α. Κείμενο 22: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 167-169.

ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ

Νομίζουμε πως οι δάσκαλοι θα πρέπει να προάγουν το ενδιαφέρον για την αγγλική γλώσσα μέσα από τη διδασκαλία παραδοσιακών διαλέκτων και την αντιπαραβολή τοπικών, μη πρότυπων διαλέκτων με την πρότυπη αγγλική. Φυσικά, στις ντοπιολαλιές, οι πιο ειδικοί θα είναι μάλλον οι μαθητές. Θα πρέπει να συζητείται η γραμματική τόσο των μη πρότυπων διαλέκτων όσο και της πρότυπης αγγλικής. Θα πρέπει να γίνεται λόγος για τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της πρότυπης αγγλικής στη σύγχρονη κοινωνία και θα πρέπει να τονίζονται τα προνόμια που απορρέουν από την κατοχή της. Θα είναι πολύ σημαντικό, όμως, οι τοπικές, παραδοσιακές και μη πρότυπες διάλεκτοι να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα ενδιαφέροντος και αξίας και όχι χλευασμού, ενώ η χρήση των τοπικών μορφών ομιλίας δεν πρέπει ποτέ να αποθαρρύνεται ενεργητικά.

Οι μαθητές θα πρέπει να μαθαίνουν να γράφουν στην πρότυπη αγγλική διάλεκτο για τους κοινωνικούς λόγους που έχουμε ήδη συζητήσει, ιδιαίτερα για επίσημες και δημόσιες χρήσεις.

Αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει πραγματικός λόγος να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την τοπική τους διάλεκτο, εάν το θέλουν, όταν, για παράδειγμα, γράφουν επιστολές σε φίλους. Θα πρέπει να επισημαίνονται, σε εργασίες με επίσημο χαρακτήρα, τυχόν αποκλίσεις από τη γραπτή επίσημη πρότυπη αγγλική, όχι ως "κακά αγγλικά" ή "λάθη" με την απόλυτη έννοια, αλλά ως "σφάλματα στη χρήση της πρότυπης αγγλικής". Επίσης, το ιδανικό θα ήταν η διδασκαλία της πρότυπης αγγλικής να αρχίζει, αφού έχουν πρώτα κατακτηθεί άλλες σημαντικές δεξιότητες της γραφής, όπως η στίξη, η παραγραφοποίηση, η οργάνωση, η λογική δομή και η σαφήνεια του λόγου.

'Ολα όσα γνωρίζουμε από την κοινωνιογλωσσολογική έρευνα υποδεικνύουν ότι θα ήταν τρομερά εξωπραγματικό να προσπαθούμε να εξαναγκάζουμε παιδιά που δεν είναι φυσικοί ομιλητές της πρότυπης αγγλικής να μιλούν αυτή τη διάλεκτο μέσα στην τάξη. Εξαιτίας του κοινωνικού συμβολισμού των γλωσσικών ποικιλιών, είναι αλήθεια πως όσο πιθανό είναι να αρχίσει ξαφνικά μια πλειοψηφία μαθητών να μιλάει πρότυπα αγγλικά, άλλο τόσο είναι να αποκτήσει ιδιαίτερη προφορά σαν του BBC. Οι δάσκαλοι θα πρέπει αντίθετα να επικεντρώνονται στο να κατακτήσουν οι μαθητές ενεργητικά τη γραπτή πρότυπη αγγλική. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούν να είναι βέβαιοι ότι οι μαθητές που θα θελήσουν, πιθανόν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, να μετατρέψουν την παραπάνω ικανότητα σε ενεργητική κατοχή της προφορικής πρότυπης αγγλικής (με το να κατέχουν δύο διαλέκτους ή με το να αλλάξουν τελείως διάλεκτο), θα έχουν στο μεταξύ αποκτήσει παθητική γνώση ικανή να τους επιτρέψει να το επιδιώξουν αυτόβουλα, αν και όταν το θελήσουν [...].

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

β. Κείμενο 23: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 179-180.

Η ποικιλία ως πόρος

Η ποικιλία στη γλώσσα είναι αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους σε αρνητικές κριτικές σχετικά με την αξία της γλώσσας άλλων ανθρώπων. Εάν όλοι μιλούσαν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο δεν θα διαμαρτυρόταν κανείς για "κακιά γλώσσα". Σε μια εκπαιδευτική όμως περίσταση, αυτή η ποικιλία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα αλλά ως πόρος. Τα περισσότερα παιδιά έχουν ήδη συνείδηση της γλωσσικής ποικιλίας και των γλωσσικών στάσεων, όταν έρχονται στο σχολείο, και τους είναι πολύ ενδιαφέροντα θέματα για συζήτηση μέσα στην τάξη. Οι δάσκαλοι που είναι διατεθειμένοι να υιοθετήσουν μια ανοιχτόμυαλη και απροκατάληπτη στάση απέναντι στις γλωσσικές ποικιλίες που μιλιούνται από τους μαθητές τους, θα είναι αυτοί που θα έχουν και μεγαλύτερη επιτυχία στο να ενθαρρύνουν και να καλλιεργήσουν τα γλωσσικά ενδιαφέροντα και τις γλωσσικές ικανότητες των παιδιών. Η υιοθέτηση μιας κάπως αναλυτικής προσέγγισης όσον αφορά τα διάφορα είδη γλωσσικών διαφορών, όπως συζητήθηκε σε αυτό το κεφάλαιο, μπορεί να βοηθήσει τους δασκάλους να σκέφτονται για τη γλώσσα όχι ως "καλή" ή "κακιά" αλλά ως γλώσσα που είναι, με διάφορους τρόπους, λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλη για συγκεκριμένους σκοπούς. Αυτό θα βοηθήσει τους ίδιους και τους μαθητές να αναπτύξουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το τι συμβαίνει στη γλώσσα και για πώς θα αναπτυχθούν τα γλωσσικά ρεπερτόρια των παιδιών στο έπακρό τους.

Η απελευθέρωση από την καταδίκη των μη πρότυπων διαλέκτων, των χαμηλών ιδιαίτερων προφορών και των ανεπίσημων υφών τρέφει μια εκπαιδευτική κατάσταση μέσα στην οποία μπορούν να αναπτύξουν τη γλώσσα τους, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στο να λένε και να γράφουν αυτά που θέλουν, χωρίς να προβληματίζονται υπερβολικά και πρόωρα για το πώς τα λένε ή τα γράφουν. Πιστεύουμε πως είναι ανάγκη τα παιδιά να αποκτήσουν το πληρέστερο δυνατό φάσμα γλωσσικών δεξιοτήτων. 'Οπως οι ενήλικες, είναι ανάγκη να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα για να είναι ακριβείς και αόριστοι, φιλικοί και ψυχροί, χωρίς αναστολές και με αυτοέλεγχο, ρητοί και ασαφείς, χαρούμενοι και θυμωμένοι, αγενείς και ευγενικοί, εκλεπτυσμένοι και χυδαίοι, διασκεδαστικοί και σοβαροί, εκφραστικοί και ανέκφραστοι, αφηρημένοι και συγκεκριμένοι, ξεκάθαροι και δυσνόητοι. Κανένας από αυτούς τους τρόπους χρήσης της γλώσσας δεν είναι εγγενώς καλός ή κακός. Οι άνθρωποι εκείνοι που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα, για να κάνουν και να πουν ο,τιδήποτε θελήσουν να κάνουν και να πουν μέσω αυτής, ανεξάρτητα από το τι θα σκεφτούν κάποιοι αυτοδιοριζόμενοι ειδήμονες για το πώς θα το κάνουν ή θα το πουν, είναι οι άνθρωποι που μιλάν και γράφουν με γλώσσα που είναι πραγματικά καλή.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου