Θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη μητρική γλώσσα ως τη γλώσσα που υποδέχεται ένα παιδί στον κόσμο, τη γλώσσα μέσα στην οποία ένα παιδί "λικνίζεται" αμέσως μετά τη γέννησή του, αλλά και πριν από αυτή -το παιδί ακούει και διακρίνει τη φωνή της μητέρας του ήδη από τον έκτο μήνα της κύησης. Αυτό το λουτρό από λόγια -που είναι και ένας ολόκληρος κόσμος συναισθημάτων- μέσα στο οποίο το παιδί όχι μόνο εμβαπτίζεται αλλά και ενεργά συμμετέχει πολύ πριν το ίδιο κατακτήσει τη γλώσσα, δημιουργεί μια στενή σχέση του παιδιού με αυτό που αποκαλούμε μητρική γλώσσα. Μια σχέση σχεδόν σωματική με τα θεμελιακά στοιχεία της ταυτότητάς του, δηλαδή με την ιστορία του και την καταγωγή του. Με βάση αυτό το σκεπτικό η μητρική γλώσσα αποτελεί μια δυναμική διαδικασία συμβολικής εγγραφής του παιδιού στον κόσμο και αποτελείται από περισσότερες από μία γλώσσες: γλώσσα της μητέρας αλλά και γλώσσα του πατέρα (τυχερά λοιπόν τα παιδιά που μεγαλώνουν σε καθεστώς ξέγνοιαστης διγλωσσίας και μιλούν έτσι δύο τουλάχιστον γλώσσες ως μητρική γλώσσα)· γλώσσα της ευρύτερης οικογένειας και των σημαντικών για το παιδί ενηλίκων και προγόνων (ας μην ξεχνάμε τα παιδιά της ελληνικής μετανάστευσης που μεγάλωσαν κοντά στη γιαγιά τους)· γλώσσα των δεσμών και των ταυτίσεων· γλώσσα του ανήκειν και της ιστορίας, και γι' αυτό φορτισμένη με συναισθήματα αγάπης αλλά και μίσους, με αισθήματα υπερηφάνειας αλλά και ντροπής. Τη μετανάστευση λοιπόν τη φέρουμε κατά κάποιον τρόπο όλοι μέσα μας, εφόσον το αλλού μπορεί πάντα να υπάρξει σε κάθε οικογενειακή ιστορία, σε κάθε προσωπική διαδρομή, ή έστω φευγαλέα σε κάθε ατομικό όραμα. Από αυτή τη θέση μπορεί κανείς να καταλάβει και με ένα βιωματικό τρόπο το ζήτημα "γλώσσα και μετανάστευση", αναλογιζόμενος δηλαδή τις καταστάσεις όπου έχασε τα λόγια του (της μητρικής του γλώσσας) ή ψέλλισε κουβέντες μιας ξένης (ανοίκειας) γλώσσας (δηλαδή λόγια της μητρικής γλώσσας κάποιων άλλων). Ας μην ξεχνάμε ότι τα λόγια της μητέρας (αλλά και οι κουβέντες του πατέρα) μετατρέπουν το ανοίκειο σε οικείο για κάθε παιδί, μετατρέπουν τον ανησυχητικό εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό, κόσμο του βρέφους και του μικρού παιδιού σε κάτι το καθησυχαστικά βιώσιμο. Αν αποτύχουν ολοκληρωτικά, τότε ένα αίσθημα αβίωτου κόσμου, συνεχώς παρόν ή έτοιμο ανά πάσα στιγμή να αναδυθεί με την παραμικρή αφορμή, απειλεί με την επικείμενη παρουσία του το παιδί και, στη συνέχεια, τον μελλοντικό ενήλικα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τα λόγια των γονιών πετυχαίνουν απλώς επαρκώς καλά αυτή την πρώτη και θεμελιακή εξοικείωση του παιδιού με τον κόσμο, για τον απλούστατο λόγο ότι οι γονείς φέρουν -και μεταφέρουν- την ανθρώπινη ευθραυστότητά τους, όχι μόνο μέσα από τα λόγια τους αλλά και μέσα από τη σχέση τους με τη γλώσσα. Υπάρχει τότε μια άρρητη, πολλές φορές, αντίφαση μεταξύ του περιεχομένου (αυτό που τα λόγια των γονιών λένε στο παιδί) και της στάσης απέναντι στη γλώσσα (η αξία την οποία αποδίδουν στη γλώσσα).

Κανείς λοιπόν δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει (παρά μόνο με πολύ βαρύ ψυχικό κόστος) μια αλάνθαστη, τέλεια μηχανή γλώσσας. Ο καθένας μας είναι συνεχώς εκτεθειμένος ακόμη και στη μητρική του γλώσσα. Ο καθένας μας αποκτά συναίσθηση της μητρικής του γλώσσας, όταν σκοντάφτει σε αυτήν -ή μέσα από αυτή. Ο καθένας λοιπόν μπορεί να βρεθεί ή να νιώσει ξένος μέσα στην ίδια του τη μητρική γλώσσα, ή να βιώσει αισθήματα ανοίκεια ενώ μιλά τη γλώσσα του. Διότι η γλώσσα επικοινωνεί οριζόντια, αλλά διατρέχει κάθετα όλη την ενδόμυχη εσωτερικότητά μας· η πιο ανώδυνη φαινομενικά έκφρασή της μπορεί να αγγίξει το πιο κρυφά επώδυνο κομμάτι του εαυτού μας. Στις περιπτώσεις αυτές η γλώσσα μας αρχίζει ξαφνικά να παραπαίει.

Τι συμβαίνει, όταν ένα παιδί αλλάξει τόπο και βρεθεί σε έναν κοινωνικό περίγυρο (δηλαδή μεταξύ άλλων και σχολικό) που μιλά και γράφει μια διαφορετική γλώσσα; Τι συμβαίνει σε αυτό το παιδί, όταν σε αυτές τις συνθήκες η γλώσσα του (και φυσικά η προέλευσή του, ο τόπος καταγωγής του) είναι ελαφρώς έως πολύ υποτιμημένες; Με άλλα λόγια, τι συμβαίνει σε καταστάσεις όπου η μητρική γλώσσα αποτελεί σχεδόν ντροπή, όπου ντρέπεται κανείς ακόμη και για τη γλώσσα που μιλούν οι γονείς του ή για το πώς χειρίζονται τη γλώσσα της χώρας υποδοχής; Τι συμβαίνει, αντίστροφα, όταν ένα παιδί περιφρονεί την ξένη γλώσσα του τόπου υποδοχής είτε γιατί θεωρεί ότι κατέχει μια μητρική γλώσσα που υπερέχει (π.χ. την αγγλική) είτε γιατί κάποιος από τους γονείς περιφρονεί τη γλώσσα υποδοχής είτε γιατί το ίδιο το παιδί αμύνεται με αυτό τον τρόπο σε κάτι που θεωρεί εξευτελισμό ενός πολύτιμου κομματιού της ιστορίας του;

Τα παραπάνω ερωτήματα μπορούν να μας εισαγάγουν όχι μόνο στη συνθετότητα του προβλήματος "γλώσσα και μετανάστευση", αλλά και στο έντονα τραυματικό στοιχείο που το διατρέχει. Συγχρόνως ανοίγουν τη συζήτηση σε όλες τις καταστάσεις ντροπής ή υπερηφάνειας ως προς τη γλώσσα, που μπορούν να υπάρξουν είτε στο εσωτερικό μιας "μητρικής γλώσσας", υποτιθέμενα εξίσου κοινής και τιμημένης για όλο το έθνος, είτε στο εσωτερικό ενός κράτους που έχει μία επίσημη γλώσσα αλλά διαθέτει και μια ποικιλία άλλων γλωσσών. Τίθεται τότε το ερώτημα: ποιο άραγε είναι το γλωσσικό τίμημα (μεταξύ άλλων σοβαρών τιμημάτων), όταν πρέπει να "σβήσουμε", να αποκρύψουμε ή να περιφρονήσουμε μια γλώσσα που σε μεγάλο βαθμό μετέτρεψε τον γύρω μας κόσμο σε κάτι το οικείο; Αλλά, επίσης, ποιο είναι το τίμημα όταν μας κατατρέχει μια υπερβολική υπερηφάνεια για τη μοναδικότητα της γλώσσας μας -που πολλές φορές είναι ένα ανείπωτο αίσθημα υπερηφάνειας και ντροπής συγχρόνως.

Τι γίνεται σε καταστάσεις όπου η σχέση μας με την παιδική μας ηλικία είναι πολύπλοκη και αντιφατική, σε καταστάσεις όπου νιώθουμε να έχουμε υποφέρει από το παρελθόν μας σε έναν άλλο τόπο με μια άλλη γλώσσα, με τον οποίο συνδέονται οικογενειακές καταστάσεις τις οποίες βιώσαμε ως τραυματικές ή κακοποιητικές; Κυρίως τι γίνεται με τα αισθήματα ενοχής (ασυνείδητα σε μεγάλο βαθμό), επειδή προδίδουμε -έστω αναγκαστικά και για το "καλύτερο"- ένα κομμάτι της ιστορίας μας που περιλαμβάνει ως βασικό συστατικό του στοιχείο τη σχέση με μία γλώσσα, ή επειδή πολύ απλά προδίδουμε τη γλώσσα των γονιών και των προγόνων μας -ακόμη και όταν αυτοί είναι απόλυτα σύμφωνοι με αυτή την "προδοσία";

Η γλώσσα αποτελεί λοιπόν ένα βασικό συστατικό της ψυχικής ταυτότητας, ίσως καλύτερα έναν κεντρικό οργανωτή της. Συγχρόνως αποτελεί έναν από τους προνομιακούς τρόπους έκφρασης των δισταγμών, ταλαντεύσεων και αντιφάσεων της ψυχικής ταυτότητας. Η μετανάστευση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινητοποίησης των ερωτημάτων που συνοδεύουν το θέμα της ταυτότητας, πολλές φορές μάλιστα με δραματικό τρόπο, καθώς όχι μόνο κλυδωνίζει μια ψυχική τάξη πραγμάτων, αλλά και φέρνει τον μετανάστη αντιμέτωπο με μια σκληρή υλική πραγματικότητα, που τείνει συχνά να συντονίσει επικίνδυνα εσωτερικούς κραδασμούς και εξωτερικό εχθρικό περιβάλλον. Mε βάση τις παραπάνω επισημάνσεις μπορούμε να αντιληφθούμε τις ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις των μεταναστών ως "κρίσεις ταυτότητας" που δημιουργούνται από το απότομο πέρασμα από ένα σύστημα αξιών σε ένα άλλο, που κλυδωνίζει τα αισθήματα αυτοπεποίθησης του μετανάστη, καθώς και τον γενικότερο "προσανατολισμό" του. Πολλά από τα συμπτώματα σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να γίνουν κατανοητά ως απεγνωσμένες ή αμήχανες προσπάθειες αναγνώρισης του μετανάστη -αλλά και της ψυχικής ή σωματικής οδύνης του- από το περιβάλλον υποδοχής, οι οποίες εγκαθιστούν ένα φαύλο κύκλο επιδείνωσης, όταν δεν βρίσκουν ανταπόκριση σε αυτό το επίπεδο. Εμφανίζονται τότε ανεξήγητα και επίμονα σωματικά συμπτώματα (γλώσσα του σώματος), παραληρήματα καταδίωξης που αποκαθιστούν ένα διάλογο με το περιβάλλον έστω και σε αρνητική μορφή, ή μια μορφή καταθλιπτικής απάθειας που αποσυνδέει ριζικά τον μετανάστη από το περιβάλλον (Berner 1967). Στα παιδιά πολλές μορφές σχολικής αποτυχίας ή έντονα διαταραγμένης συμπεριφοράς θα μπορούσαν να εξηγηθούν με αυτό τον τρόπο (δηλαδή ως καταθλιπτικά ισοδύναμα). Οι έρευνες σχετικά με τα παιδιά των μεταναστών δείχνουν πάντως μεγαλύτερο ποσοστό σχολικών δυσκολιών και σχολικής αποτυχίας σε σχέση με τα αυτόχθονα παιδιά, οι οποίες συμβαδίζουν με καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου. Υπάρχουν πολλές γόνιμες θεωρητικές και κλινικές υποθέσεις σχετικά με την κατάσταση ψυχολογικής ευαλωτότητας (ή ευθραυστότητας) στην οποία βρίσκονται παιδιά και οικογένειες μεταναστών και η οποία ενισχύεται από την κοινωνική ανέχεια, ώστε να οδηγεί, τελικά, στη σχολική αποτυχία.

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβεί κανείς σε γενικεύσεις σχετικά με τις ψυχολογικές διαστάσεις της μετανάστευσης, καθώς οι καταστάσεις και οι συνθήκες μετανάστευσης μπορεί να διαφοροποιούνται ριζικά μεταξύ τους. Πολλοί παράγοντες πρέπει λοιπόν να λαμβάνονται υπόψη, που αφορούν τον συσχετισμό εξωτερικής πραγματικότητας και ψυχικού βιώματος της μετανάστευσης· συσχετισμός ο οποίος μπορεί να λειτουργεί αντιφατικά ή παράδοξα (δηλαδή σε κάποιες περιπτώσεις συγχρόνως τραυματικά αλλά και ευεργετικά) και ο οποίος κινητοποιεί κατά περίπτωση μια ολόκληρη προσωπική ιστορία προς ποικίλες κατευθύνσεις. Μια γενίκευση που θα ευσταθούσε αφορά την απώλεια και τις συνέπειές της: κάθε μετακίνηση, που συχνά συμβαίνει ή επιβάλλεται για κάποιο κέρδος (ακόμη κι αν πρόκειται να κερδίσει κανείς απλώς τη ζωή του, δηλαδή την επιβίωσή του, ή ακόμη κι όταν κανείς φεύγει για να γλιτώσει), συνεπάγεται αναγκαστικά μια απώλεια, πολλές φορές τόσο έντονη και οδυνηρή, ώστε να πρέπει κανείς να την απαρνηθεί για να επιβιώσει. Η απώλεια αυτή οδηγεί σε μια διαδικασία πένθους, το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε ατέλειωτο πένθος, ειδικά αν βιωθεί σε συνθήκες άρνησης, μοναξιάς, υποτίμησης και μιζέριας. Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα στην επόμενη γενιά, δηλαδή στα παιδιά των μεταναστών, με τα οποία το σχολείο έρχεται σε επαφή. Τα παιδιά αυτά δεν είναι πουθενά στον τόπο τους: ούτε στο σπίτι τους, όπου μπορεί να συνθλίβονται από μια οικογενειακή αντιφατική ατμόσφαιρα επώδυνης νοσταλγίας, ούτε έξω από αυτό, όπου η ένταξή τους σκοντάφτει σε ένα περιβάλλον συχνά υποτιμητικό ή καχύποπτο ως προς την προέλευσή τους, τις συνήθειές τους, τη γλώσσα τους.

Βασική προϋπόθεση οποιασδήποτε παιδαγωγικής προσπάθειας ως προς τα παιδιά των μεταναστών είναι η αποκατάσταση ενός αισθήματος αξιοπρέπειας (Diatkine 1995, 2317-2319) για την προέλευση, τον τρόπο ζωής και, όσον αφορά το σχολείο, τη μητρική τους γλώσσα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, που όλοι τους πρέπει να δείχνουν ότι δεν υπάρχει από την πλευρά των εκπαιδευτικών καμιά αξιολογική διαφοροποίηση μεταξύ γλωσσών ("ανώτερες" και "κατώτερες" γλώσσες), ενώ αντίθετα υπάρχει ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τη γλωσσική διαφορά, ως παράγοντα δυνάμει γλωσσικού -και όχι μόνο- πλούτου. Η αρχική στάση σεβασμού των εκπαιδευτικών θα επιτρέψει, στη συνέχεια, την ανεύρεση των κατάλληλων τεχνικών διδασκαλίας και την προσαρμογή τους στα συγκεκριμένα παιδιά. Διάφορες παιδαγωγικές εμπειρίες δείχνουν ότι προσπάθειες που λαμβάνουν υπόψη τους τη μητρική γλώσσα των παιδιών ως κάτι το αξιοσέβαστο και, συγχρόνως, τη γλωσσική διαφορά και ποικιλία ως αξία για όλους (δηλαδή και για τους αυτόχθονες), μπορούν να αποδώσουν εκπαιδευτικά για τα παιδιά των μεταναστών και στο επίπεδο κατάκτησης της γλώσσας υποδοχής. Συγχρόνως μπορούμε να φανταστούμε ότι μια τέτοια στάση διευρύνει τον ορίζοντα γλωσσομάθειας και για τα αυτόχθονα παιδιά, σε έναν κόσμο που συνεχώς διεθνοποιείται και αλλάζει.