Κείμενο 4: Σκοπετέα, Ε. 1988. Το "Πρότυπο Βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα. 'Oψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα. Αθήνα: Πολύτυπο, σελ. 397-403.

Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Α. ΓΛΩΣΣΑ

Ο σερβικός 19ος αιώνας κληρονομεί την αντίθεση δημώδους και αρχαΐζουσας γλώσσας, που είχε πρωτοεκδηλωθεί, με διαφορετική βέβαια μορφή, από τα χρόνια ακόμα του μεσαίωνα. Υπάρχει εδώ προφανής αντιστοιχία με την ελληνική περίπτωση, που όμως διαταράσσεται από μια διαφορά καθοριστική για την εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος: Το πρότυπο που γοητεύει το μεγαλύτερο μέρος των λόγιων Σέρβων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας βασίζεται σε μια γλωσσολογική παρανόηση -την άποψη ότι "πρόγονος" της σερβικής, η πιο αρχαία, η πιο "αγνή" σλαβική γλώσσα, είναι η εκκλησιαστική ρωσική.

Η αφετηρία αυτής της σερβικής κίνησης για τη γλώσσα μπορεί να τοποθετηθεί στη Μεγάλη Μετανάστευση του 1690, που οι συνέπειές της στην πνευματική ζωή των Σέρβων δεν ήταν λιγότερο σημαντικές από τις άμεσες δημογραφικές της επιπτώσεις. Η σερβική μεσαιωνική φιλολογική παράδοση διακόπτεται απότομα (οι μόνοι συνεχιστές της στα εδάφη της μετέπειτα Σερβίας είναι όσοι καλόγεροι αντιγραφείς καταφεύγουν στα μοναστήρια της), και η διακοπή αυτή σημαίνει και τον "θάνατο" της μεσαιωνικής λόγιας γλώσσας ("σερβοσλαβικής"). Η ανάγκη επιβίωσης του σερβικού στοιχείου στο όχι απλώς άγνωστο, αλλά και εχθρικό νέο περιβάλλον, ευνοεί τη στροφή σε μια οργανωμένη ρωσική επίδραση και, τελικά, την ολοκληρωτική αντικατάσταση της σερβοσλαβικής από τη λεγόμενη ρωσοσλαβική μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία (1725-1740).

Η ρωσοσλαβική υπερισχύει όσο η εκκλησία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στα πολιτιστικά πράγματα, οπότε και η υπόθεση της γλώσσας υπάγεται στη δικαιοδοσία της. Αλλά η νέα κοινωνική τάξη, που ανδρώνεται σιγά σιγά μέσα από την ολοένα ευρύτερη συμμετοχή των Σέρβων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, θα διευρύνει δραστικά τον κύκλο της σερβικής παιδείας. Για τις ανάγκες των Σέρβων αστών η ρωσοσλαβική αποδεικνύεται και ανεπαρκής και παράλογα δύσκολη στην εκμάθησή της, κάτι που άλλωστε δεν αρνείται να αναγνωρίσει και η εκκλησία. Είναι η ώρα της "εκκοσμίκευσης" της γλώσσας, που θα συνδυαστεί και με την υποχώρηση της ρωσικής μπροστά στη γερμανική επίδραση. Η "σλαβοσερβική" ή "αστική" (gradjanski) γλώσσα, από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξελίσσεται στο κατ' εξοχήν όργανο έκφρασης των καλλιεργημένων Σέρβων: θεωρητικά η μέση οδός ανάμεσα στις δύο ακραίες δυνατότητες -ρωσοσλαβική και δημώδη-, στην πράξη όμως ένα απλό ρωσοσερβικό κράμα, διανθισμένο με γερμανισμούς, που δίνουν και το ιδιαίτερο "χρώμα" στο ιδίωμα των αστικών στρωμάτων της Βοϊβοδίνας. Είναι ένα κράμα ασταθές, εξεζητημένο, χωρίς ενιαία λογική πού να το διέπει, καθώς οι λόγιοι, κατασκευάζοντας γλώσσα ο καθένας για λογαριασμό του, βυθίζονται ανεπαίσθητα στη χαρακτηριστική για τον σερβικό κόσμο γλωσσική αναρχία των αρχών του 19ου αιώνα.

Με τη σλαβοσερβική δεν ανατρέπεται η κατεστημένη αντίληψη για την "ρωσική" καταγωγή της σερβικής γλώσσας, ενώ οι οπαδοί της μοιράζονται με τους οπαδούς της ρωσοσλαβικής την ίδια δυσπιστία προς την δημώδη: Για τους εκκλησιαστικούς κύκλους προέχει ο αγώνας εναντίον της αυστριακής καθολικής προπαγάνδας και η γέφυρα προς τον υπόλοιπο ορθόδοξο σλαβικό κόσμο που φαίνεται να εξασφαλίζει η ρωσοσλαβική· ένας άλλωστε από τους λόγους για τους οποίους κλονίζεται η θέση της δημώδους στις γλωσσικές ζυμώσεις μεταξύ των λογίων είναι το ότι οι αυστριακές αρχές ενθαρρύνουν την καλλιέργεια της δημώδους για την προώθηση του προσηλυτιστικού τους προγράμματος. Τους κοσμικούς λόγιους και τους αστούς, πάλι, απασχολεί, πέρα απ' αυτό, η δημιουργία ενός ταξικού οργάνου -μακριά ακόμα από το όραμα της εθνικής ενότητας. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση στη θέση των δύο υπαρκτών εθνικών παραδόσεων -λόγιας και λαϊκής- τοποθετείται μια παράδοση υποθετική, και είναι ασφαλώς ένα από τα παράδοξα της σερβικής πολιτιστικής ιστορίας το ότι αυτό γίνεται ακριβώς για να διαφυλαχθεί η σερβική ταυτότητα στις αντίξοες συνθήκες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας.

Η αυτονομία της Σερβίας, από την άλλη μεριά, ανοίγει νέες προοπτικές για τη σλαβοσερβική, που ξεφεύγοντας πια από τα αυστριακά όρια διεκδικεί, μέσω των ετεροχθόνων λόγιων και γραφειοκρατών του σερβικού κράτους, τη θέση εθνικής γλώσσας για όλο τον σερβικό κόσμο. Ο απαίδευτος Μίλος, όπως αποδείχθηκε, πιο εύκολα μπορούσε να πεισθεί από τους στομφώδεις ήχους της σλαβοσερβικής παρά από τα επιχειρήματα του "όμοιού" του Βουκ, που του έδιναν το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ως ηγεμόνας τη γλώσσα που είχε μάθει στο χωριό του. Εδώ έπαιξαν ρόλο και η επίδραση που άσκησε στον Μίλος ο πολέμιος του Βουκ μητροπολίτης Stratimirovic, και η ίδια η κυκλοθυμική σχέση του Μίλος με τον Βουκ. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ασάφειας που είχε αρχίσει ήδη με τον Καραγεώργη, περίοδο συνύπαρξης δημώδους και αρχαΐζουσας στη γλώσσα της Εξουσίας και δοκιμής και των δύο στον άγνωστό τους χώρο της δημόσιας διοίκησης, ο Μίλος ανέλαβε την υπόθεση στα χέρια του, και ευθυγραμμίζοντας τη στάση του με εκείνην της σερβικής εκκλησίας της Αυστρίας, προχώρησε στο πρώτο βίαιο μέτρο, την απαγόρευση της εκτύπωσης στη Σερβία βιβλίων με το ορθογραφικό σύστημα του Βουκ (1832).

Από εκεί και πέρα, η τύχη του γλωσσικού ζητήματος στη Σερβία αντικατοπτρίζεται σε μια σειρά κυβερνητικών αποφάσεων που σχετίζονται με την ορθογραφική και μόνο διάστασή του: από τη διεύρυνση της απαγόρευσης του Μίλος ώστε να συμπεριληφθούν και όσα βιβλία εισάγονται στη Σερβία (1852) ως την πρώτη μερική άρση για τις ιδιωτικές εκδόσεις, στην οποία προβαίνει ο ίδιος ο Μίλος (1859), και την τελική καθιέρωση του συστήματος του Βουκ ως επίσημου ορθογραφικού συστήματος (1868). 'Oμως παρ' όλο που οι οξείες πολεμικές έξω από τις κυβερνητικές αποφάσεις δεν περιορίστηκαν σε ζητήματα ορθογραφίας, η "ορθογραφική" πόλωση απέδιδε με έναν τρόπο σαφή για τους ενδιαφερόμενους την εθνική πλευρά του γλωσσικού προβλήματος. Η φωνητική ορθογραφία της σερβικής γλώσσας που επεξεργάστηκε ο Βουκ προϋπέθετε την εισαγωγή ορισμένων νέων ψηφίων στο αλφάβητο και την κατάργηση άλλων παλαιοσλαβικών. Στα μάτια των πολεμίων του αυτό σήμαινε ότι ο Βουκ εργαζόταν για να διασπασθεί η ορθόδοξη σλαβική οικογένεια και να "φραγκέψει" ο σερβικός λαός: Το 1850 ακόμα υπήρχαν Σέρβοι που θεωρούσαν την ορθογραφία του Βουκ χειρότερη συμφορά από την καταστροφή του Κοσσυφοπεδίου. Κι ωστόσο -όπως δεν μπορούσαν να δουν οι τότε υπέρμαχοι των παραδόσεων- ο Βουκ ήταν για τις ανάγκες ενός έθνους του 19ου αιώνα συνεπέστερος από τους αντιπάλους του: θρησκευτικά ουδέτερος δυτικιστής, αλλά και ανήσυχος να προστατεύσει το σερβικό έθνος από αλλότρια στοιχεία, είτε "αστικά" ήταν αυτά είτε σλαβικά. Πέρα από την επικράτηση της φωνητικής ορθογραφίας, η νίκη του Βουκ ήταν ταυτόχρονα και θρίαμβος της λαϊκής γλώσσας, σε μια αισθητά "σερβιανική" απόχρωση.

Από αυτήν την άποψη η έκβαση του γλωσσικού ζητήματος ήταν προδικάσιμη. Πράγματι πολύ πριν από την απόφαση του 1868 ο Βουκ και οι οπαδοί του είχαν επικρατήσει στην κοινή συνείδηση. Και όμως, καθυστέρηση υπήρξε: Σε τελική ανάλυση στη Σερβία δόθηκε η έκβαση ενός αγώνα που απλώς μεταφέρθηκε σ' αυτήν έχοντας αρχίσει υπό τελείως διαφορετικούς όρους. Για να ερμηνευθεί η συμβολή αυτή της Σερβίας στη βραδύτητα ανάπτυξης του σερβικού "πολιτιστικού εθνικισμού" θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ειδική πολιτική διάσταση που απέκτησε το γλωσσικό πρόβλημα: Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1840 ήταν ακόμα επίκαιρη η απελευθερωτική προοπτική στα πλαίσια της νοτιοσλαβικής αλληλεγγύης, και η προοπτική αυτή συμπεριλάμβανε και το όραμα της κοινής νοτιοσλαβικής γλώσσας, έστω και με βάση την "τελειότερη" σερβική. Για να αποκλεισθεί η δυνατότητα της κοινής γλώσσας θα απαιτηθεί η επιταχυμένη άνοδος τόσο του σερβικού όσο και του βουλγαρικού εθνικισμού.

Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι το γλωσσικό πρόβλημα, παρά την καθυστέρηση, λύνεται στη Σερβία, για λογαριασμό και του έξω από τα σύνορά της σερβικού κόσμου που το είχε ξεκινήσει, και εδώ δεν μπορεί κανείς να μη σημειώσει τις ενδιαφέρουσες διαφορές από την ελληνική περίπτωση: Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο που μας απασχολεί, όχι απλώς δεν δίνεται έκβαση, αλλά ούτε καν διεξάγεται γλωσσικός αγώνας στη μορφή της πόλωσης καθαρεύουσα - δημοτική· επιπλέον στην Ελλάδα είναι αδιανόητος ο καθοριστικός ρόλος που παίζει το κράτος για τις φάσεις της εξέλιξης του γλωσσικού ζητήματος.

Η επικράτηση βέβαια της γλώσσας του Βουκ δεν ήταν δυνατόν να καταργήσει όλες τις γλωσσικές δυσκολίες. Η αντίθεση της δημώδους με τη σλαβοσερβική γλώσσα -που ήταν μεν τεχνητή, αλλά και η μόνη λόγια- σήμαινε ότι η ακατέργαστη λαϊκή γλώσσα, για την έκφραση αφηρημένων εννοιών, για τους απαραίτητους νεολογισμούς, κλπ., θα κατέφευγε στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, περιφρονώντας τη μόνιμη δυνατότητα άντλησης από τα ρωσικά που κατά κανόνα εκμεταλλευόταν η λόγια γλώσσα. Αξίζει πάντως να αντιπαραβληθεί η αποτυχημένη συλλογική προσπάθεια για τη δημιουργία επιστημονικής ορολογίας από την Εταιρεία σερβικών γραμμάτων (αποτυχία στην οποία συνετέλεσε όχι μόνο η παρέμβαση του Βουκ, το 1845, αλλά και η άγνοια της δημώδους από τα ετερόχθονα, ως επί το πλείστον, μέλη της Εταιρείας) με τη δικαίωση της ιδιωτικής προσπάθειας του Βουκ: Το ακραιφνώς δημώδες, και γι' αυτό ανεπαρκές, "Σερβικό λεξικό" (1818, 1852), κάλυπτε μιαν ανάγκη γλώσσας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναδειχθεί -κάτι σπάνιο για απλό λεξικό- σε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα για τους ρομαντικούς ποιητές των μέσων του 19ου αιώνα, που είδαν σ' αυτό τον "καθρέφτη" της σερβικής ψυχής [...].