισμα.

 

Ο Adamson [...] έδειξε τη σημασία της όρασης στο νεογέννητο, καλύπτοντας το βλέμμα του στην αρχή με ένα σκούρο φύλλο και στη συνέχεια με ένα διαφανές. Το νεογέννητο προσπαθεί ενεργητικά να τραβήξει το σκούρο φύλλο και, όταν το κατορθώνει, ηρεμεί. Αντίθετα, στο διαφανές χαρτί, είναι ήρεμο και κοιτάει με περιέργεια τι συμβαίνει μέσα από αυτό.

 

Το βλέμμα, ήδη από τη νεογνική περίοδο, είναι ένας τρόπος με τον οποίο το νεογέννητο αναπτύσσει συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα του. Μερικές μητέρες αναφέρουν ότι αισθάνονται πιο κοντά στο μωρό τους, όταν τις έχει κοιτάξει [...].Δημιουργείται το ενδιαφέρον του παιδιού για τα μάτια της μητέρας και αναπτύσσεται η επαφή "βλέμμα με βλέμμα". Ο ρόλος της οπτικής λειτουργίας στη δημιουργία δεσμών με τη μητέρα [...] φαίνεται στη μελέτη των Fraiberg & Freedman, όπου αναφέρονται οι δυσκολίες των μητέρων τυφλών παιδιών να εγκαταστήσουν επικοινωνία.

 

 

Η αντίδραση στο οπτικό ερέθισμα απαιτεί από το νεογέννητο μια κατάσταση "ήρεμης προσοχής", εγρήγορσης, αλλά χωρίς δραστηριότητα, και προφύλαξης από άλλα ερεθίσματα, όπως π.χ. η πείνα. 'Οταν ακολουθεί ένα αντικείμενο με το βλέμμα, ελαττώνει τις κινητικές δραστηριότητες άλλου τύπου.

 

Το νεογέννητο μπορεί από τη δεύτερη μέρα της ζωής του, ενώ ακόμη η "σύγκλιση των ματιών" [convergence binoculaire] δεν έχει πλήρως εγκατασταθεί, να παρακολουθήσει με τα μάτια ένα αντικείμενο που μετακινείται [...], αν υπάρχουν οι ακόλουθες συνθήκες: το μωρό να βρίσκεται σε εγρήγορση, το αντικείμενο σε σχετικά μικρή απόσταση, να ακολουθεί μια πορεία απλή, οριζόντια ή κάθετη, καλά καθορισμένη, με μικρή ταχύτητα. Η παρακολούθηση δεν είναι συνεχής, όπως στον ενήλικα, ή είναι, αλλά για πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα (10-15% του χρόνου). Χαρακτηρίζεται από διακοπτόμενες έντονες ματιές στο αντικείμενο και από μια σπαστή οπτική μετακίνηση, καθώς και γύρισμα του κεφαλιού προς την κατεύθυνση της κίνησης του αντικειμένου .

 

Η μελέτη του Greeman [...] δείχνει ότι το 95% των νεογέννητων, από τις πρώτες ώρες της ζωής τους, είναι ικανά να ακολουθήσουν με τα μάτια τους ένα αντικείμενο ζωηρού χρώματος, π.χ. έναν κόκκινο κρίνο. Οι οφθαλμικές κινήσεις είναι συχνά ακανόνιστες και τα μάτια μετακινούνται κατά ακανόνιστο τρόπο, για να ακολουθήσουν το αντικείμενο σε κίνηση. Το μωρό σταματά τις κινήσεις του σώματος του και φαίνεται ιδιαίτερα απορροφημένο από το κινούμενο αντικείμενο.

 

Ο R. L. Fantz [...] από τη μεριά του, έδειξε ότι τα νεογέννητα από την ηλικία των 10 ωρών ως τις 5 ημέρες, προσηλώνουν το βλέμμα τους με μεγαλύτερη διάρκεια, όταν πρόκειται για οπτικούς στόχους με δομημένες μορφές (π.χ. πρόσωπο, συγκεντρικοί κύκλοι, τυπογραφικοί χαρακτήρες) παρά όταν πρόκειται για οπτικούς στόχους αποτελούμενους από ένα μοναδικό χρώμα. Ο M.Haith [...] μελετά τις στρατηγικές που χρησιμοποιεί το νεογέννητο για να εξερευνήσει οπτικά το αντικείμενο. Δείχνει ότι το νεογέννητο προσηλώνει το βλέμμα του στον περίγυρο των αντικειμένων, στα όρια που χωρίζουν δύο ζώνες διαφορετικών χρωμάτων. Αν του παρουσιάσουμε ένα τρίγωνο, εντοπίζει το βλέμμα του πάνω στις γωνίες του σχήματος. 'Ετσι, κατευθύνει το βλέμμα του προς τις περιοχές όπου υπάρχουν οι περισσότερες οπτικές πληροφορίες.

 

Νεότερα πειράματα δείχνουν ότι, αν και η αναγνώριση του προσώπου της μητέρας υπάρχει από την 4η μέρα της ζωής, φαίνεται να μην βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της [...].

 

Η πρώιμη αναγνώριση περιλαμβάνει την κατηγοριοποίηση των ερεθισμάτων σε πρόσωπα και μη πρόσωπα. Το βρέφος εστιάζει το βλέμμα του στη γραμμή διαχωρισμού προσώπου-μαλλιών και την εξωτερική περίμετρο του κεφαλιού. Γι' αυτό, πολλά βρέφη δείχνουν ενοχλημένα όταν η μητέρα αλλάξει ριζικά το χτένισμα της. Ανάμεσα στην ηλικία των 2-4 μηνών αρχίζουν να εστιάζουν το βλέμμα τους σε λεπτομέρειες του προσώπου και να αναγνωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μητέρας τους [...]. Το βρέφος διαθέτει επίσης ικανότητες που του επιτρέπουν την επεξεργασία σύνθετων ερεθισμάτων. Μπορεί να αναγνωρίσει την αντιστοιχία των ακουστικών σημείων του λόγου με την οπτική αναγνώριση των κινήσεων που παράγουν τον λόγο. Μπορεί, δηλαδή, να "διαβάσει τα χείλη" από την ηλικία των 4 μηνών [...].

 

Με τον ίδιο μηχανισμό, μπορεί να αναγνωρίσει την αντιστοιχία των αντικειμένων. Μερικές ημέρες μετά τη γέννηση τα βρέφη μπορούν να διαχωρίσουν μεταξύ τους 2 ή 3 αντικείμενα και στην ηλικία των 5 μηνών, 3 ή 4 αντικείμενα [...]. Στην ηλικία των 6-8 μηνών, μπορούν να βρουν τις αντιστοιχίες ανάμεσα σε μια ομάδα ηχητικών αντικειμένων και μια ομάδα οπτικών αντικειμένων [...].

 

AKOH

 

Αποδείχθηκε [...] ότι το έμβρυο από την 26η εβδομάδα της κύησης αντιδρά στα ηχητικά ερεθίσματα τα οποία φθάνουν σε αυτό, διαπερνώντας τα κοιλιακά τοιχώματα της μητέρας με τροποποίηση του καρδιακού του ρυθμού και της κινητικής του δραστηριότητας. Η μητέρα κατά τη διάρκεια αυτών των πειραμάτων φορούσε μια κάσκα που την εμπόδιζε να ακούει αυτή η ίδια. Επιπλέον το έμβρυο μπορεί να ξεχωρίσει ήχους διαφορετικής συχνότητας. Αν επαναλάβουμε τον ίδιο ήχο, οι απαντήσεις τείνουν να ελαττωθούν έως ότου πάψουν (εθισμός). 'Ενας ήχος διαφορετικής συχνότητας προκαλεί εκ νέου την εμφάνιση καρδιακών και κινητικών αντιδράσεων.

 

Το ενδομήτριο περιβάλλον δεν είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σιωπηλό (η ακουστική ένταση που προέρχεται από την μητέρα είναι της τάξης των 72 db). Είναι πιθανό ότι το έμβρυο είναι εκτεθειμένο στη φωνή της μητέρας του και σε ένα μικρότερο βαθμό στη φωνή του πατέρα του. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν το σύνολο των νεογνικών αντιδράσεων στην ανθρώπινη φωνή και συγκεκριμένα στη φωνή των γονιών του.

 

Πρόσφατα πειραματικά δεδομένα επιβεβαίωσαν ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 3 μηνών της ενδομήτριας ζωής, το έμβρυο απαντά ενεργητικά σε ακουστικά ερεθίσματα και μπορεί να διαχωρίσει τη μουσική, τον λόγο και άλλους ήχους [...]. Οι ήχοι προκαλούν αλλαγές των καρδιακών παλμών και της κινητικότητας του εμβρύου [...] τόσο εμφανείς που σήμερα πλέον η συγγενής κωφότητα μπορεί να διαγνωστεί κατά την εμβρυϊκή περίοδο [...].

 

'Οταν το νεογέννητο είναι σε μια κατάσταση ηρεμίας, η παρουσίαση ενός ήχου, π.χ. ένα κουδουνάκι αριστερά και δεξιά του μωρού προκαλεί πολύ συχνά κινήσεις προσανατολισμού. Το μωρό γυρνά τα μάτια και μερικές φορές και το κεφάλι προς την κατεύθυνση της ηχητικής πηγής.

 'Οταν το μωρό νυστάζει, ο ήχος προκαλεί το άνοιγμα των ματιών του. 'Οταν αντίθετα κλαίει, παρατηρήθηκε ότι μ' ένα συνεχή ήχο (250 κύκλοι ανά δευτερόλεπτο ή 85 db) μπορεί να σταματήσει το κλάμα και αυτό αποδεικνύεται το ίδιο αποτελεσματικό όσο μια ζαχαρωμένη πιπίλα [...].


Το νεογέννητο όχι μόνο μπορεί να ακούσει, αλλά έχει και ικανότητες διαχωρισμού των ηχητικών πηγών. Η ανθρώπινη φωνή προκαλεί ιδιαίτερες αντιδράσεις. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας της ζωής, η φωνή προκαλεί χαμόγελα συχνότερα από τα άλλα ηχητικά ερεθίσματα [...]. Κατά τη διάρκεια του θηλασμού, σταματά στιγμιαία όταν ακούει έναν καθαρό ήχο, ενώ αντίθετα, όταν ακούει ομιλίες, σταματά για περισσότερη ώρα, "σαν να περιμένει να ακούσει μια συμπληρωματική πληροφορία" [...]

 

Συχνά οι νέες μητέρες θεωρούν ότι το μωρό αναγνωρίζει τη φωνή από τις πρώτες μέρες της ζωής του, καθώς σταματά να κλαίει και γυρίζει το κεφάλι προς την κατεύθυνσή τους, όταν εκείνες μιλάνε. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώθηκε από την επιστημονική παρατήρηση.

 

Το μωρό είναι ευαίσθητο σε όλες τις συχνότητες του ήχου που καλύπτει η ανθρώπινη φωνή, αλλά εκδηλώνει μια προτίμηση για τους οξείς ήχους [...]. Ξυπνά έτσι πιο εύκολα και δίνει μεγαλύτερη προσοχή σε μια γυναικεία παρά σε μια αντρική φωνή [...]. Επίσης, το βρέφος από τις πρώτες μέρες της ζωής του φαίνεται να προσελκύεται από τα μελωδικά χαρακτηριστικά του λόγου [...]. O Kuhl [...] έδειξε ότι δεν είναι ούτε η σύνταξη, ούτε η σημασία των λόγων της μητέρας που τραβάει την προσοχή του βρέφους. Είναι κυρίως τα ρυθμικά χαρακτηριστικά της φωνής της που παίζουν τον ρόλο ακουστικού ερεθίσματος.

 

ΟΣΦΡΗΣΗ

 

Από την ηλικία των δύο ημερών, τα νεογέννητα έχουν οσφρητικές ικανότητες.

Ο A. Macfarlane [...] χρησιμοποίησε την ακόλουθη πειραματική μέθοδο: έβαζε, σε απόσταση μερικών εκατοστόμετρων από τη μύτη του νεογέννητου, από τη μια πλευρά ένα μπαμπάκι μουσκεμένο στη μυρωδιά του στήθους της μητέρας του, και από την άλλη πλευρά ένα μπαμπάκι μουσκεμένο στο στήθος μιας άλλης μητέρας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, κατά τρόπο στατιστικά σημαντικό, τα νεογέννητα, από την ηλικία των 6 ημερών, έστρεφαν για περισσότερο χρόνο το κεφάλι προς το μπαμπάκι το διαποτισμένο από τη μητρική μυρωδιά. Αυτά τα αποτελέσματα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι τα νεογέννητα έχουν οσφρητικές ικανότητες και ότι μπορούν να ξεχωρίσουν δύο μυρωδιές, έστω κι αν μοιάζουν μεταξύ τους. Από τις πρώτες μέρες της ζωής απαντούν με μια απόσυρση του κεφαλιού και μια χαρακτηριστική μιμική στις μυρωδιές που είναι εξίσου δυσάρεστες και για τους ενήλικες [...]. Αυτές οι μελέτες μας οδηγούν να υποθέσουμε ότι η όσφρηση διευκολύνει την αναζήτηση και τη λήψη του μητρικού στήθους. Μας κάνουν, επίσης, να σκεφτόμαστε ότι για το νεογέννητο τα οσφρητικά ερεθίσματα παίζουν σημαντικότερο ρόλο απ' ό,τι στο παιδί ή στον ενήλικα.

 

Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πόσο συχνά οι μητέρες λένε ότι αναγνωρίζουν οσφρητικά τα μωρά τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σε άλλες καταστάσεις της ζωής τους δεν δίνούν μεγάλη προσοχή στα οσφρητικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός τους.

 

ΓΕΥΣΗ

 

'Ηδη, κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής, αποδείχτηκε [...] ότι η ποσότητα του αμνιακού υγρού που καταπίνει το έμβρυο ποικίλλει σε σχέση με τη γεύση του υγρού, π.χ. αυξάνεται μετά την τεχνητή προσθήκη μιας σακχαρώδους ουσίας, ενώ ελαττώνεται με την προσθήκη μιας πικρής ουσίας. Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και μετά τη γέννηση. Οι Kobre και Lipsitt [...] μελέτησαν το πιπίλισμα (εκμύζηση) τριών ομάδων νεογέννητων που έπαιρναν αντίστοιχα: η πρώτη ένα σακχαρούχο διάλυμα (15% γλυκόζη διαλυμένη σε νερό), η δεύτερη σκέτο νερό και η τρίτη, εναλλακτικά, το σακχαρούχο διάλυμα και το νερό. Φάνηκε καθαρά ό,τι τα μωρά της τρίτης ομάδας κατάπιναν πιο ενεργητικά κάθε φορά που έπαιρναν το σακχαρούχο διάλυμα. Επιπλέον, όταν τα μωρά της τρίτης ομάδας έπαιρναν νερό (ανάμεσα στις λήψεις των σακχαρούχων διαλυμάτων), το "πιπίλισμα" ήταν λιγότερο έντονο απ' ό,τι στα μωρά της δεύτερης ομάδας που δεν έπαιρναν παρά μόνο νερό. Υπήρξε, άρα, κάποια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας τα μωρά της τρίτης ομάδας "έμαθαν" ότι η λήψη του νερού ακολουθούσε τη λήψη του σακχαρούχο διαλύματος.

 

Ο Steiner [...] περιγράφει το "γευστικό-προσωπικό αντανακλαστικό"(reflexe gusto-facial): από τις πρώτες μέρες της ζωής το νεογέννητο αντιδρά με μια μιμική του προσώπου στα εύχυμα ερεθίσματα. Αυτή η μιμική είναι παρούσα σε όλα τα μωρά και διαφορετική ανάλογα με την ποιότητα του ερεθίσματος. Δηλαδή η μιμική είναι διαφορετική ανάλογα με το ερέθισμα (αλατισμένο, γλυκό, ξινό ή πικρό), αλλά η ίδια, από το ένα άτομο στο άλλο, για το ίδιο ερέθισμα. Κατά τους συγγραφείς, πρόκειται για εγγενές χαρακτηριστικό, αντανακλαστικό, το κέντρο του οποίου βρίσκεται στο επίπεδο της γέφυρας του εγκεφάλου και δεν είναι ειδικό για τον άνθρωπο.

 

Ο M. Chiva [...] παρακολούθησε την εξέλιξη του αντανακλαστικού σε μια ομάδα 34 παιδιών, από τη γέννησή τους μέχρι την ηλικία του ενός έτους. Για μια πρώτη περίοδο, από τη γέννηση μέχρι περίπου τους έξι μήνες, το ερέθισμα, αν είναι αρκετά δυνατό, ώστε να γίνει αντιληπτό από το παιδί, προκαλεί τη μιμική. Η αντίδραση είναι καθαρή, σχεδόν μηχανική, χωρίς να είναι προσανατολισμένη, και δεν απευθύνεται σε κανένα. Στη δεύτερη περίοδο μετά τον έκτο μήνα, η απάντηση ελαττώνεται και διαφοροποιείται. Προκαλείται από μερικά ερεθίσματα και η μιμική γίνεται λιγότερο αυτοματική.

 Η ερμηνεία αυτής της αντανακλαστικής μιμικής γίνεται σε σχέση με το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η συμπεριφορά του περιβάλλοντος απέναντι στο παιδί διαφοροποιείται από την εμφάνιση αυτής της μιμικής, από την ένταση και την ποιότητά της. Μια νέα συγκινησιακή παράμετρος συμμετέχει στη λειτουργία της διατροφής. Το παιδί επενδύει στη μιμική και τη χρησιμοποιεί ως τρόπο επικοινωνίας. Είναι ένα από τα παραδείγματα, όπου το βιολογικό γίνεται τρόπος έκφρασης και εγγράφεται στη σφαίρα του ψυχικού.

 

ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΩΝΗΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ

 

Ο A. Grenier [...] δείχνει σε μια ταινία ένα νεογέννητο 10 ημερών ήρεμο, να κάνει απλές κινήσεις, να στρέφει το πρόσωπό του προς τον εξεταστή και να απλώνει τα χέρια του προς ένα αντικείμενο που του παρουσιάζεται. Οι ικανότητες μίμησης εμφανίζονται αρκετά νωρίς. Η μιμικήείχε απασχολήσει τον Piaget [...], ο οποίος όμως την τοποθετούσε σε μεταγενέστερα στάδια. Τη θεωρεί απαραίτητο στοιχείο για το πέρασμα από το αισθητικό-κινητικό στάδιο στο στάδιο της συμβολικής νοημοσύνης.

 

 

Αυτή η συμπεριφορά υποθέτει μια καταπληκτική ικανότητα ενσωμάτωσης μέσω της όρασης και της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας. Ο Zazzo [...] αφιέρωσε πολυάριθμες μελέτες στη μιμική του νεογέννητου. Υποστηρίζει ότι η μιμική τού να βγάζει τη γλώσσα παρουσιάζεται γύρω στη 15η μέρα της ζωής. Οι Meltzoff και Moore [...] μελετούν τα νεογέννητα των 2-3 εβδομάδων, τα οποία μιμούνται κινήσεις χεριών και γκριμάτσες, π.χ. εκείνες του ενήλικα που ανοίγει το στόμα και βγάζει τη γλώσσα.

 

Σ' αυτές τις κινητικο-αισθητηριακές δραστηριότητες προστίθεται η κραυγή, που έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το πλησίασμα με την μητέρα. O Bowlby  την τοποθετεί ανάμεσα στα πέντε μοντέλα της εγγενούς συμπεριφοράς της εξάρτησης που μπορούν να πυροδοτήσουν και να διευκολύνουν τη μητρική συμπεριφορά. 'Εχουν παρατηρηθεί διάφοροι τύποι κραυγών στις οποίες η μητέρα είναι ικανή να ξεχωρίσει και να απαντήσει με ειδικό τρόπο [...]. H κραυγή του πόνου προκαλεί μια άμεση απάντηση εκ μέρους της μητέρας που τρέχει να βοηθήσει το παιδί χωρίς καθυστέρηση [...]. Η κραυγή της πείνας κατά την περίοδο του θηλασμού προκαλεί μια αύξηση της επιδερμικής θερμοκρασίας στο επίπεδο του στήθους στις μητέρες που μόλις έχουν γεννήσει [...]. Μια μητέρα που είναι σε επαφή με το παιδί της μαθαίνει να αναγνωρίζει τη σημασία της κραυγής του μέσα σε 48 ώρες [...].

 

Παρατηρούμε, λοιπόν ότι σχεδόν από τη γέννηση του το μωρό αντιδρά σ' όλα τα αισθητηριακά ερεθίσματα -ακουστικά, οπτικά, γευστικά, οσφρητικά- που προέρχονται από το περιβάλλον του.  Αλλά για να αποκτήσουν σημασία όλες αυτές οι αισθητηριακές ικανότητες πρέπει να αναφέρονται σε μια συναισθηματική σχέση. Το πρόσωπο που συνήθως παρέχει αυτά τα ερεθίσματα είναι η μητέρα. Εγκαθίσταται έτσι η επικοινωνία μητέρας και παιδιού που απαιτεί αμοιβαιότητα και συναισθηματική αντιστοιχία. Σε επόμενο κεφάλαιο, μελετάμε τις πρώιμες σχέσεις αλληλεπίδρασης μητέρας-παιδιού.

 

ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

 

'Ενα μωρό 2-3 εβδομάδων αντιδρά διαφορετικά, με το αν παρουσιάζεται μπροστά του ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, η μητέρα του ή ένας άγνωστος ενήλικας [...]. 'Οταν πρόκειται για ένα αντικείμενο, τα μάτια του μωρού είναι ορθάνοιχτα, το πρόσωπό του είναι σοβαρό, το στόμα του τα χέρια του κα τα πόδια του προσανατολίζονται προς το αντικείμενο. Τις περιόδους ακινησίας, κατά τη διάρκεια των οποίων η προσοχή του είναι στραμμένη προς το αντικείμενο, διαδέχονται σύντομες στιγμές που χαρακτηρίζονται από φωνούλες και διακεκομμένες κινήσεις προς την κατεύθυνση του. Αυτή την κατάστασης έντονης προσοχής ακολουθεί μια ξαφνική αποστροφή του βλέμματος.

 

Απέναντι στη μητέρα, αντίθετα, η συμπεριφορά του μωρού είναι κυκλική, με κανονικές κινήσεις. Κοιτά προσεχτικά το πρόσωπό της, στη συνέχεια την αποφεύγει, κλείνοντας τα μάτια ή γυρνώντας ελαφρά προς μια άλλη κατεύθυνση, πριν ξαναρχίσει τις αναζητήσεις του και αποσυρθεί και πάλι. Η αλληλεπίδραση ακολουθεί κατ' αυτό τον τρόπο κύκλους (4 ανά λεπτό), όπου η προσοχή και απόσυρση εναλλάσσονται, ανάλογα με την ανάγκη του μωρού να διατηρήσει τον έλεγχο των ερεθισμάτων που δέχεται. Το σύστημα αυτό αντιστοιχεί σε ένα ομοιοστατικό μοντέλο, προσαρμοσμένο στον ελλιπή βαθμό ωρίμανσής του. Η αλληλεπίδραση μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν η μητέρα, βασισμένη στην ευαισθησία της, μπορέσει να ακολουθήσει τον ρυθμό του νεογέννητου με μια αντίστοιχη εναλλαγή φάσεων επικοινωνίας και απόσυρσης.

 

Οι δύο τρόποι λειτουργίας του μωρού μαρτυρούν την εκπληκτική ικανότητα του να αυτορυθμίζει την αλληλεπίδραση κατά τον πιο οικονομικό τρόπο. Η περιορισμένη ποσότητα πληροφοριών που παρέχεται σε ένα αντικείμενο γίνεται αντιληπτή κατά τη διάρκεια μιας σύντομης, συνεχούς και έντονης εξερεύνησης. Αντίθετα, η πλουσιότητα των κοινωνικών επαφών δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το μωρό παρά με ένα τρόπο κυκλικό που περιλαμβάνει φάσεις ηρεμίας [...].

 

Ως προς τη συμπεριφορά του μωρού απέναντι σε έναν αδιάφορο ενήλικα, ο Brazelton δοκίμασε να ζητήσει από τη μητέρα να παραμείνει αδιάφορη στη συμπεριφορά του μωρού της, κοιτώντας το με μια ατάραχη έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, μετά από πολλές προσπάθειες που έχουν σαν σκοπό να προκαλέσουν τις συνηθισμένες μητρικές απαντήσεις, το νεογέννητο φαίνεται όλο και περισσότερο ανήσυχο, γυρνά το κεφάλι του και κοιτά τα χέρια του, τα στριφογυρνά μπροστά στα μάτια του, με μια συμπεριφορά που θυμίζει τα αυτιστικά παιδιά.

 

Είναι σκόπιμο ο αναγνώστης να παραλληλίσει τα δεδομένα αυτά με τις μελέτες του R. Spitz, τις σχετικές με την αντίδραση του μωρού στο ανθρώπινο πρόσωπο, όπως θα τις δούμε σε επόμενες σελίδες...