Είναι αρκετά δύσκολο να ορίσουμε ποιος είναι και ποιος δεν είναι δίγλωσσος. Αρχικά, είναι δύσκολο να πει κανείς αν κάποιο υποκείμενο είναι δίγλωσσο ή διδιαλεκτικό, μια που αυτό εξαρτάται από το πώς ορίζονται η διάλεκτος και η γλώσσα και τέτοιοι ορισμοί εξαρτώνται από κοινωνικές θεωρίες της γλώσσας· ενώ διακρίσεις ανάμεσα σε ένα δίγλωσσο και ένα διδιαλεκτικό συχνά δεν αντανακλούν γλωσσικές, αλλά πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές καταστάσεις και κριτήρια. Αν, για παράδειγμα, κάποιος μιλάει συγχρόνως την κυπριακή διάλεκτο και την κοινή ελληνική, είναι δίγλωσσος ή διδιαλεκτικός; Και τι συμβαίνει αντιστοίχως με κάποιον που μιλάει σερβικά και κροατικά ή ρωσικά και ουκρανικά ή χίντι και ούρντου ή καντονέζικα και μανταρινικά; Ποιος είναι δίγλωσσος και ποιος είναι διδιαλεκτικός; Από την άλλη πλευρά, είναι το ίδιο δύσκολο να συμπεράνει κανείς αν κάποιος είναι δίγλωσσος ή αν είναι "φυσικός" ομιλητής μιας γλώσσας και επαρκής ομιλητής μιας άλλης -οι διακρίσεις δεν είναι καθόλου σπάνιες. Τι βαθμό επάρκειας χρειάζεται και τι είδη επικοινωνιακών δεξιοτήτων πρέπει να έχει αναπτύξει κανείς, ώστε να αποκαλείται δίγλωσσος; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να είναι απόλυτες, και η έννοια του δίγλωσσου δεν είναι σε κάθε περίπτωση μια χρήσιμη έννοια.