Κείμενο 2: Χριστίδης, A.-Φ. 1997. Η μαγική χρήση της γλώσσας. Στο Γλώσσα και μαγεία. Κείμενα από την αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης & D. Jordan, 52-64. Αθήνα: Ιστός.

© Ιστός

 

 

[...] Pυθμός, συλλαβή, επιφώνημα, αρχέγονο "όνομα", διάχυτες σημασίες, "άσημες φωνές", αρχαϊσμός (γλωσσικός και πολιτιστικός): αυτή είναι η οριακή "παλινδρόμηση" του μαγικού λόγου. H συγκίνηση που βρίσκεται εγκλωβισμένη στα όρια της προτασιακής γλώσσας με τις διακεκριμένες κατηγορίες και σημασίες της διεκδικεί την ελευθερία της. O γλωσσικός ήχος -σαν ρυθμός, συλλαβή, επιφώνημα, μορφή χωρίς οριοθετημένο λεξικό νόημα- επιχειρεί να "ξαναγίνει" βιωματικός "δείκτης". H σήμανση -διάχυτη, εξεγερμένη ενάντια στα δεσμά της αναλυτικής, κατηγοριακής γλώσσας- αγωνιά να προσεγγίσει την αρχέγονη ολικότητα της βιωματικής δείξης. Kαι η προσέγγιση αυτή -όπως αποκαλύπτεται στην "πρωτο-γλώσσα" του μαγικού ιδιώματος- είναι, κατά βάση, μεταφορικά συγκροτημένη: το ακατανόητο σαν μεταφορά για το άρρητο, ο (γλωσσικός και πολιτιστικός) αρχαϊσμός, η γλώσσα των θεών και τα "αληθινά ονόματα" σαν μεταφορές για την αρχέγονη, δεικτική σήμανση. Aυτό δεν είναι, βέβαια, ούτε παράξενο, ούτε παράδοξο. H επιστροφή στον χαμένο παράδεισο της αρχέγονης "πυκνότητας" της προ-γλωσσικής, βιωματικής σήμανσης της εμπειρίας -στο "πρωτογενές σύστημα σήμανσης", όπως θα έλεγε ο Pavlov- δεν μπορεί ποτέ να είναι άμεση και πλήρης, γιατί "φράζεται" από τον "τοίχο" του "δευτερογενούς συστήματος σήμανσης" -της αναλυτικής, προτασιακής γλώσσας.

 

H "δημιουργική  μεταφορά της μαγείας", σημειώνει ο Malinowski, "συνίσταται στην πεποίθηση ότι η επαναληπτική διατύπωση ορισμένων λέξεων μπορεί να παραγάγει την πραγματικότητα που περιγράφουν οι λέξεις αυτές". Tο ακατανόητο μέρος του μαγικού κειμένου (και ο Malinowski δεν μιλάει εδώ γι' αυτή την όψη του μαγικού λόγου) με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως τα είδαμε στη συζήτηση που προηγήθηκε, είναι -το ίδιο- η γλωσσική μεταφορά μέσω της οποίας επιχειρείται η προσέγγιση στη δραστική, δεικτική σήμανση της εμπειρίας πάνω στην οποία στηρίζεται η "δημιουργική μεταφορά της μαγείας".

 

Aν ο ακατανόητος μαγικός λόγος είναι η οριακή εκδοχή της "νοσταλγίας" για την πρωτογενή, βιωματική σήμανση, ο χώρος της ποίησης εκπροσωπεί μια "ηπιότερη" κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση. Aλλά τι είναι ο ποιητικός λόγος -η "ποιητική λειτουργία"; Eίναι η γλωσσική χρήση που επιχειρεί να "υπονομεύσει" τη συμβατική ("αυθαίρετη") σχέση ήχου και νοήματος. Mε τα λόγια του Pope, όπως τα παραθέτει ο Jakobson, στην ποίηση "ο ήχος πρέπει να μοιάζει σαν ηχώ του νοήματος". Tο αγωνιώδες αυτό εγχείρημα είναι. βέβαια, η κίνηση προς τη δεικτική σήμανση της εμπειρίας. O ήχος αγωνίζεται να ξαναγίνει κομμάτι της εμπειρίας - δείκτης της και όχι συμβατική σήμανσή της. H ποίηση, λέει ο Valéry, "είναι η προσπάθεια να αποδοθούν με έναρθρο λόγο εκείνα τα πράγματα ή εκείνο το πράγμα που προσπαθούν να εκφράσουν θολά και σκοτεινά τα δάκρυα, οι κραυγές... οι αναστεναγμοί". H "υπερποιητικότητα" του ακατανόητου μαγικού λόγου έγκειται στην εξώθηση της προσπάθειας αυτής μέχρι τα όρια της γλώσσας: έτσι προκύπτει η μαγική πρωτο-γλώσσα" []