ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

 

Εισαγωγική προσέγγιση

 

Η μελέτη της ανάπτυξης του παιδιού μπορεί να διαιρεθεί σε επιμέρους ενότητες, όπως σωματική, (ψυχο)κινητική ανάπτυξη, ψυχοσυναισθηματική, ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη, κοινωνική, γνωσιακή, δηλαδή ανάπτυξη της γλώσσας και των επιμέρους δεξιοτήτων ή λειτουργιών που συνδέονται με αυτή (όπως για παράδειγμα η ικανότητα του γραπτού λόγου). Η υποδιαίρεση αυτή είναι σχηματική και χρήσιμη μόνο για διδακτικούς ή ερευνητικούς λόγους, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την υποδιαίρεση της ανάπτυξης σε στάδια. Στην πραγματικότητα οι διάφοροι τομείς της βρίσκονται σε στενή συνάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ τους, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον, ενώ τα στάδιά της αποτελούν εν πολλοίς σχηματοποιήσεις που απλουστεύουν μια σύνθετη εξελικτική πορεία. Τόσο οι διάφοροι τομείς της ανάπτυξης όσο και τα στάδιά της, συχνά επικαλύπτονται κατά τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού. Για τον λόγο αυτό είναι χρήσιμο να την αντιλαμβανόμαστε ως δυναμική εξέλιξη, την οποία καλό είναι να μην υποτάσσουμε σε άκαμπτα σχήματα επικράτησης των μέσων όρων, αφού η ανάπτυξη των παιδιών παρουσιάζει εκπλήξεις, άλματα και πισωγυρίσματα, και βρίσκεται σε στενή δυναμική συνάρτηση με το περιβάλλον και την οικογενειακή ιστορία.

 

Για τον λόγο αυτό, μόνο για διδακτικούς λόγους θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ανάπτυξη της γλώσσας στο παιδί ως ένα απόλυτα αυτόνομο πεδίο -παρόλο που η γλωσσική ανάπτυξη δείχνει εκ πρώτης όψεως να υπακούει σε μια δική της αυτόνομη λογική. Η επαλήθευση της παραπάνω θέσης μπορεί να γίνει μέσα από την άμεση παρατήρηση, αλλά και από την κλινική-θεραπευτική προσέγγιση περιπτώσεων όπου εμφανίζονται διαταραχές του λόγου και της ομιλίας στο παιδί.

 

Οι πρόσφατες επιστημονικές έρευνες σχετικά με τις πρώιμες ικανότητες του βρέφους, καθώς και την ενεργητική συμμετοχή του στις πρώιμες αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον του ήδη από την πρώτη στιγμή της γέννησης ή ακόμη και πριν από αυτή (ένα έμβρυο από τον 6ο μήνα της κύησης δείχνει να έχει αναπτύξει αισθητηριακές ικανότητες καθώς και δυνατότητες διαφοροποιήσεων, π.χ. όσον αφορά την αναγνώριση της φωνής της μητέρας), οδηγούν σε βάσιμες υποθέσεις για τη σημασία μιας περιόδου της ζωής που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν προϊστορία άνευ αξίας (Cramer & Brazelton 1991). Συγχρόνως η μελέτη (μέσω κυρίως των ψυχοθεραπειών βρέφους-μητέρας ) του φαντασιωσικού κόσμου των γονιών, των ασυνείδητων πολλές φορές σεναρίων που προϋπάρχουν της γέννησης και συνοδεύουν ένα παιδί μετά από αυτή, αναδεικνύει πόσο μεγάλη σημασία έχει για την ψυχική ανάπτυξή του η "εμβάπτισή" του σε ένα λουτρό συναισθημάτων, προσδοκιών και διαψεύσεων, καθώς και η συμβολική εγγραφή του σε μια ιστορία, δηλαδή το ταίριασμα ενός παιδιού που φτάνει στον κόσμο με ένα ένταλμα που διατρέχει τις γενεές (Lebovici 1998).

 

'Ενα δεύτερο σημαντικό πεδίο έρευνας αφορά τις έννοιες του παιχνιδιού, της δημιουργικότητας και της ευχαρίστησης. Είναι πλέον γνωστό ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αυτό τον πλούσιο συναισθηματικά κόσμο των πρώτων αλληλεπιδράσεων απλώς ως ένα σύνολο μηχανικών δραστηριοτήτων, απογυμνωμένων από τη δημιουργικότητα που φέρνει μέσα του το παιχνίδι, ούτε εξάλλου ως μια μηχανιστική πραγμάτωση ενός έμφυτου βιολογικού δυναμικού. Η ανάπτυξη της γλώσσας εντάσσεται εξαρχής στον κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων και αποτελεί μεταξύ άλλων μια ψυχική επένδυση ήδη από το ξεκίνημα της ζωής -με την έννοια ότι το παιδί βρίσκει ευχαρίστηση σε αυτή τη δραστηριότητα-, καθώς και μια κομβική διάσταση της ίδιας της σωματοψυχικής ανάπτυξης (ένα κρίσιμο σταυροδρόμι μεταξύ του σωματικού και του ψυχικού "εξοπλισμού", της σχέσης με τους άλλους και της ύπαρξης μέσω των άλλων).

 

Μας είναι συχνά πολύ δύσκολο να φανταστούμε τη σύνθετη διαπλοκή της ανάπτυξης και μιας σειράς παραγόντων που συντίθενται από την οικογενειακή ιστορία που διατρέχει πολλές γενιές, από τις συγκυρίες της ζωής που σημαδεύουν την έλευση ενός παιδιού στον κόσμο και το συνοδεύουν στην αρχή της ζωής του ή και αργότερα, από ιατρικά συμβάντα του πρώτου χρόνου της ζωής, από το ταμπεραμέντο του παιδιού κ.ο.κ. 'Οπως και μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε την άρθρωση μεταξύ του σωματικού, του ψυχικού και του κοινωνικού στοιχείου που δομεί σταδιακά ένα σύνθετο εαυτό, που χαρακτηρίζεται κυρίως από την ιδιαίτερη ατομικότητα και υποκειμενικότητά του, που τον κάνουν άνθρωπο και τον διαφοροποιούν από τους άλλους ανθρώπους. Είναι σαν να βρισκόμαστε εμείς οι ενήλικοι, ακόμη και όταν είμαστε επιστήμονες, στη θέση ενός μικρού παιδιού που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Πρέπει τότε και εμείς οι ενήλικοι, σαν να ήμασταν μικρά παιδιά, να αναπαραστήσουμε κάποια πράγματα σε βάρος άλλων πραγμάτων, να αγνοήσουμε κάποια πράγματα για να μάθουμε κάποια άλλα (Bruner 2000). Με τον τρόπο αυτό παράγουμε πολλές από τις θεωρίες μας για τον κόσμο και για την ανάπτυξη του παιδιού, αγνοώντας μια διάσταση για να μελετήσουμε κάποια άλλη. Αν όμως τελικά δεν είμαστε ικανοί να αναγνωρίσουμε μια μορφή "τύφλωσης" σχετικά με ορισμένους τομείς της γνώσης ως αναγκαίο πέρασμα προς τη γνώση, κινδυνεύουμε να παράγουμε στεγανές και στεγνές θεωρίες ενός απλοϊκού αναγωγισμού, περιγράφοντας την ανάπτυξη κάτω από ένα μονοδιάστατο πρίσμα ("όλα εδράζονται στον εγκέφαλο", "όλα ξεκινούν από την αδυναμία κατάκτησης μιας συμβολικής τάξης", "για όλα φταίνε οι γονείς" κ.ο.κ.), αδυνατώντας δηλαδή να φανταστούμε τον κόσμο, καθώς μας κατακυριεύει η επείγουσα και αγωνιώδης ανάγκη μιας "ρεαλιστικής" περιγραφής του που θα ήταν εξαντλητική και τελειωτική (αν όχι τελική, με την έννοια της τελικής λύσης). Για τον λόγο αυτό πολλές από τις περιγραφές της ανάπτυξης του παιδιού ξεχνούν, αγνοούν ή και περιφρονούν τον μεταφορικό λόγο, καθώς είναι "συμβιωτικά" προσκολλημένες στον ρεαλισμό και την κυριολεξία της μητέρας-επιστημονικής θεωρίας, αδυνατώντας να αποσπαστούν, να απομακρυνθούν, δηλαδή να μεταφερθούν και αλλού: σε ένα άλλο σημείο θέασης, σε ένα άλλο επίπεδο. Βρίσκονται έτσι λοιπόν σε μια θέση που μας θυμίζει ξανά το παιδί: φέρονται και αυτές όπως τα νεογέννητα, αδυνατούν να κινηθούν μόνες τους. Μόνο που τα βρέφη γίνονται παιδιά που αρχίζουν σιγά σιγά και μεταφέρονται μόνα τους, όχι μόνο με τα πόδια τους, αλλά εξίσου και με τη φαντασία τους και τη γλώσσα τους: εξερευνώντας τον χώρο αλλά και τη γλώσσα, παίζοντας μαζί τους.


2. Βασικά σημεία αναφοράς ως προς την ανάπτυξη
 

Η ανάπτυξη αποτελεί μια περιπετειώδη πορεία από την απόλυτη εξάρτηση στην αυτονομία, από τη συγχωνευτική σχέση με τη μητέρα στη διαφοροποίηση. Η μεγάλη περίοδος εξάρτησης του παιδιού από το περιβάλλον του (σε αντίθεση με τα ζώα) ψυχικοποιεί τις σχέσεις του και διαφοροποιεί ριζικά την έννοια του ενστίκτου στον άνθρωπο και στα ζώα. Παρόλο που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στον άνθρωπο έμφυτες συμπεριφορές δεσίματος ή προσκόλλησης στη μητέρα (ή το υποκατάστατό της), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη δομική -για τη σύσταση του ανθρώπινου ψυχισμού- διαφοροποίηση μεταξύ της ικανοποίησης μιας βιολογικής ανάγκης και της ευχαρίστησης που απορρέει από αυτήν. Π.χ. η τροφή, που εκπληρώνει καταρχήν βιολογικές ανάγκες, συνοδεύεται συγχρόνως από μια ευχαρίστηση που είναι ανεξάρτητη από αυτές.

 

Στον πρώτο χρόνο της ζωής το βρέφος είναι ένα ον σε πλήρη σχεδόν εξάρτηση από το περιβάλλον του, ένα ον που φέρεται και "κρατιέται" από το περιβάλλον του, το οποίο όμως ήδη αποτελεί ένα δραστήριο συμμέτοχο στην αλληλεπίδραση με τους γύρω του. Η εμφάνιση του χαμόγελου (2ος-3ος μήνας), όσο και αν αποτελεί ένα έμφυτο αντανακλαστικό, εντάσσεται αμέσως στην αλληλεπίδραση και την ενεργοποιεί σημαντικά. Την ίδια περίοδο οι γονείς αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τις διαφοροποιήσεις του κλάματος του βρέφους (ευχαρίστηση, πείνα, δίψα, κρύο κλπ.). Στη συνέχεια το βρέφος, μέσα σε ένα αίσθημα μεγάλης ικανοποίησης, δείχνει να εξερευνά τις φωνητικές του δυνατότητες ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλά ο περίγυρός του. Σταδιακά θα ελαττώσει αυτό τον φωνητικό πλούτο στα φωνήματα που κυριαρχούν στη μητρική του γλώσσα. Την εποχή που θα εμφανιστεί ο φόβος των ξένων (άγχος του 6ου - 8ου μήνα), το βρέφος μπορεί και κάθεται, φέρνει το πόδι του στο στόμα, κινεί το χέρι του προς ένα αντικείμενο, το συλλαμβάνει και συγχρόνως διορθώνει, χάρη στην όραση, τη θέση του χεριού του ως προς το αντικείμενο. Συγχρόνως μπορούμε να υποθέσουμε ότι το βρέφος αναγνωρίζει τη μητέρα του ως ένα ξεχωριστό και σημαντικό πρόσωπο καθώς και τη σημασία της σχέσης μαζί της, άρα ότι αρχίζει να αναγνωρίζει και τον εαυτό του με ξεχωριστό τρόπο. Το βρέφος τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί την απώλεια της συμβιωτικής κατάστασης με το πρωταρχικό αντικείμενο της σχέσης του, δηλαδή τη μητέρα -αυτό που σύμφωνα με την ψυχανάλυση ονομάζεται πένθος, όρος που δηλώνει μια βασική ψυχική διεργασία-, και καταλαβαίνει ότι η ζωτική αυτή σχέση υπάρχει με ένα διαφορετικό άλλον, με τον οποίο αποκαθιστούμε γέφυρες επικοινωνίας (καταλαβαίνει δηλαδή ότι η επικοινωνία χρησιμεύει σε κάτι). Η συναισθηματική-συγκινησιακή εναρμόνιση μητέρας-βρέφους μέσα σε μια ατμόσφαιρα παιχνιδιού, αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα πατήσει η προλεκτική αλλά και η λεκτική επικοινωνία αργότερα. Σημαντική στιγμή αποτελεί η εμφάνιση του αντικειμένου κοινής, μοιρασμένης προσοχής προς το τέλος του πρώτου χρόνου: το παιδί δείχνει ένα αντικείμενο και ζητά συγχρόνως την προσοχή του ενηλίκου ως προς το αντικείμενο αυτό. Παιδί και μητέρα παύουν πια να βρίσκονται αντικριστά, πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά κοιτούν μαζί ένα αντικείμενο το οποίο συνήθως η μητέρα ονομάζει. Η μητέρα και το παιδί αρχίζουν να βρίσκονται μαζί, μ' ένα διαφορετικό τρόπο πια, χάρη στη γλώσσα.

 

Γύρω στους 12 μήνες το παιδί λέει την πρώτη του λέξη. Την ίδια εποχή μπορεί να σταθεί όρθιο, να αρχίσει να περπατά και στη συνέχεια να τρέχει, παίζοντας πια με το σώμα του με ένα διαφορετικό τρόπο. Διατρέχει συγχρόνως το στάδιο του καθρέφτη, που του επιτρέπει να φανταστεί τη σωματική του ενότητα χάρη στην ταύτιση με την εικόνα του. Η κίνηση αυτονόμησης και ελέγχου του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, που εμπεριέχεται δυναμικά σε αυτή τη διαδικασία, ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του όχι τον 18ο μήνα της ζωής του, με τη δυνατότητα ελέγχου των σφιγκτήρων του την ίδια εποχή (18ος-22ος μήνας), με τη δημιουργία της πρώτης φράσης στα δύο του χρόνια, με την εμφάνιση του ναι και της αντωνυμίας εγώ στα δυόμισι με τρία χρόνια. Το παιδί κινείται πια στον λόγο, όπως κινείται στο περπάτημα: αρχικά συγκρατημένα, διστακτικά, ψάχνοντας στηρίγματα, και στη συνέχεια γρήγορα, ασυγκράτητα, ορμητικά. Σκοντάφτει, συγκρούεται και πέφτει συχνά ή κατά τα τρία του χρόνια αρχίζει να τραυλίζει, καθώς κατακλύζεται από τη γλώσσα (αλλά και από το άγχος να μιλήσει). Δοκιμάζει τις αποστάσεις: αρχικά χωρίς να χάνει από τα μάτια του τη μητέρα του, στη συνέχεια κατακτώντας την απομάκρυνσή του από αυτή. Συγχρόνως κατακτά την απομάκρυνση που προσφέρει η γλώσσα με την εγκατάσταση ενός εαυτού-αφηγητή: μπορεί να αρχίσει να διηγείται εξωτερικά γεγονότα αλλά και εσωτερικές του ψυχικές συγκινήσεις, μπορεί να πει για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό του -αλλά και μπορεί να τα κρατήσει μέσα του. 'Οπως μπορεί και αλλάζει θέση στον χώρο, όπως μπορεί και "παίζει" με τους σφιγκτήρες του (διαδικασίες αφόδευσης) ώστε να νιώθει ο εαυτός του απέναντι στους άλλους, όπως μπορεί να παίζει με τα συναισθήματά του στο παιχνίδι του, έτσι μπορεί και να μιλά, να σκέφτεται και να ονειρεύεται ή να φαντάζεται: αλλάζοντας θέσεις μέσα στον ψυχικό του χώρο, παίρνοντας πότε τη θέση του εαυτού του και πότε τη θέση του άλλου, όπως συμβαίνει με το υποκείμενο και το αντικείμενο που στρέφονται γύρω από το ρήμα (Cohen-Solal & Golse 1999).