Κείμενο 9: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Λονδίνο: André Deutsch, σελ. 13.
© André Deutsch

[...] Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως το ουσιώδες κριτήριο είναι αυτό της αμοιβαίας κατανοησιμότητας: οι διάλεκτοι είναι διαφορετικές αλλά αμοιβαία κατανοητές μορφές ομιλίας. 'Ετσι, αν δυο ομιλητές μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, παρά την ύπαρξη κάποιων παρατηρήσιμων διαφορών στην ομιλία τους, θεωρούνται πως χρησιμοποιούν διαφορετικές διαλέκτους· αν δυο ομιλητές δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Σε πρώτη ματιά, αυτό φαίνεται να απηχεί τη διάκριση που ενστικτωδώς νιώθουμε ανάμεσα σε διάλεκτο και γλώσσα: ένας Geordie, ένας Κόκνεϊ και ένας από την Κορνουάλη προφανώς μιλούν διαφορετικά, αλλά μπορούν να καταλάβουν στο μεγαλύτερο μέρος ο ένας τον άλλο, άρα λέμε ότι μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας· αλλά ένας 'Αγγλος και ένας Γερμανός δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, άρα λέμε ότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. 'Ενας Βρετανός και ένας Αμερικανός μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, άρα λέμε ότι μιλούν και οι δύο αγγλικά, κ.ο.κ.

Αλλά υπάρχουν δυσκολίες με αυτό το κριτήριο. Το ζήτημα της αμοιβαίας κατανοησιμότητας δεν είναι της μορφής "όλα ή τίποτα": υπάρχουν βαθμοί κατανόησης ανάμεσα σε ομιλητές. Κάποιος από το Λάνκαστερ και κάποιος από το Γιόρκσαϊρ ίσως να μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον σε μεγάλο βαθμό, ενώ ένας Geordie και ένας από την Κορνουάλη ίσως κάποιες στιγμές να αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ακόμα, η κατανοησιμότητα μπορεί να μην είναι η ίδια προς κάθε κατεύθυνση: ένας Geordie μπορεί ίσως να καταλαβαίνει τέλεια έναν ομιλητή της πρότυπης αγγλικής, ενώ ο τελευταίος μπορεί συχνά να έχει πρόβλημα να παρακολουθεί τον πρώτο [...].

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου