α. Κείμενο 17: Chambers, J. K. & P. Trudgill. 1984-5. Διάλεκτος και γλώσσα. Μτφρ. A. Σακελλαρίου. Γλώσσα 7:52-61, σελ. 59-61.
©
Γλώσσα

Αυτονομία και ετερονομία

Η έννοια της ετερονομίας θα μας φανεί χρήσιμη κατά τη σύγκριση των όρων "γλώσσα" και "διαλεκτικό συνεχές". Ετερονομία είναι απλώς το αντίθετο της αυτονομίας, κι έτσι σχετίζεται περισσότερο με την εξάρτηση παρά με την ανεξαρτησία. Λέμε, π.χ., ότι κάποιες παραλλαγές των δυτικών γερμανικών διαλέκτων ανήκουν στην ολλανδική, ενώ άλλες παραλλαγές ανήκουν στη γερμανική εξαιτίας των σχέσεων αυτών των διαλέκτων προς τις αντίστοιχες επίσημες γλώσσες. Οι ολλανδικές διάλεκτοι είναι ετερόνομες σε σχέση με την τυπική ολλανδική και οι γερμανικές διάλεκτοι σε σχέση με την τυπική γερμανική. Αυτό σημαίνει απλώς ότι, όσοι μιλούν ολλανδικές διαλέκτους, πιστεύουν ότι μιλούν ολλανδικά, ότι διαβάζουν και γράφουν ολλανδικά, ότι όποια μεταβολή των διαλέκτων τους και τυποποίηση θα κατευθύνεται προς τα ολλανδικά και πως γενικά θεωρούν τα ολλανδικά ως τυπική γλώσσα που εκ φύσεως αντιστοιχεί στις ιδιωματικές τους παραλλαγές. Το σχ. 1 αποτελεί προσπάθεια να παραστήσουμε με διάγραμμα πώς οι υπερκείμενες αυτόνομες παραλλαγές, η τυπική ολλανδική και η τυπική γερμανική, επιβλήθηκαν πάνω στο διαλεκτικό συνεχές.

Εφόσον η ετερονομία και η αυτονομία οφείλονται σε παράγοντες πολιτικούς και μορφωτικούς κυρίως παρά καθαρά γλωσσολογικούς, υπόκεινται σε μεταβολή. Χρήσιμο σχετικό παράδειγμα μας προσφέρει η ιστορία της σημερινής νότιας Σουηδίας. Μέχρι το 1658 αυτή η περιοχή αποτελούσε τμήμα της Δανίας [...], και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν σ' αυτό το τμήμα του σκανδιναβικού διαλεκτικού συνεχούς θεωρούνταν δανικές διάλεκτοι. Οι Σουηδοί όμως με πόλεμο κατέκτησαν αυτό το τμήμα και λέγεται ότι σε σαράντα όλα κι όλα χρόνια, ή περίπου τόσα, οι ίδιες αυτές διάλεκτοι αναγνωρίστηκαν, κατά την κοινή παραδοχή της εποχής, σουηδικές διάλεκτοι. Βέβαια οι διάλεκτοι καθαυτές δεν άλλαξαν καθόλου από γλωσσολογική άποψη. Μα κατέληξαν ετερόνομες σε σχέση πια με την τυπική σουηδική και όχι με την τυπική δανική (βλ. σχ. 2).

Μπορούμε λοιπόν τώρα να προεκτείνουμε λίγο την προηγούμενη συζήτηση μας τη σχετική με τον όρο "γλώσσα". Φαίνεται πως κανονικά χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, όταν μιλάμε για παραλλαγή αυτόνομη και ταυτόχρονα για όλες τις παραλλαγές που εξαρτώνται απ' αυτήν. Και ακριβώς όπως η κατεύθυνση της εξάρτησης (ετερονομίας) μπορεί να αλλάξει (π.χ. από δανική σε σουηδική), έτσι και πρώην ετερόνομες παραλλαγές μπορούν να αποκτήσουν αυτονομία (και αυτό συχνά οφείλεται σε πολιτικές εξελίξεις) και "νέες" γλώσσες να αναπτυχθούν. (Οι γλωσσικές μορφές δεν θα είναι βέβαια νέες, απλώς νέος θα είναι ο χαρακτηρισμός των ως ανεξάρτητων γλωσσών). Μέχρι τις αρχές του 19ου αι., π.χ., επίσημη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στη Νορβηγία ήταν ουσιαστικά η δανική και μόνο με την αναγέννηση της Νορβηγίας ως ανεξάρτητου έθνους αναπτύχθηκε η τυπική νορβηγική ως γλώσσα ξεχωριστή, αυτόνομη. Παρόμοια, ό,τι σήμερα αποκαλούμε "νοτιοαφρικανικά" άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητη γλώσσα (και απέκτησαν όνομα και ορθογραφία και τυποποιημένη γραμματική δική τους) μόνο στη δεκαετία του 1920. Ως τότε τα θεωρούσαν μορφή της ολλανδικής.

Σε άλλες περιπτώσεις, η πολιτική διαίρεση μπορεί να οδηγήσει όχι σε αυτονομία, αλλά σε ημι-αυτονομία (όπως στην περίπτωση των γερμανόφωνων Ελβετών) ή σε ένα είδος διπλής ή πολλαπλής αυτονομήσεως. Τα βορειοαμερικανικά αγγλικά, π.χ., συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ως κανόνα τους τα βρετανικά αγγλικά, αλλά τώρα η τυπική αυτόνομη αγγλική παραλλαγή παρουσιάζεται με περισσότερες μορφές, ως βρετανικά, αμερικανικά και καναδικά αγγλικά, που και τα τρία τους, θεωρούνται εξίσου νόμιμα.

Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τα γαλλικά του Καναδά, που ακόμα και τώρα έχουν ως κανόνα τους τα ευρωπαϊκά γαλλικά (με το παράδοξο αποτέλεσμα οι αγγλόφωνοι Καναδοί να διδάσκονται ακόμα τα ευρωπαϊκά γαλλικά και όχι τα καναδικά γαλλικά -σαν οι μεξικανικής καταγωγής Αμερικανοί να διδάσκονταν τα βρετανικά και όχι τα αμερικανικά αγγλικά). Και η ιαμαϊκανή κρεολή είναι ακόμη σε σημαντική έκταση ετερόνομη σε σχέση με τα τυπικά αγγλικά. 'Εχει ειπωθεί πως "γλώσσα είναι η διάλεκτος που συνοδεύεται από στρατό και στόλο". Υπάρχει σε αυτή την άποψη σημαντικό ποσό αλήθειας, που τονίζει τους πολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από τη γλωσσική αυτονομία. Η περίπτωση όμως της Ιαμαϊκής δείχνει ότι αυτή δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. 'Ισως θα έρθει εποχή που η ιαμαϊκανή κρεολή θα αποκτήσει πλήρη αυτονομία, όπως τα νορβηγικά, ή θα υπάρξει πολλαπλή αυτονόμηση, όπως συνέβη με τα αμερικανικά αγγλικά. Βεβαίως υπάρχουν εκπαιδευτικοί λόγοι που δείχνουν ότι θα ήταν επιθυμητή μια τέτοια εξέλιξη στην Ιαμαϊκή.

Είναι επίσης πιθανό να χαθεί η αυτονομία και κάποιες παραλλαγές πρώην ανεξάρτητες να καταντήσουν ετερόνομες σε σχέση με άλλες παραλλαγές. Αυτό ακριβώς συνέβη με τις παραλλαγές του αγγλικού διαλεκτικού συνεχούς που μιλιούνταν στη Σκωτία. Τα σκωτικά ήταν άλλοτε αυτόνομη παραλλαγή, αλλά για πολλούς λόγους τους τελευταίους δυο αιώνες περίπου αντιμετωπίστηκαν σαν παραλλαγή των αγγλικών. Κυκλοφορούν όμως τώρα ρεύματα, συνδεδεμένα με τον σκωτικό εθνικισμό, που στοχεύουν να αυτονομήσουν τα αγγλικά της Σκωτίας/σκωτικά ως γλωσσική παραλλαγή, και είναι πιθανό κάποια μορφή των σκωτικών να αποκτήσει τουλάχιστον ημιαυτονομία κάποτε στο μέλλον.

β. Κείμενο 18: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Λονδίνο: André Deutsch, σελ. 15-16.
© André Deutsch

[...] Με το παραπάνω γλωσσικό κριτήριο για τη διάκριση διαλέκτου και γλώσσας σχετίζονται, σχεδόν βέβαια, και ορισμένα μη γλωσσικά [κριτήρια] -που αφορούν κοινές πολιτισμικές ή πολιτικές συμμαχίες, ή "τη συνείδηση των ομιλητών". Στην περίπτωση των Κινέζων, των Σκανδιναβών, των Ολλανδών και των Γερμανών και σε παρόμοιες καταστάσεις, το γεγονός ότι εμπλέκονται πολιτικές μονάδες φαίνεται να είναι πιο σημαντικό από το ζήτημα της αμοιβαίας κατανοησιμότητας: ομιλητές της καντονέζικης και της μανδαρινικής θεωρείται ότι χρησιμοποιούν διαλέκτους της κινεζικής, όσο αμυδρά κι αν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, εν μέρει επειδή ανήκουν και οι δυο στο κινέζικο έθνος και μοιράζονται την κινέζικη πολιτισμική και φιλολογική κληρονομιά· και από την άλλη μεριά, οι Νορβηγοί και οι Δανοί, που καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον πολύ καλά, θεωρείται ότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες, εν μέρει επειδή ανήκουν σε διαφορετικά έθνη με διαφορετικά πολιτισμικά κέντρα και παραδόσεις. Ακόμα και όταν οι πολιτικοί παράγοντες δεν είναι σημαντικοί, πολιτισμικά κριτήρια μπορούν να μας οδηγήσουν να θεωρήσουμε κάποιους ομιλητές ως ομιλητές διαφορετικών γλωσσών: οι ομιλητές της zulu και της xhosa καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον· κυρίως δεν μπορούν να γράψουν και τους περισσότερους από αυτούς δεν τους αφορούν ζητήματα πρότυπων τύπων· αλλά "νιώθουν" πως είναι διαφορετικοί -έχουν διαφορετικές πολιτισμικές κληρονομιές και νιώθουν πως μιλούν διαφορετικές γλώσσες. (Ας σημειωθεί ότι τα πολιτικά κριτήρια μπορούν να δράσουν προς κατεύθυνση αντίθετη από αυτή των παραπάνω παραδειγμάτων για τον καθορισμό του ποιος από τους όρους γλώσσα και διάλεκτος θα χρησιμοποιηθεί. Για παράδειγμα, μεταξύ μη γλωσσολόγων η καταλανική και η yiddish στερούνται την υπόσταση της "γλώσσας": καθώς δεν είναι επίσημες γλώσσες καμιάς πολιτικής μονάδας, αναφέρονται ως "διάλεκτοι".

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι ο ορισμός της διαλέκτου σε αντιπαράθεση με τον ορισμό της γλώσσας εξαρτάται από πλήθος κριτηρίων, από τα οποία κάποια επικαλύπτονται, και δεν είναι όλα μεταξύ τους συνεπή. 'Οταν συναντάμε οποιονδήποτε από αυτούς τους όρους να χρησιμοποιείται με έναν κατά τα φαινόμενα αμφίβολο τρόπο, πρέπει να σταματάμε για να αναλογιστούμε αν τελικά οι όροι αυτοί δικαιολογούνται με βάση κάποιο σαφές κριτήριο [...].

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου