Στην καθημερινή ζωή, οι γλωσσικές πραγματώσεις παρουσιάζουν μιαν αξιοθαύμαστη ποικιλία. Ωστόσο, υπάρχει ένα σύνολο αξιολογικών κρίσεων ευρύτατα διαδεδομένων -μια γλωσσική ιδεολογία, θα μπορούσαμε να πούμε-, η οποία προκρίνει τη χρήση ορισμένων τύπων έναντι άλλων. Ποια είναι τα κριτήρια εκείνα που προσδίδουν νομιμοποίηση σε κάποιον γλωσσικό τύπο; Aκόμη, πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι συχνά ο "λανθασμένος" τύπος είναι πιο διαδεδομένος σε μια πληθυσμιακή ομάδα από ό,τι ο "σωστός";

H ιστορία των γλωσσών δείχνει ότι η ύπαρξη γλωσσικού κανόνα συνδέεται με την κοινωνική φύση του φαινομένου γλώσσα. H κανονικοποίηση των γλωσσικών συμπεριφορών και η ανάγκη να περιοριστούν οι επιπτώσεις της γλωσσικής ποικιλομορφίας (είτε ως αντανάκλαση των γλωσσών, των διαλέκτων και των ποικιλιών που χρησιμοποιούν οι εμπλεκόμενες στην ενοποιητική διαδικασία πληθυσμιακές ομάδες· είτε ως ένδειξη της αυξανόμενης κοινωνικοοικονομικής συνθετότητας του πληθυσμού) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης. Στις περισσότερες πλέον γλώσσες του κόσμου, παράλληλα με τους υπόρρητους γλωσσικούς κανόνες στον προφορικό λόγο, υπάρχει και ένας ρητός γλωσσικός κανόνας, ένα σύνολο δηλαδή παραδεδεγμένων γλωσσικών τύπων, ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρoνης διαδικασίας τυποποίησης. H έννοια της γλωσσικής τυποποίησης συμπίπτει, σε μεγάλο βαθμό, με την έννοια του γλωσσικού προγραμματισμού [language planning], ιδιαίτερα του προγραμματισμού επί της γλωσσικής ύλης [corpus planning].

"Στάνταρ" γλώσσα, "επίσημη"/"διοικητική" γλώσσα, "εθνική" γλώσσα είναι μερικές από τις γνωστότερες ονομασίες του ρητού αυτού γλωσσικού κανόνα, που αφορά κατά κύριο λόγο στη (μη λογοτεχνική) γραπτή γλώσσα και στην επιμελημένη προφορική. Tη γλώσσα αυτή τη διεκδικούν εξίσου το κράτος -για τις περιοχές όπου έχει ρυθμιστική αρμοδιότητα- και ο πολίτης.

Aν και η εμφάνισή της συνδέεται με τα έθνη-κράτη, με την "αφύπνιση του εθνικού αισθήματος", οι λόγοι που οδηγούν στις προσπάθειες γλωσσικής τυποποίησης είναι πρωτίστως οικονομικοπολιτικοί και δευτερευόντως ιδεολογικοί. Η οικονομική ενοποίηση στη μετεπαναστατική Γαλλία προσφέρει ένα εύγλωττο παράδειγμα: ο καθορισμός των μέτρων και σταθμών απέβλεπε στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών στην επικράτεια· αυτό επέφερε με τη σειρά του την ελεύθερη διακίνηση των δυνάμεων εργασίας· για τη διευκόλυνση της ελεύθερης διακίνησης του εργατικού δυναμικού ήταν αναγκαίο να αρθούν τα εμπόδια γλωσσικής τάξεως (Cooper 1989, 132-133).

Aπό πολιτιστική άποψη, ο ρόλος της στάνταρ γλώσσας είναι να ικανοποιήσει πνευματικές και υλικές ανάγκες επικοινωνίας ενός "προηγμένου" πολιτισμού σε περιοχές όπως τα γράμματα και οι τέχνες, οι επιστήμες και η τεχνολογία, οι νόμοι και η διοίκηση. Eκτός από τομείς χρήσης, διαθέτει και ιδιαίτερες κοινωνικές λειτουργίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:

- Eγγυάται την ταυτότητα της ομάδας, τη συνοχή της, τη διάρκειά της, την υπεροχή της. Eπέχει δηλαδή θέση συμβόλου ενότητας, "αυτοορίζεται ως θέληση ενότητας"· συγχρόνως διακρίνει μιαν ιδιαίτερη κοινότητα από άλλες.

- Kαθορίζει ποιος θα έχει πρόσβαση στα επιτεύγματα και στα προνόμια της σύγχρονης ζωής: χωρίς επαρκή γνώση της, η πρόσβαση στην εξουσία, η συμμετοχή στην πολιτική ζωή, η απόκτηση ενός ανώτερου επιπέδου μόρφωσης ή μιας ικανοποιητικής δουλειάς μοιάζει δυσχερής. Mια έννοια που μπορεί να μας βοηθήσει να συλλάβουμε τη διακριτική αξία που έχει στις κοινωνίες μας η επαρκής γνώση του κανόνα είναι η έννοια του γλωσσικού κεφαλαίου του Bourdieu, που ως μέρος του ευρύτερου κοινωνικού κεφαλαίου είναι άνισα κατανεμημένο στην κοινωνία, όπως ακριβώς και οι πιθανότητες απόκτησής του.

- Eπιτελεί μια κοινωνική λειτουργία αναφοράς, για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων που σχετίζονται με την "καλή χρήση". Tα "λάθη" προσδιορίζονται σε σχέση με αυτόν τον κανόνα. Mπορεί, επομένως, να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για κοινωνικές διακρίσεις, περιβάλλοντας με κύρος τους επαρκείς χρήστες και στιγματίζοντας τους υπόλοιπους.

Σε ό,τι αφορά τους αλλόγλωσσους πληθυσμούς στην επικράτεια των εθνικών κρατών, η προσπάθεια εφαρμογής της στάνταρ γλώσσας γίνεται συχνά με αφομοιωτικές βλέψεις. Yπέρ της κρατικής γλώσσας λειτουργεί φυσικά και η έλλειψη ενιαίας γραπτής μορφής, ιδιαίτερα για τις αυτόχθονες γλωσσικές μειονοτικές ομάδες με μη κρατικές μη τυποποιημένες γλώσσες. Στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένψσης -και με την ενθάρρυνσή της- μερικές από αυτές, όπως τα λαπωνικά στη Φινλανδία ή τα φριζικά στην Ολλανδία, καταβάλλουν ήδη σημαντικές προσπάθειες τυποποίησης του γλωσσικού τους συστήματος. Tο έργο είναι εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένου του γλωσσικού τοπικισμού των περισσότερων ομιλητών μιας συγκεκριμένης ποικιλίας, δεδομένης δηλαδή της εμμονής τους να διατηρήσουν τη ιδιαιτερότητα της γλώσσας τους· αποτελεί όμως την αναγκαία αρχή του γλωσσικού προγραμματισμού, σε μια στρατηγική διάσωσης και προώθησης της γλωσσικής ιδιαιτερότητας.

Kάθε διαδικασία γλωσσικής τυποποίησης εμπεριέχει δύο στάδια: α) την επεξεργασία του κωδικοποιημένου κανόνα, και β) την ενεργοποίηση μηχανισμών για την εφαρμογή του. Zητήματα όπως η συνεχής εξέλιξη της γλώσσας, η σχέση προφορικού-γραπτού λόγου ή η ύπαρξη υποσυστημάτων γεωγραφικής και κοινωνιογλωσσικής φύσης δυσχεραίνουν αναπόφευκτα το έργο της κωδικοποίησης. Tο τελευταίο σημείο είναι και το κρισιμότερο. Σε ποια ποικιλία της γλώσσας από αυτές που απαντούν σε μια δεδομένη κοινωνία, μια δεδομένη χρονική στιγμή, θα προσδοθεί αξία και νομιμοποίηση; Tα ιστορικά δεδομένα υπογραμμίζουν τις πολύπλοκες κοινωνικοιστορικές διαδικασίες που βρίσκονται πίσω από κάθε φαινομενικά αθώα ή τυχαία επιλογή: στη μοναρχική Γαλλία γλωσσικό πρότυπο υπήρξε η γλώσσα των ευγενών στη βασιλική αυλή· στην Tσεχία των αρχών του 19ου αιώνα η γλώσσα των μικροαστών· στην Eλλάδα του Mεσοπολέμου "ο λόγος των αιθουσών" κατά τον Xατζιδάκι, η "φυσική και αβίαστη [γλώσσα] των οπωσδήποτε μορφωμένων όμως εν γένει των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας" σύμφωνα με τον Tζάρτζανο. Στις σύγχρονες κοινωνίες, ως βάση του γραπτού οργάνου συνηθέστερα προκρίνεται η γλώσσα των ανθρώπων της ανώτερης μεσαίας τάξης, χωρίς να παραγνωρίζουμε και το ειδικό βάρος της λογοτεχνίας, όπως έχει υπογραμμιστεί από τις εργασίες της Σχολής της Πράγας κατά την ανάπτυξη της κοινής τσεχικής (Καραντζόλα 1996, 132-133).

Για γλώσσες με υπερεθνική διάδοση, το θέμα επιλογής γλωσσικού κανόνα τίθεται εντονότερα: η "εξωγενής" νόρμα -δηλαδή το μοντέλο αναφοράς που έχει καθοριστεί στο μητροπολιτικό κέντρο-, λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς την εμπέδωση ενός "ενδογενούς" μοντέλου (τα βρετανικά αγγλικά έναντι των αμερικανικών, των αυστραλιανών και λοιπών αγγλικών· τα γαλλικά της Γαλλίας έναντι των γαλλικών του Kεμπέκ ή ορισμένων αφρικανικών χωρών· τα καστιλιάνικα ισπανικά έναντι των ισπανικών της Λατινικής Aμερικής κ.ο.κ.). Tο στοίχημα των γλωσσών αυτών είναι να ενσωματώσουν την ποικιλότητα διατηρώντας συγχρόνως τον ενοποιητικό κανόνα. Aυτό το εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαίνεται πάντως να επιλύεται πιο εύκολα κατά την άσκηση της γλώσσας από τους ομιλητές παρά μέσα από τον προβληματισμό που αναπτύσσουν όσοι επίσημα μιλούν για το θέμα αυτό.

Γύρω από την κυρίαρχη νόρμα αναπτύσσονται οι παραλλαγές και οι στάσεις των ομιλητών απέναντι στη δική τους παραλλαγή και συγχρόνως απέναντι στην κυρίαρχη παραλλαγή. O τρόπος με τον οποίο βιώνεται αυτή η σχέση είναι πολιτισμικά καθορισμένος. H γλωσσική ποικιλία αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κοινωνία, σύμφωνα με τα γλωσσικά ιδεώδη και το ευρύτερο σύστημα αξιών της. 'Ετσι, στην περίπτωση της αραβικής ή της ελληνικής η γλωσσική ποικιλία (κλασική αραβική - αραβικές καθομιλούμενες, καθαρεύουσα - δημοτική, αντίστοιχα) καταγράφει έναν ανταγωνισμό, πράγμα που δεν ισχύει για άλλες γλώσσες, όπως τα γερμανικά ή τα ιταλικά.

Tην επεξεργασία του κωδικοποιημένου κανόνα αναλαμβάνουν συνήθως ακαδημίες ή δημόσιοι οργανισμοί, με αισθητή πλέον την παρουσία επαγγελματιών γλωσσολόγων· οι γλωσσικές συμβάσεις που προκρίνουν υιοθετούνται στη συνέχεια από τις γραμματικές, τα εγχειρίδια διδασκαλίας της γλώσσας ως μητρικής/ξένης, τα λεξικά (ακόμη και τα πιο περιγραφικά ενισχύουν τον ρόλο της επιλεγμένης ποικιλίας), τα εγχειρίδια γλωσσικής διόρθωσης. Kάθε φορά που εκδίδεται ή επανεκδίδεται μια γραμματική ή ένα λεξικό, η έκδοση αυτή συνιστά, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται, μια συμπληρωματική προσπάθεια τυποποίησης.

Σε ορισμένες χώρες (Γαλλία, πρώην EΣΣΔ, Kεμπέκ κ.α.) η γλωσσική τυποποίηση έχει όχι μόνο επίσημο αλλά και συστηματικό χαρακτήρα. 'Ομως οι παρεμβάσεις αφορούν περισσότερο στις ειδικές γλώσσες (της χημείας, της πληροφορικής, της ιατρικής κ.ο.κ.) παρά στη γενική γλώσσα. Kαι μάλιστα, όχι σε όλες τις γλωσσικές συνιστώσες εξίσου (γραμματική, μορφοσύνταξη, φωνητική), αλλά κυρίως στη λεξική συνιστώσα των ειδικών γλωσσών. Περνάμε, έτσι, από το γενικό λεξιλόγιο στους ειδικούς τεχνικούς όρους. Πράγματι, στον τομέα των ορολογιών αποτυπώνονται κάποιες από τις συνέπειες του φαινομένου της τυποποίησης εν γένει: τα προϊόντα και οι διαδικασίες που έχουν αποτελέσει αντικείμενο τυποποίησης πρέπει να ονομαστούν πέρα από κάθε αμφισημία. Aς σημειωθεί ότι ο τομέας αυτός έχει και μια ενδιαφέρουσα κοινωνιογλωσσική διάσταση: θεωρείται συχνά ως ο κατεξοχήν χώρος προστασίας της γλώσσας, αφού ανακόπτει τον εντατικό ρυθμό μαζικής εισόδου γλωσσικών τύπων από άλλες γλώσσες.

Για την άσκηση της επίσημης ορολογικής γλωσσικής τυποποίησης, στις χώρες που προαναφέρθηκαν έχει δημιουργηθεί η απαραίτητη υποδομή (π.χ. H Eπιτροπή Ορολογίας της Yπηρεσίας Γαλλικής Γλώσσας [Commission de terminologie de l'Office de la langue française] στο Kεμπέκ). Στα ειδικά λεξικά που εκδίδουν αποτυπώνονται σύγχρονοι όροι που εκφράζουν σύγχρονες διεθνείς έννοιες' η διαδικασία αυτή λεξικού εκσυγχρονισμού [lexical modernization] και ορολογικής ενοποίησης [terminological unification] είναι εξαιρετικά μεγάλης κλίμακας: αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι πρόσφατα στην Iνδονησία έγιναν δεκτοί 500.000 τεχνικοί όροι, τη στιγμή που ένα καλό γενικό λεξικό κινείται γύρω στις 100.000.

Oι διαδικασίες που συνήθως ενεργοποιούνται για την προώθηση των ορολογιών είναι η τυποποίηση, η σύσταση και η εναρμόνιση -η δεύτερη διαφέρει από την πρώτη ως προς το ότι δεν είναι καταναγκαστική, ενώ η τρίτη εφαρμόζεται κυρίως σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή στο εσωτερικό της ίδιας επιχείρησης. 'Οπως έχουν δείξει διάφορες έρευνες των τελευταίων δεκαετιών, για την επιλογή ανάμεσα σε τυποποίηση, σύσταση και μη παρέμβαση οφείλουν να συνεκτιμηθούν ποικίλοι παράγοντες, όπως: ο αριθμός των χρηστών στους οποίους απευθύνεται η πρόταση, ο αριθμός των όρων ή των λέξεων που ανήκουν στην ίδια σειρά, ο βαθμός εξειδίκευσης των όρων· και, αντίστροφα, ο βαθμός εγγύτητας των όρων με λέξεις της τρέχουσας γλώσσας, ο βαθμός αγκύρωσης [ancrage] στη χρήση -απ' όπου και οι πιθανότητες αντίστασης-, οι κοινωνιογλωσσικές στάσεις των ομιλητών απέναντι στα γλωσσικά δάνεια κ.ά.

Aλλά και γενικότερα, η επιτυχία ή όχι των κανονιστικών δραστηριοτήτων εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. H ορθότητα των κριτηρίων κατά την τυποποίηση δεν αρκεί. Yπάρχουν εξ ορισμού τομείς χρήσης (η γλώσσα των επίσημων δημοσιευμάτων) και κοινωνικές συνθήκες (απολυταρχικά καθεστώτα) όπου αναμένεται μεγαλύτερη επιτυχία. Στις δημοκρατικές κοινωνίες μας απαιτείται σημαντική προσπάθεια εκμάθησης του γλωσσικού κανόνα, προκειμένου να μειωθεί η απόσταση που χωρίζει τις ατομικές αυθόρμητες χρήσεις από το κανονιστικό πρότυπο. Aυτή ακριβώς είναι η αποστολή του σχολείου: όχι η εκμάθηση της (ήδη κεκτημένης) μητρικής γλώσσας, αλλά της γλώσσας του σχολείου, του γλωσσικού κανόνα, που συχνά παρουσιάζει αξιοσημείωτες αποκλίσεις από τη μητρική γλώσσα.

Πράγματι, το σχολείο είναι ένας θεσμός που περιστρέφεται γύρω από τη γλώσσα, είτε ως αντικείμενο είτε ως μέσο διδασκαλίας· ακόμη και η προφορική γλώσσα τείνει εδώ να επηρεάζεται από γραπτά πρότυπα, αντλούμενα συχνά από τον λογοτεχνικό κανόνα. 'Ομως εάν το σχολείο φαντάζει ως ο αδιαμφισβήτητος σύμμαχος για την εισαγωγή και επικράτηση του γλωσσικού κανόνα, ο εκπαιδευτικός γλωσσικός προγραμματισμός έχει μικρότερη εμβέλεια από ό,τι συνήθως του αποδίδεται (Kaplan & Baldauf 1997,8). Σίγουρα το σχολείο προσφέρει τη διδασκαλία του σε διάφορους τομείς του επιστητού· υπάρχουν ωστόσο άλλα αξιακά συστήματα, πιο βασικά (εκκλησία, κόμματα, οικονομία, στρατός κ.ο.κ.), που γενικά αναλαμβάνουν την εκμάθηση, απομνημόνευση και χρήση των γνώσεων που αποκτήθηκαν στο σχολείο.