α. Κείμενο 7: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 103.

[...] Τι εννοούμε με τον όρο μη αναπτυγμένη γλώσσα; Απλά ότι δεν χρησιμοποιείται για όλες τις λειτουργίες που μπορεί να επιτελέσει μια γλώσσα σε μια κοινωνία μεγαλύτερη από αυτήν της τοπικής φυλής ή του χωριού. Η ιστορία των γλωσσών αποδεικνύει πειστικά ότι δεν υπάρχουν "ανάπηρες" -από τη φύση τους- γλώσσες. 'Ολες οι μεγάλες σύγχρονες γλώσσες ήταν κάποτε "μη αναπτυγμένες". Αντί να ονομάζουμε τις μη αναπτυγμένες γλώσσες διαλέκτους, όπως συνηθίζεται, θα ήταν καλύτερα να τις ονομάζουμε καθομιλούμενες, ή κάτι ανάλογο, και να περιορίσουμε τη χρήση του όρου διάλεκτος στο περιεχόμενο με το οποίο τον χρησιμοποιούν οι γλωσσολόγοι, δηλ. "συγγενής ποικιλία". 'Ετσι θα είμαστε έτοιμοι να θέσουμε το ερώτημα πώς μια καθομιλούμενη, μια μη "αναπτυγμένη γλώσσα", εξελίσσεται σε πρότυπη, σε "αναπτυγμένη γλώσσα". Για να το κατανοήσουμε θα πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση γλώσσας και έθνους.

Οι αρχαίοι 'Ελληνες και Ρωμαίοι διέδωσαν τις γλώσσες τους μέχρι τα άκρα των επικρατειών τους και οι σύγχρονοι ιμπεριαλιστές έχουν επιδιώξει να κάνουν το ίδιο. Αλλά στον σύγχρονο κόσμο οι τεχνολογικές και πολιτικές επαναστάσεις έχουν δώσει σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να συμμετέχει σε πολιτικές αποφάσεις προς όφελός του. Η εφεύρεση της τυπογραφίας, η ανάδυση της βιομηχανίας και η εξάπλωση της δημόσιας εκπαίδευσης έχουν δημιουργήσει το σύγχρονο έθνος-κράτος, το οποίο διαχέει κάποιους από τους δεσμούς της οικογένειας, της γειτονιάς ή του σογιού σε ολόκληρο το κράτος. 'Εθνος και γλώσσα βρίσκονται σε ανέκκλητη διαπλοκή. Κάθε έθνος με σεβασμό προς τον εαυτό του πρέπει να έχει μια γλώσσα. 'Οχι απλά ένα μέσο επικοινωνίας, μια "καθομιλούμενη" ή μια "διάλεκτο", αλλά μια πλήρως αναπτυγμένη γλώσσα. Ο,τιδήποτε λιγότερο στιγματίζει το έθνος ως υπανάπτυκτο.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

β. Κείμενο 8: Saussure, F. de. [1916] 1979. Mαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Δ. Aποστολόπουλος. Aθήνα: Παπαζήσης, σελ. 240-241.
©
Παπαζήσης

Η φιλολογική γλώσσα και το τοπικό ιδίωμα

Το ζήτημα δεν εξαντλήθηκε ακόμη: η γλωσσική ενότητα μπορεί να ζημιωθεί, όταν ένα φυσικό ιδίωμα υποστεί την επίδραση μιας φιλολογικής γλώσσας. Αυτό προκαλείται με απόλυτη ακρίβεια όλες τις φορές, που ένας λαός φθάνει σε κάποιο βαθμό πολιτισμού. Με τον όρο "φιλολογική γλώσσα" εννοούμε όχι μόνο τη γλώσσα της λογοτεχνίας, αλλά, με μια γενικότερη έννοια, κάθε είδος καλλιεργημένης γλώσσας, επίσημης είτε όχι, στην υπηρεσία ολόκληρης της κοινότητας. Παραδομένη στον εαυτό της, η γλώσσα δεν γνωρίζει παρά διαλέκτους, που καμιά τους δεν επεκτείνεται πάνω στις άλλες, και από το γεγονός αυτό αφήνεται σε ένα απεριόριστο κατακερματισμό.

Επειδή όμως ο πολιτισμός, εξελισσόμενος, πολλαπλασιάζει τις επικοινωνίες, εκλέγεται, με ένα είδος σιωπηρής σύμβασης, μια από τις υπάρχουσες διαλέκτους για να γίνει ο φορέας κάθε πράγματος που ενδιαφέρει το έθνος στο σύνολό του. Τα κίνητρα της εκλογής αυτής είναι διάφορα: άλλοτε δίνεται η προτίμηση στη διάλεκτο της περιοχής που ο πολιτισμός είναι πιο προχωρημένος, άλλοτε στη διάλεκτο της επαρχίας που ασκεί την πολιτική ηγεμονία και που σ' αυτήν έχει την έδρα της η κεντρική εξουσία· άλλοτε μια Αυλή επιβάλλει τη δική της διάλεκτο στο 'Εθνος. Εφόσον προωθηθεί στη σειρά της επίσημης και κοινής γλώσσας, η προνομιούχα διάλεκτος σπάνια παραμένει έτσι όπως ήταν προηγούμενα. Ανακατεύονται μ' αυτήν στοιχεία διαλεκτικά άλλων περιοχών· γίνεται ολοένα και πιο ανάμικτη, χωρίς εντούτοις να χάνει εντελώς τον αρχικό της χαραχτήρα· έτσι στη φιλολογική γαλλική αναγνωρίζουμε καθαρά τη διάλεκτο της Ile-de-France, ενώ στην ιταλική κοινή τη διάλεκτο της Τοσκάνης. 'Οπως και να 'ναι, η φιλολογική γλώσσα δεν επιβάλλεται από τη μια μέρα στην άλλη, και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται να είναι δίγλωσσο, μιλώντας ταυτόχρονα τη γλώσσα όλων και το τοπικό του ιδίωμα. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε σε πολλές περιφέρειες της Γαλλίας, όπως στη Σαβοΐα, όπου η γαλλική είναι η γλώσσα που εισήχθηκε και δεν έχει ακόμη καταπνίξει τα ντόπια ιδιώματα. Το γεγονός είναι γενικό στη Γερμανία και στην Ιταλία, όπου παραμένει επίμονα η διάλεκτος δίπλα στην επίσημη γλώσσα.

Τα ίδια συνέβησαν σ' όλους τους καιρούς και σ' όλους τους λαούς που είχαν φτάσει σε ένα ορισμένο βαθμό πολιτισμού. Οι 'Ελληνες είχαν την κοινή τους, καταγόμενη από την αττική και την ιωνική, ενώ δίπλα της έχουν επιζήσει οι τοπικές διάλεκτοι. Στην αρχαία ακόμη Βαβυλώνα πιστεύεται ότι υπήρξε μια επίσημη γλώσσα πλάι στις τοπικές διαλέκτους [...].